Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Kυριακή τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων Kelliotika

 


Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πληρώσας ἅπασαν τήν ἔνσαρκον Αὐτοῦ οἰκονομίαν, ἀνῆλθεν στούς οὐρανούς καί ἀποκατέστη στόν θρόνον τῆς μεγαλωσύνης Αὐτοῦ. Θέλοντας λοιπόν οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά δείξουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τέλειος ὤν Θεός, ἐγένετο καί τέλειος ἄνθρωπος καί σαρκωθείς καί σταυρωθείς καί ταφείς καί ἀναστάς ἐκ νεκρῶν ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς καί ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης, ὡς ὁμοούσιος καί ὁμότιμος τοῦ Πατρός, δι’ αὐτό, ἀμέσως μετά τήν ἑορτήν τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Ἀναλήψεως, ἐθέσπισαν ἑορτήν ἡ ὁποία τιμᾶ τόν σύλλογον τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐν σαρκί ἀναληφθέντα, Θεόν ἀληθινόν καί ἐν σαρκί τέλειον ἄνθρωπον ἀνεκήρυξαν.

Ἑορτάζομεν σήμερον τήν μνήμην τῶν Ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι συνῆλθαν στήν Νίκαια, καί ἔκαμαν τήν πρώτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, στόν καιρόν τοῦ εὐσεβεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τοῦ πρώτου Βασιλέως τῶν Χριστιανῶν, κατά τοῦ δυσσεβοῦς Ἀρείου τοῦ μισοθέου καί ἄφρονος, πού ἐβλασφήμει τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ἀληθινόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔλεγεν κτίσμα, καί ὄχι τοῦ Πατρός ὁμοούσιον καί συνάναρχον.

Μετὰ ἀπὸ σειρὰ ἀσεβῶν βασιλέων, ἀνέτειλεν παραδόξως σὰν φωστῆρας ὁ φιλοχροστότατος Κωνσταντῖνος, ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ὀρθοδόξου πολιτείας καὶ πρόβολος τῆς ἀμώμου πίστεως. Ἀφοῦ δέχεται στὴν ψυχὴ του πλούσιον τὸν θεῖον φωτισμὸν καὶ χρίοντας τὸν νοῦν του μὲ τὴν εὐσέβειαν, ἀναλαμβάνει τὸν πρῶτον ἀγῶνα κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἐκδίδει κατὰ τόπους προγράμματα γιὰ ἐλευθερία στοὺς Χριστιανούς, λύνει τὴν κατήφειαν ποὺ εἶχαν προξενήσει στοὺς πιστοὺς οἱ ἄνομοι, καταστρέφει τὰ σεβάσματα τῶν εἰδώλων, γνωστοποιεῖ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ ψεύδους, φανερώνει τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας, ἀποδίδει τιμὲς καὶ ἐνθαῤῥύνει ὅσους ἐτίμησαν τὸν Κύριον, θεραπεύει σώματα πιστῶν κακοποιημένα ἀπὸ τὶς μαστιγώσεις, τιμωροῦνται τέλος καὶ ἐξορίζονται ὅσοι λατρεύουν τοὺς δαίμονας.

Ἐχαίρετο λοιπὸν ὁ πιστότατος βασιλεὺς γιὰ τὴν καθημερινὴν αὔξησι τῶν Χριστιανῶν, ἀντιλαμβανόμενος ὅτι ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται σὲ θείαν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία προσείλκυσε εἰς ὀλίγον χρόνον τοὺς ὑπηκόους του στὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὶ ἦταν δὲ αὐτὸ ποὺ ἦλθε καὶ προσετέθη στὰ προηγούμενα; Ἐνῶ τὰ γύρω ἔθνη προηγουμένως συνεχῶς ἐπαναστατοῦσαν, ἀθετῶντας τὶς συμφωνίες μὲ τοὺς πρὶν ἀπ’ αὐτὸν βασιλεῖς, τοὺς ὁποίους δὲν ἄφηναν σὲ ἡσυχία καὶ οἱ φοινικὲς ἐμφύλιες ἐξεγέρσεις, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Κωνσταντῖνος ἀνεδείχθη ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Χριστό βασιλεὺς ὅλου τοῦ Κράτους, ἀμέσως σὰν ἀπὸ κοινὸ πρόσταγμα, τὰ δεινὰ τῶν ἐθνῶν ὑπεχώρησαν καὶ οἱ ὑπήκοοι ἠσπάσθησαν τὴν εἰρήνη.

Ὁ μισόκαλος ὅμως ἐχθρὸς δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑποφέρη οὔτε αὐτὴ τὴν πρόοδον τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ὅπως παλαιὰ ἐφθόνησε τὴν ἄλυπο ζωὴ τῶν πρωτοπλάστων καὶ διὰ μέσου τοῦ ὄφεως ἔσπειρε στὴν ἀκοή τὴν παρακοὴν τῆς ἐντολῆς, ἔτσι καὶ τότε σπαράζοντας ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πρώην εἰδωλολατρῶν πρὸς τὸν Θεόν, ἀποστέλλει σὲ κάποιον πνεῦμα πύθωνος. Αὐτὸς δὲ ἦταν ὁ Ἄρειος, χριστιανὸς καὶ πρεσβύτερος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁποῖος κατελήφθη ἀπὸ κενοδοξία καὶ φιλαργυρία, τὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου.

Ἐνῶ ὁ ὅσιος Ἀλέξανδρος ὡμολογοῦσε σαφῶς τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον καὶ ὁμότιμον μὲ τὸν Πατέρα, ἀντιθέτως ὁ φρενοβλαβὴς Ἄρειος παραληροῦσε περὶ τοῦ Υἱοῦ ὅτι εἶναι κτίσμα καὶ δημιούργημα καὶ ὅτι κάποτε δὲν ὑπῆρχε, καὶ ἄλλα ἀσεβέστερα τὰ ὁποῖα ὄντως τὸ μόνον ποὺ ἀξίζουν εἶναι νὰ σιωπηθοῦν καὶ νὰ λησμονηθοῦν.

Βλέποντας ὁ θεσπέσιος Ἀλέξανδρος ὅτι σὰν ἐπιδημικὴ νόσος διαδίδεται τὸ κακό, ἐφοβεῖτο μὴν ἐπεκταθῆ σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ πολλὲς κατὰ πρόσωπον παραινέσεις μὲ τὶς ὁποῖες συμβούλευε πατρικῶς τὸν ἀτίθασον, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς καὶ ποικίλους ἐλέγχους ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφὲς, γιὰ τοὺς ὁποίους σεμνύνεται καὶ ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶδεν ὅτι ὁ ἀσεβὴς διακατέχεται ἀκόμη ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ του πλάνη, καταφεύγει στὸν ὑβριζόμενον ἀπὸ ἐκεῖον Ἰησοῦν Χριστόν, καλῶντάς τον σὲ βοήθεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ του ἐναντίον τοῦ θεομάχου ἐγχειρήματος. Μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ δάκρυα ζητεῖ τὴν συμμαχίαν τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ἀληθείας.

Μόλις ἔμαθε αὐτὰ ὁ καλλίνικος βασιλεύς, σὰν νὰ ἐκτυπήθη ἀπὸ κεντρί μὲ τὸ λυπηρὸ καὶ ἀναπάντεχο νέο ποὺ ἤκουσε, στέλνει ἀμέσως καὶ συγκαλεῖ μὲ ἐπίσημα ἔγγραφα ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπικράτεια ὅσους ἐπισκόπους διατίθενται νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν Νίκαια, τὴν πρωτεύουσα τῆς Βιθυνίας, γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ θέμα, νὰ φανερώσουν τὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ νὰ ἀφανίσουν ἐντελῶς τὴν δαιμονικὴν αἵρεσιν τῶν κακοδόξων.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, λοιπόν, σὰν ἐργατικὲς μέλισσες ἀναχωρώντας ὁ καθένας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του σὰν ἀπὸ ἀνθισμένο κῆπο, ἔφθασαν στὴ Νίκαια. Ὁ δὲ θεῖος Κωνσταντῖνος, ἀκούγοντας ὅτι πλησιάζει ἡ ἱερὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους σεβαστὴ παρουσία τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς ὑποδέχεται μὲ τὶς τιμὲς ποὺ ἁρμόζουν καὶ ἀφοῦ ἔστειλε κάποιους ἀπὸ τὴν ἱερὰ Σύγκλητον νὰ τοὺς ὑποδεχθοῦν.

Ἀφοῦ εἰσῆλθαν λοιπὸν αὐτοὶ καὶ ἔλαβαν τὶς θέσεις τους, παρουσιάζεται καὶ ὁ ἔνδοξος βασιλεὺς, ὄχι μὲ σοβαροφανὲς, ὑπεροπτικὸν καὶ βασιλικὸν ὕφος, ἀλλὰ μὲ βλέμμα συνεσταλμένον καὶ ἤρεμον βηματισμόν. Καθὼς συναντᾶ τοὺς ἁγίους τοὺς ἀσπάζεται καὶ συνομιλεῖ μαζὶ τους εὐχαρίστως, ἐκδηλώνοντας τὸ ἄνθος τῆς ἐπιεικίας του μὲ ἕνα πρᾶο χαμόγελο καὶ ἀποκαλύπτοντας, στὶς συστάσεις ποὺ γίνονται μὲ τοὺς ἁγίους, τὴν λαμπρότητα τῆς ψυχῆς του. Φανερώνει δὲ τὴν ὑψηλὴ πρὸς τοὺς Πατέρας συγκατάβασί του τὸ χαμηλὸ κάθισμα στὸ ὁποῖον ἐκάθισεν σὲ σχέσι μὲ τὰ ἕδρανα τῶν ἐπισκόπων.

Προχωρεῖ λοιπὸν τὸ πλῆθος τῶν ὀνομαστῶν αὐτῶν Πατέρων στὴν ἐξέτασι καὶ ἀποσαφήνισι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ ὁμόνοια, ἐνδυναμούμενοι ἀπὸ τὸ Ζωοποιὸν Πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε μέσα τους, καὶ ἀποφαίνονται ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, τὸν δὲ Ἄρειον ἀφορίζουν ἀπὸ τὴν ὑγιῆ πίστι καὶ τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, καὶ τὸν ὑποβάλλουν σὲ ἀνάθεμα μαζὶ μὲ τὰ ἔργα ποὺ εἶχε γράψει καὶ μὲ τὰ κηρύγματά του.

Συνθέτουν ὅλοι μαζὶ τὸ πράγματι θεῖον Σύμβολον, καταργῶντας μὲ κάθε ἄρθρο τὸ ἀνάλογον αἱρετικὸν φρόνημα, ὥστε νὰ γίνουν σὲ ὅλους φανερὰ ὅσα ἀπεφασίσθησαν στὴν Σύνοδο. Ἀπεφασίσθη κοινὸς ἑορτασμὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἐπίσης ἐξέδωσαν κανόνες καὶ γιὰ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα καὶ ὅλα ἀπετέλεσαν τὸν τόμον τῆς Ὀρθοδοξίας.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν ἔνδοξον βασιλέα νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ τόμος μὲ τὶς ὑπογραφὲς καθενὸς ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἔκθεσι καὶ τὴν δημοσία ἀνάγνωσι τοῦ τόμου, ἔγινε ἕνα ἀξιομνημόνευτο θαῦμα πρὸς καύχησι ὅσων ἐπίστευσαν, πρὸς ἐντροπὴ δὲ τῶν ἀντιφρονούντων. Δύο ἀπὸ τοὺς ὁσίους Ἐπισκόπους, ὁ Χρύσανθος καὶ Μουσώνιος, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν ἀκόμη ὑπογράψει τὸν τόμον, συνέβη ἀπὸ πρόνοια Θεοῦ νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτή.

Οἱ θεοφόροι, λοιπόν, Πατέρες ἀφοῦ ἦλθαν στὸν τόπον ὅπου εἶχαν τοποθετηθῆ τὰ λείψανα, σὰν νὰ εὑρίσκωνται μαζὶ τους καὶ νὰ ὑπακούουν στὰ λόγια τους, εἶπαν: - «Ὦ Πατέρες καὶ ἀδελφοί, τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγωνίσθητε μαζὶ μας, τὸν δρόμον τετελέκατε, τὴν πίστιν τετηρήκατε. Ἐάν, λοιπόν, κρίνετε ὡς θεάρεστα αὐτὰ ποὺ ἐγράφησαν στὸν τόμο, καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἔχετε καθαρωτέρα ἀντίληψι τῶν πραγμάτων, τὶ σᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑπογράψετε καὶ σεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, μαζί μας;» Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Πατέρες καὶ ἐτοποθέτησαν τὸν τόμο σφραγισμένο κοντὰ στὰ λείψανα τῶν ὁσίων, ἀφιερώνουν ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα σὲ ἄγρυπνον προσευχὴν, ἐρχόμενοι δὲ τὴν ἐπαύριον ἐμπρὸς στὶς σορούς, καὶ ἐνῶ οἱ σφραγῖδες ἦσαν ἄθικτες, ἐξεδίπλωσαν τὸν ἅγιον τόμον, εὑρῆκαν δὲ μέσα καὶ τὶς ὑπογραφὲς τῶν δύο ὁσίων ἐπισκόπων. Ὅπως ὁμολογοῦν ὅλοι χωρὶς δισταγμό, ἀκόμη καὶ ἀλλόθρησκοι, στὴν χορείαν ἐκείνην τῶν ὁσίων Πατέρων παρευρίσκετο καὶ συνεργοῦσεν ἡ ὁμοούσιος Τριάς.

Αὐτὰ εἶναι τὰ χαρίσματα τῆς φιλοξενίας τῶν Πατέρων, τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ παραστήσουν στοὺς αἰῶνες ποὺ ἔρχονται τὴν φροντίδα τους γιὰ τὴν Νίκαια. Αὐτοὶ ὡσὰν διαυγεῖς ποταμοὶ ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Νικαίας, διηρέθησαν πορευόμενοι ὁ καθένας στὸ ποίμνιό του καὶ μεταφέροντας ἐκεῖ τὸν καρπὸ τῆς ἱερᾶς ἀποδημίας τους, τὸ σωτήριον τοῦ κόσμου Σύμβολον τῆς πίστεως.

Καὶ ἠξιώθησαν νὰ κοιμηθοῦν μακαρίως σὲ προχωρημένο γῆρας, ἀφοῦ κατελάμπρυναν τὸν δρόμον τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους μὲ τὴν προκοπή τους στὴν ἀρετή. Ὁ δὲ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ φιλόδουλος εὐεργέτης, «ὁ δοξάζων τοὺς δοξάζοντας αὐτόν» ἠξίωσε καὶ τὶς ψυχὲς τους νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἀποθησαυρισμένα στοὺς οὐρανούς, δὲν ἄφησε ὅμως ἀστεφάνωτα καὶ τὰ πάναγνα σώματά τους• ἀλλὰ τοὺς ἐτίμησε καὶ διὰ μέσου αὐτῶν μὲ κάποιο παράδοξον θαῦμα ὡς λειτουργούς ἰδικούς του.

Διότι ἐπέτρεψεν ὁ θάνατός τους νὰ ἐπέλθη τόσον εἰρηνικά, ὅπως ὁ φυσικὸς ὕπνος• στὴν συνέχεια δὲ καὶ μέχρι τώρα τὰ σώματα τῶν Πατέρων αὐτῶν, τὰ ὁποῖα εἶχαν δεχθῆ τὴν θεία Χάρι, νὰ μείνουν στὴν ἐπαρχία τοῦ καθενὸς ἀδιάλυτα, ἄφθαρτα. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μαρτυροῦν τὸ γεγονός, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶδαν «ἰδίοις ὄμμασιν».

Ἀναφέρεται τό ἑξῆς θαυμαστόν μέ τόν Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας καί Μάρτυρα Πέτρον, ὁ ὁποῖος, πρίν συσταθῆ ἡ Σύνοδος, εἶχεν ἀναθεματίσει τόν ῎Αρειον, καί καθόλου δέν τόν ἐδέχθη, οὔτε κἄν εἰς τόν καιρόν τοῦ μαρτυρίου του ἐσυγκατέβη νά τόν συγχωρήση ὁ δίκαιος, μολονότι τόν παρακαλοῦσαν ὅλοι του οἱ κληρικοί, αὐτήν τή νύκτα κατά τήν ὁποίαν ἤθελαν νά τόν ἀποκεφαλίσουν διά τόν Χριστόν οἱ εἰδωλολάτρες. ῞Ομως εἶπεν τά ἑξῆς πρός αὐτούς, πού τόν παρακαλοῦσαν. Μή θαυμάζετε, πού δέν θέλω νά συγχωρήσω τόν ῎Αρειον, γιατί ἐγώ εἶδον τόν Δεσπότην Χριστόν ὁλοφάνερα, καί ἐφόρει ἕνα χιτῶνα σχισμένον, καί ἐφαίνοντο οἱ σάρκες του• καί ἀφοῦ τόν ἐρώτησα• «ποιός Κύριε σοῦ ἔσχισεν τόν χιτῶνα•» ἀπεκρίθη• «ὁ ῎Αρειος, καί πρόσεχε νά μή τόν δεχθῆς, γιατί εἶναι κατακεκριμένος καί εἰς αὐτόν τόν αἰῶνα καί εἰς τόν μέλλοντα». Λοιπόν, μή τολμήση κανείς σας νά συγκοινωνήση μετ’ αὐτοῦ, ἐπειδή αὐτός ὁ Δεσπότης Χριστός τόν ἔχει ἀφωρισμένον καί ἀσυγχώρητον.

Μεταξύ τοῦ θείου ἐκείνου συλλόγου τῶν Πατέρων, ὁ ῞Αγιος Σπυρίδων ἐθριάμβευσεν, νικήσας τόν φλύαρον ἐφιλόσοφον, μέ τήν δύναμιν τῶν ἁπλουστάτων αὐτοῦ λόγων καί μέ τό θαῦμα τῶν τριῶν στοιχείων, τῆς κεραμίδος, ἤτοι τοῦ πηλοῦ, τοῦ ὕδατος καί τοῦ πυρός, εἰς τύπον τῆς Ζωαρχικῆς τριάδος.

Ἡ Σύνοδος ἀνεθεμάτισεν τόν ῎Αρειον ὡς Ἀντίχριστον καί ὅλους τούς ὁμόφρονές του, ὡς ἐχθρούς τῆς ἀληθείας, καί ἐκήρυξεν τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Πατρός ὁμοούσιον καί ὁμότιμον, Κτίστην ἁπάντων, καί ὄχι κτίσμα, ἀλλά Θεόν ἀληθινόν, προαιώνιον, ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, καί Δεσπότην καί Κύριον, καθώς διαλαμβάνει τό ἅγιον Σύμβολον τῆς Πίστεως, τό ὁποῖον οἱ ῞Αγιοι 318 θεοφόροι Πατέρες συνέταξαν, πεφωτισμένοι ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τήν ἑορτήν αὐτήν πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία, καί τούς ὀρθοδόξους Πατέρες, πού ἠγωνίσθησαν διά τήν ὀρθόδοξον Πίστιν μας καί εὐσέβειαν, μνημονεύει εὐχαρίστως καί εὐφημίζει• τόν δέ ῎Αρειον, Σαβέλλιον καί τούς λοιπούς αἱρετικούς καί κακόφρονας, ἀναθεματίζει.

῎Ας φυλάξωμεν ἀπαρασάλευτα, ὅσα δόγματα καί διδάγματα μᾶς ἐκύρωσαν τοῦτοι οἱ μακάριοι Πατέρες, τά δέ βλάσφημα ἄς μισήσωμεν. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή• μέ τόν λογισμόν νά γνωρίζωμεν, μέ τήν καρδίαν νά πιστεύωμεν, καί μέ τό στόμα νά ὁμολογῶμεν τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀπό τόν ὁποῖον ἐγνωρίσαμε τόν Πατέρα, καί τό ζωοποιόν καί ῞Αγιον Πνεῦμα εἰς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου