Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί η «Εμπειρική Δογματική»

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης καί η «Εμπειρική Δογματική»

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ.Ιεροθέου
Θά ήθελα νά ευχαριστήσω εκ καρδίας τούς τρείς διακεκριμένους εισηγητάς τής σημερινής παρουσιάσεως τών δύο τόμων τής «Εμπειρικής Δογματικής, κατά τίς προφορικές παραδόσεις τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη», πού μέ τόν λόγο τους έκαναν ένα μνημόσυνο στόν μεγάλο αυτόν διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής θεολογίας τών Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων.


Νά μνημονεύσω τόν αγαπητό Πρωτοπρεσβύτερο καί Καθηγητή π. Γεώργιο Μεταλληνό, πού συντόνισε τήν σημερινή συνάντηση καί ομίλησε γιά τόν πεφιλημένο διδάσκαλο μέ καρδιακά αισθήματα, όπως καί τό κάνει επανειλημμένως. Ο ίδιος θεωρεί τιμή πού τόν αποκαλούν μαθητή τού π. Ιωάννου, άν καί δέν διετέλεσε ποτέ φοιτητής του. Νά ευχαριστήσω τόν Πρωτοπρεσβύτερο π. Στέφανο Αβραμίδη, μαθητή τού π. Ιωάννου στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, ο οποίος πολλάκις τόν ανέπαυσε καί τόν βοήθησε ποικιλοτρόπως καί στό γραφείο τού οποίου κατέφευγε πολλές φορές ο αείμνηστος π. Ιωάννης. Επίσης, νά ευχαριστήσω τόν καθηγητή κ. Λάμπρο Σιάσο, ο οποίος ήταν μαθητής του στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί επηρεάσθηκε από αυτόν.
Ευχαριστώ καί τούς τρείς, γιατί δέχθηκαν νά παρουσιάσουν τό δίτομο αυτό έργο, νά ομιλήσουν γιά τόν μακαριστό διδάσκαλο τής Ρωμηοσύνης καί τής ορθοδόξου θεολογίας καί νά πούν λόγο καρδιακό καί γιά τήν ελαχιστότητά μου. Εξομολογούμενος θά ήθελα νά πώ ότι, παρά τό ότι εξέδωσα πολλά βιβλία στήν ελληνική γλώσσα, εν τούτοις αρνήθηκα προτάσεις γιά δημόσια παρουσίαση γιά κάποιο από αυτά. Εξαίρεση γίνεται γιά τό δίτομο αυτό έργο τής «Εμπειρικής Δογματικής», γιατί θέλω νά προβληθή τό πρόσωπο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ιδίως εφέτος πού συμπληρώνεται δεκαετία από τήν κοίμησή του.
Θά ήθελα κλείνοντας τήν σημερινή εκδήλωση νά τονίσω τέσσερα «πώς», δηλαδή τέσσερα σημεία πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο καί τό έργο τού μακαριστού Διδασκάλου τής ορθοδόξου Πνευματικότητας.


1. Πώς ανακάλυψα τόν π.Ιωάννη Ρωμανίδη
Η ανακάλυψη εκ μέρους μου τού π. Ιωάννου έγινε προοδευτικά. Τόν γνώρισα, όπως περίπου γνωρίζει κανείς κάποιον καλλιτέχνη, αφού πρώτα ακούει γι’ αυτόν, έπειτα θαυμάζει τά έργα του καί στήν συνέχεια συναντά καί τόν ίδιο προσωπικά.
Στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου σπούδαζα (1964-1968) καί στά επιλεγόμενα μαθήματα άκουσα γι’ αυτόν, γιά πρώτη φορά, πρίν έλθη στήν Ελλάδα. Στό επιλεγόμενο μάθημα τής Πατρολογίας, μέ τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, έγινε κάποτε τό 1967 συζήτηση γιά ένα θεολογικό ζήτημα. Μερικοί μεταπτυχιακοί από τήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης Αμερικής αναφέρθησαν διεξοδικώς στόν άγιο Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο καί μετά σέ άλλους Αποστολικούς Πατέρας τής Εκκλησίας. Τότε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου είπε: «γνήσιοι μαθητές τού Ρωμανίδη». Τήν εποχή εκείνη ο π. Ιωάννης δίδασκε στήν Θεολογική Σχολή Βοστώνης καί βέβαια ησχολείτο ιδιαιτέρως μέ τούς αγαπητούς του Αποστολικούς Πατέρας.
Στό τέλος τού τετάρτου έτους τών σπουδών μου ο καθηγητής Ιωάννης Καλογήρου, πού μάς δίδασκε κατά ανάθεση τό μάθημα τής Δογματικής, αφού η έδρα ήταν κενή, μάς ανήγγειλε, μέ μεγάλη χαρά ότι εξελέγη νέος Καθηγητής γιά τήν Δογματική, ένας μεγάλος θεολόγος από τήν Αμερική καί θά άρχιζε τά μαθήματα τήν επομένη χρονιά. Βέβαια, ακούγαμε γι’ αυτόν, γιά τήν συζήτηση πού προκάλεσε, πρίν λίγα χρόνια στήν Θεολογική Σχολή Αθηνών, η διδακτορική του διατριβή πού είχε υποβληθή. Όμως, έλαβα τό πτυχίο τής Θεολογικής Σχολής, χωρίς νά έχη αρχίσει τήν παράδοση τών μαθημάτων του καί έτσι δέν τόν γνώρισα τότε προσωπικά. Άκουγα γι’ αυτόν από τά πνευματικά μου παιδιά πού σπούδαζαν στό Πανεπιστήμιο τής Θεσσαλονίκης καί ομιλούσαν μέ ενθουσιασμό γι’ αυτόν. Μού έφερναν νά ακούσω διάφορες μαγνητοφωνημένες κασέτες καί τά πρώτα κείμενά του. Αγόρασα τό βιβλίο τής «Δογματικής» του καί άρχιζα νά τήν διαβάζω μέ ικανοποίηση καί ενθουσιασμό.
Αργότερα τόν γνώρισα προσωπικά στήν Αθήνα, μετά τήν αναγκαστική, πλήν όμως μέσα στό σχέδιο τού Θεού, μετακίνησή μου εκεί από τήν Εδεσσα, στό Γραφείο τού δικηγόρου κ. Αθανασίου Σακαρέλλου, τόν οποίον αγαπούσε πολύ, όπου παρέδιδε μαθήματα σέ έναν κύκλο είκοσι μέ τριάντα μαθητών, καί ήμουν ακροατής διαφόρων παραδόσεών του στόν Ιερό Ναό τής Αγίας Μαρίνης Ιλισίων. Θυμάμαι μιλούσε μέ σταθερό καί αυθεντικό τρόπο, χωρίς νά έχη μπροστά του σημειώσεις καί συνέδεε στενά τήν θεολογία μέ τήν ιστορία. Στήν παράδοσή του είχε στόχο. Μέ τόν καιρό γνωρισθήκαμε καλύτερα, τόν επισκεπτόμουν στό σπίτι του, συμφάγαμε σέ διάφορα φιλικά σπίτια, πήγαμε μαζί στό Βανκούβερ τού Καναδά γιά νά παραδώσουμε μαθήματα γιά τρείς ημέρες σέ ειδικό σεμινάριο πού διοργάνωσε η Orthodox Church of America (OCA) καί είχαμε καθημερινή σχεδόν τηλεφωνική επικοινωνία. Τελικά, μού ζήτησε νά τόν προσλάβω στήν Ιερά Μητρόπολή μου ως Ιερέα, πράγμα πού έγινε μετά από απολυτήριο πού εξεδόθη από τήν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, χωρίς βεβαίως νά εγγραφή στούς μισθολογικούς κατάλόγους. Τόν εκτιμούσα, τόν αγαπούσα καί τόν σεβόμουν γιά τήν θεολογία πού δίδασκε, αλλά κυρίως γιά τό ταπεινό καί ευγενικό του ύφος. Δικά μου πνευματικά παιδιά τόν βοηθούσαν σέ διάφορες εργασίες του, αφιερώνοντας πολύ χρόνο μαζί του, ακόμη καί τίς νυκτερινές ώρες.


2. Πώς εξετίμησα τά κείμενά του
Είχα τήν εξαιρετική ευλογία από τόν Θεό νά είμαι φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, μέσα στό κέντρο τής μελέτης τών έργων τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Έτσι, διάβαζα γιά τήν θεολογία τού μεγάλου αυτού αγιορείτου καί θεόπτου Πατρός, όπως επίσης διάβαζα καί τά έργα τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, επισκεπτόμουν τό Άγιον Όρος καί είχα επικοινωνία μέ τούς ερημίτας πατέρας, τούς οποίους ρωτούσα γιά τήν ευχή καί γενικά γιά τήν πνευματική ζωή. Στήν Έδεσσα, ο αείμνηστος γέροντάς μου Μητροπολίτης Καλλίνικος μέ προέτρεψε νά μελετώ τά έργα τού αγίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, ιδίως τό Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον καί τό Εορτοδρόμιον, καί τών άλλων φιλοκαλικών Πατέρων. Έπειτα, γνώρισα τόν γέροντα Σωφρόνιο από τόν οποίο ωφελήθηκα πολύ. Αργότερα διάβασα όλα τά εκδοθέντα κείμενα τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου.
Ευρισκόμενος μέσα σέ αυτήν τήν ατμόσφαιρα γνώρισα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί τά εκτίμησα δεόντως. Κατάλαβα τήν πνευματική τους συγγένεια μέ τά έργα τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Στήν πραγματικότητα ο π. Ιωάννης συνδύαζε άριστα τήν ησυχία μέ τήν θεολογία, τήν άσκηση μέ τήν καθηγητική έδρα, τήν προσευχή μέ τήν θεολογική έκφραση.
Έτσι, μπορώ νά πώ ότι δέν διάβασα πρώτα τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη καί στήν συνέχεια ανέτρεξα στά έργα τών αγίων Πατέρων, αλλά πρώτα είχα μελετήσει τά έργα όλων τών γνωστών καί μεγάλων ησυχαστών Πατέρων καί στήν συνέχεια γνώρισα τά έργα τού μακαριστού καθηγητού. Ένοιωσα ότι είχε καταλάβει τό πνεύμα τών Πατέρων καί είχε συλλάβει τήν πεμπτουσία τής διδασκαλίας τους. Καταλάβαινα ότι εξέφραζε τήν διδασκαλία τών αγίων Πατέρων μέ έναν σύγχρονο τρόπο, χωρίς όμως νά τά αλλοιώνη, χωρίς νά είναι νεοπατερικός ή μεταπατερικός θεολόγος. Ο προφορικός λόγος του ήταν μιά ζωντανή αφομοιωμένη τροφή. Ο ίδιος είχε γνωρίσει τόν σχολαστικισμό καί τόν ηθικισμό τών δυτικών Χριστιανών στήν Αμερική, γνώρισε δέ καί τόν ησυχασμό σέ διαφόρους αγιορείτες καί ασκητές καί γι' αυτό ο λόγος του ήταν αυθεντικός, ορθόδοξος. Είναι χαρακτηριστικά τά όσα είπε σέ μιά ομιλία του:
«Εγώ, επειδή πέρασα τά στάδια τής σχολαστικής θεολογίας στήν δική μου ζωή, όταν ήλθα στήν Ελλάδα μού έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έβλεπα τούς σημερινούς ορθοδόξους θεολόγους στό Πανεπιστήμιο τών Αθηνών νά ζητούν συγγνώμη από όλο τόν κόσμο, γιατί καί εμείς δέν είχαμε σχολαστική θεολογία, όπως έχουν οι δυτικοί καί σταματήσαμε στούς Πατέρες τής Εκκλησίας μέχρι τόν Δαμασκηνό καί τόν Ισίδωρο Σεβίλλης ή τόν Μέγα Φώτιο».
Έτσι, μελετώντας τά κείμενα τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη διέκρινα τόν καθαρό, ορθόδοξο, πατερικό λόγο, ο οποίος στήν πραγματικότητα απαντούσε σέ όλες τίς προκλήσεις τής δυτικής θεολογίας, αλλά καί τής δικής μας θεολογίας πού είχε επηρεασθή από τήν σχολαστική θεολογία, δηλαδή τόν σχολαστικισμό καί ηθικισμό. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μέ τόν λόγο του καί τά γραπτά του, είχε έναν σημαντικό στόχο, παρουσίαζε τήν καθαρή διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, πού ήταν ησυχαστική καί θεωτική.

3. Πώς εργάσθηκα γιά νά ολοκληρώσω τό δίτομο έργο τής «εμπειρικής δογματικής»
Όσοι ασχολούνται μέ τό γράψιμο, πού καί αυτό είναι ένα χάρισμα τού Θεού καί μιά τέχνη, γνωρίζουν ότι δέν είναι εύκολο έργο. Τό έργο αυτό είναι στήν πραγματικότητα καλλιτεχνικό, όπως η ζωγραφική καί άλλες τέχνες, πού πολλές φορές κανείς δυσκολεύεται γιά νά συντονίση τήν σκέψη καί τόν σκοπό μέ τόν διατυπωμένο λόγο. Πολύ περισσότερο τό επιστημονικό έργο είναι δυσχερές, γιατί πρέπει κανείς νά συγκεντρώση πολύ υλικό καί θά πρέπει νά τό τιθασεύση καί στήν συνέχεια νά τό συρράψη μέ έναν βασικό σκοπό.
Αυτήν τήν δυσκολία τήν αισθάνθηκα κυρίως στήν συγγραφή αυτού τού έργου. Μέ κούρασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο στήν σύνθεση καί τήν ολοκλήρωση. Βέβαια, μέ βοήθησαν πολλά πνευματικά μου παιδιά σέ διάφορες φάσεις τού έργου, τούς οποίους ευχαρίστησα στόν πρόλογο τού Α’ Τόμου, δηλαδή μέ βοήθησαν στήν συλλογή κασετών, στήν απομαγνητοφώνησή τους, στό πέρασμα τών απομαγνητοφωνήσεων στόν υπολογιστή, στήν ευρετηρίαση τών κειμένων. Στήν συνέχεια εγώ έπρεπε νά επιλέξω τά θεολογικά χωρία καί νά τά ξεχωρίσω μέσα από πληθώρα άλλων αναφορών. Καί κατ’ αυτόν τόν τρόπο συγκέντρωσα πάνω από δυό χιλιάδες μεγάλα ή μικρά χωρία από τίς απομαγνητοφωνημένες ομιλίες ή παραδόσεις του.
Γιά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν έναν χρόνο, μελετούσα γιά τό ποιά μορφή θά πάρη η επεξεργασία τού θέματος καί πώς θά παρουσιασθή η «εμπειρική δογματική». Όταν κατέληξα στό σχήμα πού έπρεπε νά λάβη, άρχισε η δυσχέρεια τού χωρισμού τού υλικού κατά μεγάλες ενότητες, κεφάλαια, υποκεφάλαια, υποδιαιρέσεις. Καί στήν συνέχεια ακολούθησε τό εξαιρετικά δύσκολο έργο νά συνδέσω καί νά συρράψω τά χωρία, καθώς επίσης νά γεμίσω τυχόν κενά μέσα από τήν σκέψη τού π. Ιωάννου, γιά νά μή αλλοιωθή ο λόγος του. Γιά τόν λόγο αυτόν ανέτρεξα καί διάβασα όλα τά γνωστά καί άγνωστα κείμενά του, γραμμένα κυρίως στήν αγγλική γλώσσα καί τά οποία δέν έχουν δημοσιευθή μεταφρασμένα στά ελληνικά. Είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης πέρασε τόν περισσότερο χρόνο τής ζωής του στήν έρευνα, παρά στό γράψιμο, αλλά καί τό μεγαλύτερο τμήμα τών επιστημονικών του ερευνών είναι γραμμένο στήν αγγλική γλώσσα καί είναι ακόμη αμετάφραστο.
Γιά τήν συγγραφή διαφόρων κειμένων μου, χρησιμοποιώ τρείς τρόπους, ήτοι τόν υπολογιστή, τήν υπαγόρευση καί τήν ιδιόχειρη γραφή. Τό έργο αυτό «Εμπειρική Δογματική», πού τελικά ολοκληρώθηκε σέ 850 περίπου σελίδες, γράφηκε ολόκληρο ιδιοχείρως, μέ μολύβι, γιατί μέ διευκόλυνε στήν σύνθεση τών δεκάδων καί εκατοντάδων αποσπασμάτων τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη πού είχα υπ' όψιν μου.
Πάντως, δέν γνωρίζω άν πέτυχα απόλυτα αυτήν τήν σύνδεση, πράγμα πού θά τό πούν οι αναγνώστες. Τό γεγονός είναι ότι επειδή ο π. Ιωάννης ομιλούσε μέ πυκνό λόγο καί τρόπο καί επανελάμβανε τίς ίδιες απόψεις, αφού συνήθως δέν είχε κατά τήν ομιλία του ένα σχεδιάγραμμα, καί οι ομιλίες πού είχα υπ’ όψη μου ήταν από διαφορετικούς χρόνους καί από διαφορετικά ακροατήρια, γι’ αυτό ήταν επόμενο νά δυσκολευθώ στήν οργάνωση καί τόν διαχωρισμό, κατά ενότητες, τού υλικού πού συγκέντρωσα. Επίσης, πρέπει νά υπογραμμίσω ότι κάθε τόμο τόν δούλευσα μέ διαφορετικό τρόπο, πού δέν είναι κατάλληλη η ώρα νά αναλύσω.
Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή. Στήν συνέχεια έπρεπε νά ξεκαθαρισθούν τά κεφάλαια ακόμη περισσότερο, νά ευρεθούν τά επαναλαμβανόμενα χωρία καί νά αποφασισθή ποιό θά παραμείνη καί ποιό θά απομακρυνθή. Διάβασα κάθε τόμο προσεκτικά οκτώ μέ δέκα φορές καί κάθε φορά έκανα τίς αναγκαίες διορθώσεις. Ακόμη καί τώρα πού τό διαβάζω δέν τό χορταίνω, αλλά καί βρήκα μερικά ορθογραφικά καί φραστικά λάθη, τά οποία θά διορθωθούν στήν δεύτερη έκδοση.
Επί πλέον, έδωσα αυτά τά κείμενα καί σέ διάφορα πνευματικά μου παιδιά, καθηγητές Πανεπιστημίων, Θεολόγους, Κληρικούς, μοναχούς, γιά νά διατυπώσουν τίς κρίσεις τους. Σέ πολλά σημεία οι παρατηρήσεις τους μέ βοήθησαν νά βελτιώσω τό κείμενο καί έτσι έλαβαν οι δύο Τόμοι τήν τελική τους μορφή. Επίσης καί κυριολεκτικά τήν τελευταία στιγμή, πρίν νά αρχίση η εκτύπωση, έκανα διορθώσεις. Τήν μεγαλύτερη βοήθεια μού προσέφερε ο Αρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, σέ όλες τίς φάσεις τής συγγραφής καί τής επεξεργασίας τού έργου.
Πάντως, παρά τό ότι τό έργο ήταν δυσχερές καί παρά τό ότι δέν υπήρχε κάποια παρόμοια δογματική γιά νά τήν έχω ως πρότυπο, οπότε τό έργο είναι κατ' εξοχήν πρωτότυπο, εν τούτοις τό έκανα μέ μεγάλη χαρά καί μπορώ νά προσθέσω μέ μεγάλη έμπνευση, αλλά καί προσευχή. Δέν αισθανόμουν καθόλου κόπωση καίτοι έγραφα ιδιοχείρως τίς νυκτερινές καί πρωϊνές ώρες. Ζούσα περίπου όπως ο καλλιτέχνης ο οποίος καί όταν βρίσκεται μέσα σέ πολυκοσμία δουλεύει εσωτερικά τό θέμα του καί βιάζεται νά επιστρέψη στό σπίτι του γιά νά συνεχίση τό έργο του καί νά αποτυπώση τήν έμπνευσή του. Καί μάλιστα πολλές φορές όταν εργάζεται πολλές ώρες απορροφάται τελείως από τό αντικείμενο πού συνθέτει ή επεργάζεται. Ένα από τά σημαντικότερα κείμενα τού Β’ τόμου, τό περί σταδίων τής πνευματικής τελειώσεως (κάθαρση, φωτισμός, θέωση) τό έγραψα κατά τήν διάρκεια τών Συνεδριάσεων τής Ιεραρχίας τού Οκτωβρίου 2009, γιά πολλές ημέρες καί όμως μέ είχε απορροφήσει τελείως τό θέμα τού βιβλίου, χωρίς νά παύσω νά συμμετέχω ενεργώς στίς Συνεδριάσεις της καί νά ενημερώνω τούς δημοσιογράφους ως εκπρόσωπος Τύπου τής Ιεράς Συνόδου.
Δοξάζω τόν Θεό γι’ αυτήν τήν δωρεά καί τήν έμπνευση πού μού έδωσε. Κάποιος μού είπε ότι, διαβάζοντας τό βιβλίο, αισθάνθηκε μιά αύρα προσευχής. Αυτό αισθανόμουν καί εγώ συνθέτοντας καί ενοποιώντας τόν ζωντανό προφορικό λόγο τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη.


4. Πώς αισθάνθηκα τόν π. Ιωάννη Ρωμανίδη, κυρίως όσο δούλευα μέ τά κείμενά του
Στούς προλόγους, τίς εισαγωγές καί τούς επιλόγους καί τών δύο τόμων έχω γράψει μερικά γιά τό θέμα αυτό καί ο αναγνώστης μπορεί νά ανατρέξη σέ αυτά. Εδώ κυρίως θά ήθελα νά τονίσω ότι αισθανόμουν ότι ο π. Ιωάννης είχε ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Συμπεριφερόταν, μιλούσε, επικοινωνούσε θεολογικά μέ τούς ανθρώπους, συμμετείχε στά Συνέδρια καί τούς διαλόγους ως ένας κατά Χριστόν σαλός. Είχε καταλήξει στήν αυθεντική θεολογία τών Προφητών, τών Αποστόλων, τών Πατέρων, κατάλαβε τί αλλοιώσεις επέφερε η σχολαστική θεολογία καί η Φραγκολατινική παράδοση, καί ήταν απόλυτος στόν λόγο του καί στίς φράσεις του, σχεδόν «τσεκουράτος».
Μεγάλωσε στό Μανχάταν τής Νέας Υόρκης, σέ ένα όμως καππαδοκικό περιβάλλον, μέ προσευχή καί νηστεία. Τίς γυμνασιακές του σπουδές τίς έκανε σέ παπικό Γυμνάσιο φοίτησε στήν Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού Βοστώνης έκανε ευρύτερες σπουδές στήν προτεσταντική Σχολή τού Γέιλ κατά καιρούς σπούδασε στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τής Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Βλαδιμήρου Νέας Υόρκης, στήν Ρωσική Θεολογική Σχολή τού αγίου Σεργίου στό Παρίσι, στήν προτεσταντική Σχολή τού Μονάχου Γερμανίας καί μετά ήλθε στήν Αθήνα γιά τήν εκπόνηση τής διδακτορικής του διατριβής. Έπειτα, έκανε διδακτορικό στήν Σχολή Ιστορίας καί Φιλοσοφίας τής Θρησκείας τού Χάρβαρντ, δίδαξε στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή τού Λιβάνου.
Τό σημαντικό είναι ότι μετά από τέτοιες σπουδές τά εγκατέλειψε όλα, όσα είχε μάθει, κυριολεκτικά τά απαρνήθηκε, «τά έφτυσε», κατά τό κοινώς λεγόμενο, καί μιλούσε συνέχεια γιά τήν κάθαρση τής καρδιάς, τόν φωτισμό τού νού, τήν προσευχή, τήν θεωρία τού Θεού, δηλαδή μιλούσε γιά τήν εμπειρία καί τήν θεολογία τών ησυχαστών μοναχών καί τών Πατέρων, πού τήν θεωρούσε ως τήν βάση τής ορθοδόξου θεολογίας.
Αυτόν τόν θεολογικό λόγο, μαζί μέ τίς παρατηρήσεις του γιά τήν Ρωμηοσύνη καί τήν Φραγκοσύνη, τόν περνούσε σέ Συνέδρια, σέ διαλόγους, σέ μεγάλα ακροατήρια, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ακροατών του. Ένας αγιορείτης Ηγούμενος πού τόν είχε ακούσει νά ομιλή καί νά εισηγήται ένα θέμα σέ συνάντηση Θεολογικών Σχολών μού είπε ότι τόν αισθάνθηκε «ως ταύρον εν υαλοπωλείω». Αυτήν τήν νοοτροπία του καί τήν ισχυρά παρρησία του τήν χαρακτηρίζω ως ένα είδος κατά Χριστόν σαλότητος. Μιλούσε στόν 20ο αιώνα μέ τήν νοοτροπία τού 4ου αιώνος, μιλούσε ως ένας ερημίτης καί Πατέρας τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας, χωρίς νά υπολογίζη τίς αντιδράσεις τών ανθρώπων.
Στήν περίπτωσή του ισχύει αναλογικά ο λόγος τού αγίου Συμεών τού κατά Χριστόν σαλού, όταν πήρε απόφαση νά κατέβη στήν πόλη καί νά κτυπήση τήν υποκρισία καί τόν φαρισαϊσμό τών ανθρώπων. Τότε είπε στόν συνασκητή του: «Πίστευσον εγώ ου μένω, αλλ' εν τή δυνάμει τού Χριστού υπάγω εμπαίζων τώ κόσμω». Καί ο π. Ιωάννης ήταν ένας τέτοιος κατά Χριστόν σαλός πού ενέπαιζε τήν υποκρισία, τόν σχολαστικισμό καί τόν ευσεβισμό τών ανθρώπων τής Εκκλησίας, κυρίως τόν δυτικό χριστιανισμό πού ζούσαν στήν πράξη.

Θεωρώ σημαντική τήν σύμπτωση πού γίνεται η σημερινή παρουσίαση, ημέρα κατά τήν οποία εορτάζουν ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ένας ησυχαστής Πατέρας πού μιλούσε γιά τήν επάνοδο τού νού στήν καρδιά, καί ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο ατρόμητος αυτός ομολογητής τής πίστεως, στήν Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας. Καί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε στοιχεία καί από τούς δύο αυτούς αγίους, γι' αυτό ήταν διδάσκαλος τού ησυχασμού καί ομολογητής τής ορθοδόξου πίστεως, τόσο στήν Ελλάδα, όσο καί ακτός αυτής στήν Δύση καί τήν Ανατολή.
Τό θέμα είναι πώς έφθασε στό σημείο αυτό ο π. Ιωάννης. Στήν Αμερική κατάλαβε καλά ότι οι Ορθόδοξοι βρίσκονταν σέ μιά σύγχυση, πράγμα τό οποίο παρατηρεί κανείς καί σέ άλλους χώρους. Δηλαδή, όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς προτεστάντες χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα παπικά, καί όταν ήθελαν νά αντιμετωπίσουν τούς παπικούς χρησιμοποιούσαν επιχειρήματα προτεσταντικά. Αυτό σημαίνει ότι δέν είχαν δικό τους ορθόδοξο λόγο. Αυτό παρατηρούσε κανείς παλαιότερα, ίσως καί τώρα, καί σέ μερικούς δικούς μας θεολογικούς κύκλους.
Έχοντας αυτό υπ’ όψη του ο π. Ιωάννης προσπάθησε νά βρή τόν αυθεντικό ορθόδοξο λόγο. Γι’ αυτό στράφηκε στό ευχολόγιο τής Εκκλησίας, τίς προσευχές, τίς ευχές καί τόν τρόπο τών Μυστηρίων, δηλαδή τό lex orandi τής Εκκλησίας, καθώς επίσης επιδόθηκε στήν ανάγνωση τών έργων τών Πατέρων τής Εκκλησίας, ήτοι τών Αποστολικών Πατέρων, τών μεγάλων Πατέρων τών Οικουμενικών Συνόδων καί τών λεγομένων Φιλοκαλικών, δηλαδή τό lex credendi τής Εκκλησίας, όπως λέγει καί ο Andrew Sopko στό εξαιρετικό βιβλίο του Ο προφήτης τής Ρωμαϊκής Ορθοδοξίας, η θεολογία τού Ιωάννου Ρωμανίδη. Γι’ αυτό ο λόγος του είναι ατόφια ορθόδοξος. Καί επειδή ο ίδιος ήταν ευφυής καί είχε έκτακτα διανοητικά χαρίσματα, τά διετύπωνε μέ πολύ ωραίο τρόπο. Η δέ έντονη καί βαθειά φωνή του, καθώς επίσης, η ηρεμία τού λόγου του, αλλά ενίοτε καί ο παλμός του, όταν καυτηρίαζε αιρετικές αποκλίσεις μερικών ορθοδόξων θεολόγων, ενθουσίαζε τούς ακροατές του καί μετέδιδε προσωπικά βιώματα καί έδινε έμπνευση.
Σέ μερικούς έχει σχηματισθή η εντύπωση ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν μονομανής καί επιθετικός εναντίον τών Φραγκολατίνων καί τού Αυγουστίνου, τόν οποίον εκείνοι εχρησιμοποίησαν γιά νά στηρίξουν τίς απόψεις τους. Πράγματι, αυτό φαίνεται από μιά πρόχειρη καί επιφανειακή ανάγνωση τών κειμένων τού π. Ιωάννη. Όμως, άν μελετήση κανείς στό βάθος τήν θεολογική του σκέψη, όπως καταγράφεται κυρίως στούς δύο τόμους τής «Εμπειρικής Δογματικής» καί σέ άλλα κείμενά του, θά διαπιστώση ότι τό όλο θεολογικό του έργο ήταν έργο ενότητας καί οδηγούσε πρός τήν ενότητα.
Ήδη έχω αρχίσει νά μελετώ αυτήν τήν πλευρά τού π. Ιωάννη καί επεξεργάζομαι τό θέμα τής ενότητας στό θεολογικό του έργο σέ τέσσερα κυρίως σημεία, ήτοι ενότητα μεταξύ Παλαιάς καί Καινής Διαθήκης, στήν ενότητα μεταξύ εβραϊκής σκέψης καί ελληνικής νοοτροπίας, στήν ενότητα μεταξύ ελληνοφώνων καί λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων τών πρώτων αιώνων τής Εκκλησίας καί στήν ενότητα μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας καί άλλων Χριστιανών. Μέσα από αυτήν τήν νοοτροπία έβλεπε τό διασπαστικό έργο τών αιρετικών καί τών Φράγκων, γι' αυτό καί καταφερόταν εναντίον τους. Στήν πραγματικότητα μέσα από αυτές τίς τέσσερεις πλευρές έβλεπε τήν επιστροφή τών Χριστιανών στήν ενότητα τής πίστεως καί τήν κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος. Αυτό όμως είναι ένα θέμα τό οποίο δέν είναι τής παρούσης ώρας.
Πρίν περατώσω τόν λόγο, θά ήθελα νά ευχαριστήσω τήν Ιερά Μονή Γενεθλίου τής Θεοτόκου - Πελαγίας, τήν Γερόντισσα Σιλουανή καί τίς μοναχές πού εξέδωσαν καί τούς δύο αυτούς τόμους, μέ πολύ μεγάλο ζήλο, αλλά νά ευχαριστήσω καί τόν Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών καί Λεβαδείας κ. Γεώργιον, αγαπητό εν Χριστώ αδελφό, πού ευλογεί αυτήν τήν προσπάθεια, η οποία αποτελεί καί τό ιεραποστολικό έργο τής Ιεράς Μονής καί τό εργόχειρο τών μοναζουσών της. Επίσης, νά ευχαριστήσω θερμότατα τόν Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, ο οποίος ως Μητροπολίτης Θηβών καί Λεβαδείας προστάτευσε εμένα καί τό Μοναστήρι καί υπήρξε ο κύριος αίτιος όλου αυτού τού έργου, ακόμη καί τού εκδοτικού.
Οπωσδήποτε, θά ήθελα νά ευχαριστήσω καί όλους εσάς πού ήλθατε σήμερα στήν παρουσίαση αυτή, ιδιαιτέρως τούς τρείς εισηγητές, αλλά καί τόν κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο, πού μού έδωσε τό περισσότερο υλικό (κασέτες), μέ τήν προτροπή νά αξιοποιήσω τήν διδασκαλία τού μεγάλου διδασκάλου τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Καί εύχομαι ο Θεός νά αναπαύση τήν ψυχή τού μακαριστού π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τού Θεολόγου καί «Προφήτου τής Ρωμηοσύνης» γιά τούς κόπους πού κατέβαλε γιά νά διδάξη τήν «εμπειρική δογματική» καί, φυσικά, μέ τήν υπόμνηση ότι έχουμε καθήκον νά φροντίζουμε γιά τό πώς τό δόγμα θά γίνη τροφή καί ζωή.
Θά τελειώσω μέ έναν λόγο τού Ρώσου θεολόγου Αλέξη Χομιακώφ (1804-1860), συγχρόνου τού μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Φ. Ντοστογιέφσκι, ο οποίος έγραψε σέ μιά επιστολή του: «Υπάρχει ένας νόμος, τόν οποίον δέν θά βρήτε σέ ιστορικά συγγράμματα, αλλά ασφαλώς ισχύει στήν πραγματική ιστορία: ηγετικοί άνδρες δέν μπορούν νά γίνουν ηγήτορες τής δικής τους εποχής αυτοί ηγούνται μόνον εκείνων πού τούς ακολουθούν, διότι οι σύγχρονοί τους δέν είναι ακόμη έτοιμοι». Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας θεολόγος ηγέτης, πού άνοιξε δρόμους καί προοπτικές, επηρέασε οπωσδήποτε πολλούς θεολόγους τής εποχής του, άν καί η πλειονότητα δέν ήταν ακόμη έτοιμη νά τόν δεχθή, αλλά κυρίως θά επηρεάση τίς επόμενες γενιές καί θά δημιουργήση μιά άλλη αίσθηση τών θεολογικών καί εκκλησιαστικών πραγμάτων.–

Χριστός- Η Χώρα των Ζώντων



Μια νέα εκδοση συλλογής δοκιμίων του μεγάλου Σέρβου θεολόγου και πρώην επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Καθηγητού π.Αθανασίου Γιέβτιτς ερχεται σαν μια εκπληξη, σαν μια απρόσμενη ανθοφορία μέσα στο καταχείμωνο.
Ο πατήρ Αθανάσιος σ ’αυτό το έργο καταπιάνεται με δυνατά θεολογικά ζητήματα, όπως το Μυστήριο του Βαπτίσματος, τα εσχατα στην καθημερινή μας ζωή, τον άνθρωπο και το χωροχρόνο, την αγάπη ως θεμέλιο της γνώσης στην ησυχαστική γνωσιολογία, τον κίνδυνο αιρέσεων στη σύγχρονη τριαδολογία και άλλα ενδιαφέροντα θέματα.
Η εκδοτική εταιρεία “Ίνδικτος” ανέλαβε την προσεγμένη έκδοση του βιβλίου με ένα υπέροχο εξώφυλλο, λεπτομέρεια από τη Δέηση της Μονής της Χώρας της Κωνσταντινούπολης, ολοκληρώνοντας έτσι την όλη δουλειά.
Ένα μικρό δείγμα από τον ζωντανό και χειμαρρώδη θεολογικό του λόγο, σας παρουσιάζω από το δοκίμιο "Χριστός στην Εκκλησία-Λειτουργία. Η Χώρα των Ζώντων-Η Σύναξη της Ορθοδοξίας" :
"....Η Χώρα των Ζώντων δεν είναι νοσταλγία τού παρελ­θόντος. Είναι νοσταλγία έσχατολογική, στραμμένη μπροστά. Ή αρχαία Ελληνική και Ινδική, ή οποιαδήποτε άλλη νοσταλγία, γυ­ρίζει πίσω, στήν καταγωγή, στήν πρώτη εστία. Αυτό προκαλεί πόνο και μας καθυστερεί. Ή ψυχολογία καταπιάνεται πολύ μέ αυτά, και ισχυρίζεται οτι «ερμηνεύει» τον άνθρωπο, άλλα βασικά επι­στρέφει στο παρελθόν και ανασκάβει τό υποσυνείδητο, προσυνεί-δητο, κ.λπ., και έτσι αδικεί τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι εκείνο πού θα είναι, περισσότερο άπό αυτό πού είναι τώρα. Είναι δημι­ουργημένος κατ' εικόνα τού Θεού —και συγκεκριμένα κατ' εικόνα τού Χριστού—, γι' αυτό τείνει δυναμικά και ζωτικά προς τό καθ' όμοίωσιν, προς τό πλήρωμα, προς τον έσχατον Αδάμ — τόν Ερχό­μενο έν δόξη Χριστό. Καί, όπως λέει ό Άπ. Παύλος, ό άνθρωπος είναι έσχατολογική ύπαρξη. Ή καταγωγή μας είναι άπό τόν Ουρανό, ή πολιτεία μας είναι στόν Ουρανό, δηλαδή περισσότερο έν τώ Χριστώ, στο μέλλον. "Οπως είπε ό Θεός στο Μωυσή: Κοίταξε, νά φτιάξεις τήν Σκηνή τού Μαρτυρίου σύμφωνα μέ τήν εικόνα πού είδες στο όρος Σινά. Καί τί είχε δεί; Είχε δει τήν μέλλουσα νά έρθει Εκκλη­σία, τήν Σάρκωση τού Χριστού, τό Σώμα τού Θεανθρώπου. Γι' αυτό καί είμαστε νοσταλγοί τού μέλλοντος, τών εσχάτων, πού είναι τό πλήρωμα πού μας τραβάει μπροστά. Βέβαια, στο μέτρο πού αυτά πραγματώνονται μέσα μας, μετέχομε σ' αυτά. Άλλα μέ πί­στη, μέ αγάπη καί ελπίδα τείνομε προς τά έσχατα. Δέν λέει ό Από­στολος ότι ή πίστη είναι ή άγκυρα πού τήν ρίχνομε μπροστά, οπίσω άπό τό τρίτο καταπέτασμα, στόν Ουρανό;....."
You might also like:

Χριστός- Η Χώρα των Ζώντων

Χριστός- Η Χώρα των Ζώντων

Μια νέα εκδοση συλλογής δοκιμίων του μεγάλου Σέρβου θεολόγου και πρώην επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Καθηγητού π.Αθανασίου Γιέβτιτς ερχεται σαν μια εκπληξη, σαν μια απρόσμενη ανθοφορία μέσα στο καταχείμωνο.
Ο πατήρ Αθανάσιος σ ’αυτό το έργο καταπιάνεται με δυνατά θεολογικά ζητήματα, όπως το Μυστήριο του Βαπτίσματος, τα εσχατα στην καθημερινή μας ζωή, τον άνθρωπο και το χωροχρόνο, την αγάπη ως θεμέλιο της γνώσης στην ησυχαστική γνωσιολογία, τον κίνδυνο αιρέσεων στη σύγχρονη τριαδολογία και άλλα ενδιαφέροντα θέματα.
Η εκδοτική εταιρεία “Ίνδικτος” ανέλαβε την προσεγμένη έκδοση του βιβλίου με ένα υπέροχο εξώφυλλο, λεπτομέρεια από τη Δέηση της Μονής της Χώρας της Κωνσταντινούπολης, ολοκληρώνοντας έτσι την όλη δουλειά.
Ένα μικρό δείγμα από τον ζωντανό και χειμαρρώδη θεολογικό του λόγο, σας παρουσιάζω από το δοκίμιο "Χριστός στην Εκκλησία-Λειτουργία. Η Χώρα των Ζώντων-Η Σύναξη της Ορθοδοξίας" :
"....Η Χώρα των Ζώντων δεν είναι νοσταλγία τού παρελ­θόντος. Είναι νοσταλγία έσχατολογική, στραμμένη μπροστά. Ή αρχαία Ελληνική και Ινδική, ή οποιαδήποτε άλλη νοσταλγία, γυ­ρίζει πίσω, στήν καταγωγή, στήν πρώτη εστία. Αυτό προκαλεί πόνο και μας καθυστερεί. Ή ψυχολογία καταπιάνεται πολύ μέ αυτά, και ισχυρίζεται οτι «ερμηνεύει» τον άνθρωπο, άλλα βασικά επι­στρέφει στο παρελθόν και ανασκάβει τό υποσυνείδητο, προσυνεί-δητο, κ.λπ., και έτσι αδικεί τον άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι εκείνο πού θα είναι, περισσότερο άπό αυτό πού είναι τώρα. Είναι δημι­ουργημένος κατ' εικόνα τού Θεού —και συγκεκριμένα κατ' εικόνα τού Χριστού—, γι' αυτό τείνει δυναμικά και ζωτικά προς τό καθ' όμοίωσιν, προς τό πλήρωμα, προς τον έσχατον Αδάμ — τόν Ερχό­μενο έν δόξη Χριστό. Καί, όπως λέει ό Άπ. Παύλος, ό άνθρωπος είναι έσχατολογική ύπαρξη. Ή καταγωγή μας είναι άπό τόν Ουρανό, ή πολιτεία μας είναι στόν Ουρανό, δηλαδή περισσότερο έν τώ Χριστώ, στο μέλλον. "Οπως είπε ό Θεός στο Μωυσή: Κοίταξε, νά φτιάξεις τήν Σκηνή τού Μαρτυρίου σύμφωνα μέ τήν εικόνα πού είδες στο όρος Σινά. Καί τί είχε δεί; Είχε δει τήν μέλλουσα νά έρθει Εκκλη­σία, τήν Σάρκωση τού Χριστού, τό Σώμα τού Θεανθρώπου. Γι' αυτό καί είμαστε νοσταλγοί τού μέλλοντος, τών εσχάτων, πού είναι τό πλήρωμα πού μας τραβάει μπροστά. Βέβαια, στο μέτρο πού αυτά πραγματώνονται μέσα μας, μετέχομε σ' αυτά. Άλλα μέ πί­στη, μέ αγάπη καί ελπίδα τείνομε προς τά έσχατα. Δέν λέει ό Από­στολος ότι ή πίστη είναι ή άγκυρα πού τήν ρίχνομε μπροστά, οπίσω άπό τό τρίτο καταπέτασμα, στόν Ουρανό;....."
You might also like:

Η Χώρα του Αχωρήτου

Η Παναγία Θεοτόκος – Η Χώρα του Αχωρήτου
20 Ιουνίου 2011
Θρησκεία / Θεοτόκος   πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς
«Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου
το γαρ Τείχος του κόσμον ανυμνήσαι τολμώ,
την Άχραντον Μητέρα Σου
εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με,
και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με·
Συ γαρ βοάς των αιτούντων πιστώς τας αιτήσεις πληρούν.
Συ ουν μοι δώρησαι γλώτταν,
προφοράν, και λογισμόν ακαταίσχυντον
πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως πάρα Σου καταπέμπεται, Φωταγωγέ, ο μήτραν οικήσας Αειπάρθενον»
Κάθε φορά που πηγαίνω στην Κωνσταντινούπολη, Πόλιν αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο, επισκέπτομαι και τη γνωστή Μονή της Χώρας. Μονή αφιερωμένη στον Θεάνθρωπο Χριστό, την Χώραν των ζώντων. Στην είσοδο του ναού της Μονής της Χώρας, από το υπέρθυρο της κεντρικής πόλης μας υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού: «Ή χώρα των ζώντων». Όταν προχωρήσουμε πια στον κυρίως ναό μας υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας: «Η χώρα του Αχωρήτου». Από το κοινό όνομα των δύο εικόνων, δηλ. το κοινόν τους θεολογικό θέμα, πήρα αφορμή για την εισήγησή μου: «Ή Παναγία Θεοτόκος – Η Χώρα του Αχωρήτου».

Η Παναγία Θεοτόκος - Η Χώρα του Αχωρήτου
Τί σημαίνουν τα ονόματα αυτά; Λέγουν ότι η Μονή της Χώρας ονομάσθηκε έτσι επειδή βρισκόταν εκτός των τειχών της Πόλεως, σε περιοχή που ονομαζόταν Χώρα.
«Των βυζαντινών χωρίον ην εκεί», λέγει ο χρονογράφος του ΙΔ ‘ αιώνα Γεώργιος Κωδινός, περιγράφοντας την όλη ανοικοδόμηση και εικονογράφηση της Μονής της Χώρας, η οποία έγινε από τον Θεόδωρο Μετοχίτη. Δεν νομίζουμε ότι ο μεγάλος αυτός βυζαντινός κτίτωρ της Μονής γι’ αυτό το λόγο και μόνον έδωσε τις ως άνω ονομασίες στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Υπάρχει, βέβαια, και η γνώμη ότι το όνομα της Μονής «η χώρα των ζώντων» εδόθη λόγω του κοιμητηρίου, του οποίου το παρεκκλήσι, με την απαράμιλλη τοιχογραφία της Αναστάσεως του ΙΓ’ αιώνος, σώζεται μέχρι σήμερα. Εξάλλου, όπως έχει πολύ εύστοχα παρατηρήσει ο Καθηγούμενος της I. Μονής Σταυρονικήτα π. Βασίλειος, οι ορθόδοξοι βυζαντινοί στην Κωνσταντινούπολη συνήθιζαν να δίνουν σε εκκλησίες και μονές ονόματα που να δείχνουν τον κόσμον τους, τον πνευματικό προσανατολισμό τους, την πίστη και την θεολογία τους: π.χ. Αγία Ειρήνη, Αγία Σοφία, Μονή Ακατάληπτου, Παμμακάριστος, Ζωοδόχος Πηγή, Μονή Παντεπόπτου. Μονή Παντοκράτορος, κ.λπ.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στο θέμα μας, έχοντας οπ’ όψιν τις ονομασίες αυτές: του Χριστού ως «Η Χώρα των ζώντων» και της Παναγίας ως «Η Χώρα του Αχωρήτου».
Είναι σ’ όλους γνωστό ότι στη Βίβλο ο Θεός αποκαλείται αχώρητος, δηλ. άπειρος και απερίγραπτος(=απεριόριστος), που δεν Τον χωράει τίποτε, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε κανένας ναός ή οτιδήποτε άλλο. Αναφέρω για δείγμα μία μόνον βιβλική μαρτυρία, τον γνωστόν λόγον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ο όποιος είπε στους Εβραίους: «ουκ ο Ύψιστος εν χειροποιήτοις (ναοίς) κατοικεί», διότι ούτε οι ουρανοί είναι χωρητικοί του Ποιητού των πάντων, του οποίου «η χειρ εποίησεν ταύτα πάντα». Επίσης, από τα πολλά και πλούσια πατερικά κείμενα πάνω στο ίδιο θέμα, αναφέρω μόνον δύο-τρία: Ο Θεός «πάντα χωρών, μόνος δε αχώρητος ων», λέγει ο Άγιος Ερμάς. Και ο Άγιος Μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος λέγει για τον Θεόν: «ο τόπω τε αχώρητος και τω κόσμω όλω». Ο Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης τονίζει ότι ο Θεός, ενώ κατά φύσιν είναι αχώρητος, όταν θελήσει γίνεται και χάρητος κατά θέλησιν και αγάπην και χάριν: «Αχώρητος δε ότε μη χωρείσθαι θέλει, χωρητός δε ότε χωρείσθαι θέλει».

Μονή της Χώρας. Σχέδιο της μονής το 1877.
Αυτή η αλήθεια, ότι ο Θεός όταν θέλει γίνεται και χωρητός, απεκαλύφθη σε μας και εξεδηλώθη κατ’ εξοχήν εις την φιλάνθρωπο Οικονομία της εκ της Παναγίας Θεοτόκου Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού, του Σωτήρος Χριστού. Φύσει ων Θεός αχώρητος ο Χριστός, γίνεται «χωρητός διά φιλανθρωπίαν», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και προσθέτει: «αλλ’ επειδή κατέρχεται (ο Χριστός διά της σαρκώσεως), και επειδή κενούται δι’ ημάς… διά τούτο χωρητός γίνεται». Έτσι, ο άπειρος και ακατάληπτος και απερίγραπτος, αλλά και απεριόριστα φιλάνθρωπος Θεός φανερώνεται εν Χριστώ Ιησού ταυτόχρονα και αχώρητος και χω-ρητός, και γι’ αυτό ομολογούμε και δοξάζομεν τον θεάνθρωπο Χριστόν «τον αυτόν χωρητόν και αχώρητον», όπως πάλιν λέγει ο Γρήγορος ο Θεολόγος.
Εκ του θαυμαστού γεγονότος της Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Θεανθρώπου Χριστού, οι άγιοι Πατέρες και υμνωδοί και εικονογράφοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας έδωσαν εις την Παναγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία την ονομασία «Πλατυτέρα των Ουρανών» και «Χώρα του Αχωρήτου». Για πρώτη φορά αποδίδεται στην Παναγία Θεοτόκο η ονομασία «η Πλατυτέρα των ουρανών» εις την εικόνα της ως Δεομένης (Οranta). Την εικόνα αυτή την συναντάμε ήδη στις πρωτοχριστιανικές κατακόμβες, ενώ, αργότερον, την βλέπομε πιο θεολογικά εικονογραφημένη στην κόγχη του ιερού των ορθοδόξων ναών στο Βυζάντιο, ως μεγάλη τοιχογραφία της Παναγίας Θεοτόκου με τον μικρό Χριστό στο στήθος. Η παράσταση, η οποία ονομάζεται «η Πλατυτέρα των ουρανών», είναι, τελικά, η εικόνα της Εκκλησίας, επειδή στο πρόσωπο της Παναγίας, η Εκκλησία εχώρεσε τον ευρύτερον από όλους τους ουρανούς. Την σαφή θεολογική ταύτιση της Θεοτόκου Μαρίας με την Εκκλησίαν έχομεν ήδη στον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας· «Μαρίαν την Αειπάρθενον την Αγίαν Εκκλησίαν λέγω… Γένοιτο δε ημάς τρέμειν και σέβειν την αδιάσπαστον Τριάδα· υμνούντας την Αειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι την Αγίαν Έκκλησίαν». Συνεπώς, από αυτήν την θεολογικήν αλήθειαν έχομεν την αλήθεια ότι και η Εκκλησία είναι χώρα (= χώρος) πλατυτέρα των ουρανών.

Μονή της Χώρας. Σύγχρονη φωτογραφία.
Από το γεγονός αυτό, της Θεοσαρκώσεως του Χριστού από την Παναγία Θεοτόκο και την εικονογράφηση της Παναγίας με τον Θεάνθρωπο Χριστό στους κόλπους Της, προήλθε η ονομασία της Παναγίας και της ομωνύμου εικόνος Της «Η Χώρα του Αχώρητου». Αλλά αυτό το θεολογικό γεγονός μαρτυρείται στην υμνολογία της Εκκλησίας μας πριν από την εικονογραφία. Έτσι π.χ. ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ο μέγας και θεολογικότατος υμνολόγος της εναν-θρωπήσεως του Χριστού από την Παναγία, λέγει στα γνωστά Κοντάκια του εις την Γέννησιν του Χριστού: «Ο Άχτιστος γεννάται, ο Αχώρητος χωρείται».
Και ο Άγιος Μελωδός λέγει επίσης:
«Μέγα του Πατρός πεφανέρωται εκ Κόρης,
Θείον ευσεβές και μυστήριον τω κόσμω·
Παιδίον γαρ ετέχθη ο κατέχων τα σύμπαντα,
Μόρφωσιν εκών του πρωτοπλάστου είληφε σαρκός εξ απειράνδρου
Λαοί, είπωμεν· Ευλογημένος ο τεχθείς Θεός ημών, δόξα Σοι».
Και γενικά εις όλην την εκκλησιαστική υμνολογία των εορτών του Χριστού και της θεομήτορος έχομεν εκπεφρασμένη την ιδίαν αλήθεια. Π .χ. στην καταβασία του Ευαγγελισμού (ωδή Η’) λέγεται:
«Άκου, Κόρη Παρθένε αγνη βουλήν Υψίστου αρχαίαν αληθινήν· Γενού προς υποδοχήν ετοίμη Θεού· Δια Σου γαρ ο Αχώρητος βροτοίς αναστραφήσεται».
Επίσης και στον Ακάθιστο Ύμνο λέγεται πολλάκις εις την Παναγίαν Θεοτόκο: «Χαίρε Θεού αχωρήτου χώρα». Το ίδιο διαπιστώνουμε και στην υπόλοιπη υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ιησούς Χριστός - Η χώρα των ζώντων
Νομίζομεν ότι δεν χρειάζεται να επιμείνομεν περισσότερο στα κείμενα της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας μας, τα οποία αποδίδουν στην Παναγία την ονομασία η Χώρα του απολύτως Αχωρήτου Θεού. Πρέπει όμως να επιμείνουμε περισσότερο στη θεολογική σημασία της ονομασίας αυτής. Γιατί η Παναγία ονομάσθηκε η Χώρα του Αχωρήτου και τί σημαίνει αυτό; Είναι απλώς ποιητική έκφραση ή μήπως έχει κάποιο βαθύτερο θεολογικό και σωτηριολογικό νόημα;
Πρέπει αμέσως να πούμε και να τονίσουμε ότι την πραγματική σημασία και το πλήρες νόημα του ονόματος της Παναγίας «Η Χώρα του Αχωρήτου» μπορούμε να το καταλάβουμε μόνο σε συσχέτιση με το όνομα του Χριστού, το οποίο Τού εδόθη πάλι στη Μονή της Χώρας: ο Χριστός η Χώρα των ζώντων. Πιθανώς, το όνομα αυτό να είχε ήδη αποδοθεί στον Χριστό, αλλά δεν το έχω ερευνήσει γι’ αυτό και την στιγμή αυτή δεν μπορώ να πω, αν αυτό το όνομα, έτσι κατά λέξιν, εδόθη στο Χριστό και κάπου αλλού πριν από την Μονή της Χώρας. Πάντως, όπως και να είναι, η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ψαλμούς, άρα έχει βιβλική προέλευση. Συγκεκριμένα, στους Ψαλμούς 114 (115), 9, και 55, 14 διαβάζουμε: «Ευχαριστήσω ενώπιον Κυρίου εν χώρα ζώντων», και «Ότι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου… ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν φωτί ζώντων».
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, θα αναφέρουμε σύντομα δύο-τρείς μόνο πατερικές ερμηνείες εις αυτά τα Ψαλμικά λόγια. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας εις την αποδιδομένην εις αυτόν εξήγησιν εις τους Ψαλμούς ερμηνεύει: «Χώραν των ζώντων την επουράνιον φησί Ιερουσαλήμ, εν η οι κατά Θεόν αγωνισάμενοι ως αρεστοί νικηφόροι ακούσονται το ευ δούλε αγαθέ και πιστέ». Ο δε Μέγας Βασίλειος εις την Ομιλίαν εις Ψαλμόν ΡΙΔ’ λέγει: «Ο κόσμος ούτος αυτός τε έστι θνητός και χωρίον αποθνησκόντων…(και) χώρα ζώντων (εστί) ουκ αποθνησκόντων διά της αμαρτίας, αλλά ζώντων την αληθινήν ζωήν την εν Χριστώ Ιησού». Και ο Δίδυμος Αλεξανδρείας γράφει επί του Ψαλμού 55, 14: «Ο γαρ ευαρεστών τω Θεώ εν φωτί ζώντων τούτο ποιεί [δηλ. σώζει την ψυχήν αυτού εκ του θανάτου], ζη δε και πεφώτισται πας μετέχων Θεού Αυτός γαρ ζωή ων, φως εστί των ανθρώπων» (εις την Σειρά =Catenes εις Ψαλμούς). Τέλος, και ένας άλλος ανώνυμος σχολιαστής γράφει για τον ίδιον Ψαλμόν: «Του ρυσθήναί με εκ θανάτου και ελευθερωθήναί με από της αμαρτίας, μερίδα δε σχειν εν τη των ζώντων χώρα, πρόξενος ημίν γέγονεν η του Κυρίου Παρουσία» (εις την Σειρά = Catenes).

Ιησούς Χριστός - Η χώρα των ζώντων
Από όλα, και κυρίως από το τελευταίο ερμηνευτικό σχόλιο, συνάγεται με βεβαιότητα ότι η χώρα των ζώντων είναι o Χριστός. Αυτός είναι η αιώνια ζωή και σωτηρία μας, το αιώνιο φως εις την επουράνιο Βασιλεία, εις την επουράνια χώρα η επουράνια πατρίδα όλων των τέκνων του Θεού, των σεσωσμένων διά του Χριστού και εν τω Χριστώ, χάρις εις την πίστην και την αγάπην και την θείαν χάριν Του, διά της οποίας εδέχθη και ανέλαβε και εχώρησε εν Εαυτώ όλους εμάς.
Ο Άγιος Κλήμης Ρώμης στην Α’ Επιστολή προς Κορινθίους (κεφ. 50, 1-3) αναφέρει: «Αι γενεαί πάσαι από Αδάμ έως τήσδε της ημέρας παρήλθον, αλλ’ οι εν αγάπη (του Χριστού) τελειωθέντες κατά την του Θεού χάριν, έχουσιν χώραν ευσεβών, οι φανερωθήσονται εν τη επισκοπή της Βασιλείας του Χριστού». Τα τελευταία αυτά λόγια του Αγίου Κλήμεντος μας δείχνουν την εσχατολογική προοπτική όλων των προαναφερθέντων πατερικών ερμηνειών εις την ψαλμικήν μαρτυρίαν περί της χώρας (και φωτός) των ζώντων (η των ευσεβών, που για τον Κλήμεντα Ρώμης είναι ταυτόσημο). Χώρα των ζώντων είναι ο εκ της Θεοτόκου Μαρίας ενανθρωπήσας Θεάνθρωπος Χριστός και η εν Αυτώ ενσωμάτωση μας και αιώνια ζωή μας.
Διά να μην μακρηγορούμε, λέγομεν λοιπόν συμπερασματικά ότι η Χώρα των ζώντων είναι ό Θεάνθρωπος Χριστός και η εν Αυτώ εύρεσή μας και εγχώρησή μας και ζωή μας. Αυτός είναι η αληθινή αιώνια ζωή, που αρχίζει ήδη εδώ στη γη από την ενανθρώπηση του Χριστού, από την πρώτη παρουσία Του, και θα συνεχισθεί εν πληρότητι και ευρυχωρία μετά την Δευτέραν, την εσχάτην παρουσία του Αναστάντος Χριστού, εις την Επουράνια Βασιλεία του Θεού. Με άλλα λόγια, αυτό μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος, όταν λέγει ότι «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», και ότι «ημών το πολίτευμα [δηλ. η χώρα, η πατρίδα και ο εν αυτή τρόπος ζωής] εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν».
Η πραγματική προϋπόθεση της αλήθειας αυτής, κατά τον ίδιο Απόστολο, είναι το Μέγα Μυστήριον της Ευσεβείας: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Δηλαδή, το παράδοξο γεγονός ότι εις την Παρθένον Μαρίαν εκουσίως εχώρησε και εκ της Θεοτόκου αγαπητικώς ενανθρώπησε ο Θεάνθρωπος Χριστός «το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ή, να το πούμε με άλλα, πολύ απλά λόγια: Το σωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας είναι ότι εχώρεσε η Παναγία τον Χριστό, για να μπορέσει ο Χριστός να χωρέσει όλους εμάς και να γίνει για όλους μας η Χώρα των ζώντων.
Το παράδοξο και υπερθαυμαστό, αλλά, ταυτόχρονα, φιλάνθρωπο και κοσμοσωτήριο αυτό γεγονός περιγράφεται διά πολλών από τους Πατέρες, κυρίως στα κείμενα που αναφέρονται στο γεγονός της Σαρκώσεως του Χριστού, και από τους υμνογράφους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στους ύμνους της εορτής των Χριστουγέννων.
Ας αναφέρουμε μερικές μόνο μαρτυρίες, δηλαδή μερικά πατερικά και υμνολογικά κείμενα πάνω στο γεγονός αυτό.

Άποψη του κυρίου τρούλλου της Μονής της Χώρας
Γράφει π.χ. ο Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος (στην γνωστή του χριστολογική 101η επιστολή) «Ει τις ου Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς έστι της Θεότητος…»· και στη συνέχεια ερμηνεύει το θεανθρώπινο γεγονός Χριστός ως εξής: «Και ει δει συντόμως ειπείν άλλο μεν και άλλο τα εξ ων ο Σωτήρ (Χριστός), ουκ άλλος δε και άλλος. Τα γαρ αμφότερα εν τη συγκράσει· Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος». Τα λόγια του Αγίου Καππαδόκου Πατρός, μεταφερόμενα στο θέμα μας, θέλουν να ειπούν ότι εκείνος που δεν δέχεται ότι η Θεοτόκος είναι η Χώρα του αχωρήτου Θεού, αυτός θα είναι και εκτός της Χώρας των ζώντων, δηλαδή εκτός του Θεανθρώπου Χριστού.
Και αναφέρουμε επίσης μερικά μόνον χωρία από την υμνολογία της Εκκλησίας:
«Το προορισθέν τω Πατρί προ αιώνων,
και προκηρυχθέν τοις Προφήταις,
επ’ εσχάτων μυστήριον εφάνη
και Θεός ενηνθρώπησε,
σάρκα προσλαβών εκ της Παρθένου·
κτίζεται ο Άκτιστος βουλήσει·
ο Ων γίνεται·
ο Βασιλεύς του Ισραήλ,
Χριστός παραγίνεται ».
Και ακόμη ένας ύμνος των Χριστουγέννων:
«Άκουε ουρανέ και ενωτίζου η γη·
ιδού γαρ ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός,
πρόεισι τεχθήναι εκ Κόρης απειράνδρου [= Παρθένου],
ευδοκία του φύσαντος Αυτόν απαθώς,
και συνεργία τον Αγίου Πνεύματος.
Βηθλεέμ ευτρεπίζου, άνοιγε πύλην η Εδέμ·
Ότι ο Ων γίνεται ο ουκ ην,
και Πλαστουργός πάσης κτίσεως διαπλάττεται,
ο παρέχων τω κόσμω το μέγα έλεος».
Και για να θυμηθούμε τον μεγάλο θεολόγο και υμνολόγο του ενός και αυτού θεανθρωπίνου Μυστηρίου του Χριστού και της Παναγίας Θεοτόκου, τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στην υμνολογία γίνεται λόγος για «το απ’ αιώνος απόκρυφον και Αγγέλοις άγνωστον μυστήριον», το οποίον διά της Θεοτόκου «τοις επί γης πεφανέρωται» εν τω προσώπω του Θεανθρώπου Χριστού, του «Θεού εν ασυγχύτω ενώσει σαρκουμένου» και «θεουργούντος το ανθρώπινον».
Και, τέλος, πρόκειται για το «Μυστήριον του Χριστού», που είναι αποκάλυψη και πραγματοποίηση της προαιώνιου «Μεγάλης Βουλής» του Θεού, το οποίον Μυστήριον = γεγονός, «ο έστι Χριστός εν ημίν», θεολογικότατα εξέφρασε και διετύπωσε, όπως είναι γνωστόν, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Τούτο προδήλως έστιν άρρητός τε και απερινόητος θεότητός τε και ανθρωπότητος καθ’ υπόστασιν ένωσις, εις ταυτόν άγουσα τη θεότητι κατά πάντα τρόπον, τω της υποστάσεως λόγω, την ανθρωπότητα και μίαν αμφοτέρων αποτελούσα την υπόστασιν σύνθετον της αυτών κατά φύσιν ουσιώδους διαφοράς μηδεμίαν καθοτιούν επάγουσα μείωσιν ώστε και μίαν αυτών γενέσθαι την υπόστασιν και την φυσικήν διαφοράν απαθή διαμένειν… Τούτο έστι το μέγα και απόκρυφον μυστηριον. Τούτο έστι το μακάριον δι’ ο τα πάντα συνέστησαν τέλος. Τούτο έστιν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, ον ορίζοντες είναι φαμέν, προεπινοούμεον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα. Προς τούτο το τέλος αφορών, τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίους εστί το της προνοίας και των προνοουμένων πέρας· καθ’ ο εις τον Θεόν η των υπ’ Αυτού πεποιημένων εστίν ανακεφαλαίωσις. Τούτο έστι το πάντας περιγράφον τους αιώνας και την υπεράπειρον και απειράκις απείρως προϋπάρχουσαν των αιώνων Μεγάλην του Θεού βουλήν εκφαίνον μυστήριον, ης γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ουσίαν του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος· και αυτόν, ει θέμις ειπείν, τον ενδότατον πυθμένα της Πατρικής αγαθότητος φανερόν καταστήσας και το τέλος εν Αυτώ δείξας δι’ ο προς το είναι σαφώς αρχήν έλαβον τα πεποιημένα. Διά γαρ τον Χριστόν, ήγουν το κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οι αιώνες και τα εν αυτοίς τοις αιώσιν, εν Χριστώ την αρχήν του είναι και το τέλος ειλήφασιν. Ένωσις γαρ προϋπεννοήθη των αιώνων, όρου και αοριστίας, και μέτρου και αμετρίας, και πέρατος και απειρίας, και Κτίστου και κτίσεως, και στάσεως και κινήσεως, ήτις εν Χριστώ επ’ εσχάτων των χρόνων φανερωθέντι γέγονε».

Άποψη του δεύτερου τρούλλου της Μονής της Χώρας
Από αυτά τα ολίγα, αλλά πολύ χαρακτηριστικά χωρία των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των ταυτόχρονα θεολόγων και υμνολόγων του ενός και του αυτού μεγάλου και αδιαιρέτου Μυστηρίου της Χώρας του Αχωρήτου και της Χώρας των ζώντων, δηλαδή της Παναγίας και του Χριστού, τελικά φαίνεται αυτό που θέλω να αναπτύξω. Ότι, δηλαδή, το θαυμαστό και σωτήριο γεγονός της Παναγίας Θεοτόκου ως «Χώρας του Αχωρήτου» ταυτίζεται με το «Μέγα Μυστήριον της ευσέβειας» (= της πίστεως μας), που είναι «ο Χριστός εν ημίν», ο Χριστός εν τη Εκκλησία και με την Εκκλησία ή, ακόμη ακριβέστερον, ο Χριστός ως Εκκλησία.
Επομένως, ο Χριστός ως Θεάνθρωπος (όχι δηλαδή μόνον ως Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά και ταυτόχρονα ως Υιός της Θεοτόκου — «μία σύνθετος Υπόστασις», κατά τους Πατέρες) είναι η εσχατολογική Χώρα των ζώντων, η οποία περιλαμβάνει όλην την κτίση και χωράει όλους εμάς τους ανθρώπους, τους αληθινά ζώντας και εμφιλοχωρούντας εν Αυτώ. Το εσχατολογικό αυτό γεγονός άρχισε από την εν Παναγία εγχώρηση και ενανθρώπηση του Χριστού και συνεχίζεται με την εν Χριστώ εγχώρηση και ενσωμάτωσή μας (κατά τον Απ. Παύλο -Γαλ. 3, 27-28· Εφ. 3, 3-6, και κατά τον Μέγα Αθανάσιο, Κατά Αρειανών, βιβλ. Β’). Φανερώνεται δε ήδη πραγματοποιούμενο, ενώ θα πραγματοποιηθεί πλήρως ως «οικονομία του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ», ή με άλλα πάλιν αποστολικά λόγια, ως μετάσταση ή μετάθεση ή εγχώρηση ημών «εις τήν Βασιλείαν του Υιού της αγάπης Αυτού», δηλ. του Θεού Πατρός. Και ακριβώς αυτή η Βασιλεία του Αγαπητού Υιού του Θεού είναι η ημετέρα αιώνια Χώρα των ζώντων, που δεν είναι κάτι άλλο από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Διότι, ο Χριστός ως Μονογενής Υιός του Θεού κατήλθε από τους ουρανούς και «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» εσαρκώθη και ενανθρώπησε «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και έγινε «Πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» και εφόρεσε και εχώρεσε όλην την δημιουργίαν του Θεού και όλους εμάς — ως Νέος και Έσχατος Αδάμ και ως Νέος και Έσχατος Παράδεισος, η εσχατολογική Χώρα των ζώντων.
Με την σάρκωσίν Του από την Παναγία Θεοτόκο, ο Χριστός έγινε η Εκκλησία, «ο όλος Χριστός — Κεφαλή και Σώμα» κατά τους Πατέρες. Και ενώ είναι και παραμένει Ένας και Μοναδικός Θεάνθρωπος, γίνεται, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και «μυριοϋπόστατος». Δηλαδή, κατά την προφητεία του Ησαΐα (κεφ. 53) και κατά την καινοδιαθηκικήν ευχαριστιακήν πραγματικότητα (Ιωάν. 6), ο Μεσσίας-Χριστός είναι συγχρόνως και προσωπικός και συλλογικός, Απαρχή και Κεφαλή της Εκκλησίας ταυτόχρονα, η ανακεφαλαίωση των πάντων και η ενσωμάτωση («ενχρίστωσις», λέγει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς) πάντων των μελών του Σώματός Του, της Εκκλησίας, ως «του Πληρώματος του τα πάντα εν πάσι Πληρουμένου».
πηγή: Αθανασίου Γιέφτιτς, πρ.Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, «Χριστός, η χώρα των ζώντων», σ.89-101, εκδ. Ίνδικτος

Η Χώρα του Αχωρήτου

Η Παναγία Θεοτόκος – Η Χώρα του Αχωρήτου
20 Ιουνίου 2011
Θρησκεία / Θεοτόκος   πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέφτιτς
«Τείχισόν μου τας φρένας, Σωτήρ μου
το γαρ Τείχος του κόσμον ανυμνήσαι τολμώ,
την Άχραντον Μητέρα Σου
εν πύργω ρημάτων ενίσχυσόν με,
και εν βάρεσιν εννοιών οχύρωσόν με·
Συ γαρ βοάς των αιτούντων πιστώς τας αιτήσεις πληρούν.
Συ ουν μοι δώρησαι γλώτταν,
προφοράν, και λογισμόν ακαταίσχυντον
πάσα γαρ δόσις ελλάμψεως πάρα Σου καταπέμπεται, Φωταγωγέ, ο μήτραν οικήσας Αειπάρθενον»
Κάθε φορά που πηγαίνω στην Κωνσταντινούπολη, Πόλιν αφιερωμένη στην Παναγία Θεοτόκο, επισκέπτομαι και τη γνωστή Μονή της Χώρας. Μονή αφιερωμένη στον Θεάνθρωπο Χριστό, την Χώραν των ζώντων. Στην είσοδο του ναού της Μονής της Χώρας, από το υπέρθυρο της κεντρικής πόλης μας υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού: «Ή χώρα των ζώντων». Όταν προχωρήσουμε πια στον κυρίως ναό μας υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας: «Η χώρα του Αχωρήτου». Από το κοινό όνομα των δύο εικόνων, δηλ. το κοινόν τους θεολογικό θέμα, πήρα αφορμή για την εισήγησή μου: «Ή Παναγία Θεοτόκος – Η Χώρα του Αχωρήτου».
Η Παναγία Θεοτόκος - Η Χώρα του Αχωρήτου
Τί σημαίνουν τα ονόματα αυτά; Λέγουν ότι η Μονή της Χώρας ονομάσθηκε έτσι επειδή βρισκόταν εκτός των τειχών της Πόλεως, σε περιοχή που ονομαζόταν Χώρα.
«Των βυζαντινών χωρίον ην εκεί», λέγει ο χρονογράφος του ΙΔ ‘ αιώνα Γεώργιος Κωδινός, περιγράφοντας την όλη ανοικοδόμηση και εικονογράφηση της Μονής της Χώρας, η οποία έγινε από τον Θεόδωρο Μετοχίτη. Δεν νομίζουμε ότι ο μεγάλος αυτός βυζαντινός κτίτωρ της Μονής γι’ αυτό το λόγο και μόνον έδωσε τις ως άνω ονομασίες στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Υπάρχει, βέβαια, και η γνώμη ότι το όνομα της Μονής «η χώρα των ζώντων» εδόθη λόγω του κοιμητηρίου, του οποίου το παρεκκλήσι, με την απαράμιλλη τοιχογραφία της Αναστάσεως του ΙΓ’ αιώνος, σώζεται μέχρι σήμερα. Εξάλλου, όπως έχει πολύ εύστοχα παρατηρήσει ο Καθηγούμενος της I. Μονής Σταυρονικήτα π. Βασίλειος, οι ορθόδοξοι βυζαντινοί στην Κωνσταντινούπολη συνήθιζαν να δίνουν σε εκκλησίες και μονές ονόματα που να δείχνουν τον κόσμον τους, τον πνευματικό προσανατολισμό τους, την πίστη και την θεολογία τους: π.χ. Αγία Ειρήνη, Αγία Σοφία, Μονή Ακατάληπτου, Παμμακάριστος, Ζωοδόχος Πηγή, Μονή Παντεπόπτου. Μονή Παντοκράτορος, κ.λπ.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στο θέμα μας, έχοντας οπ’ όψιν τις ονομασίες αυτές: του Χριστού ως «Η Χώρα των ζώντων» και της Παναγίας ως «Η Χώρα του Αχωρήτου».
Είναι σ’ όλους γνωστό ότι στη Βίβλο ο Θεός αποκαλείται αχώρητος, δηλ. άπειρος και απερίγραπτος(=απεριόριστος), που δεν Τον χωράει τίποτε, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε κανένας ναός ή οτιδήποτε άλλο. Αναφέρω για δείγμα μία μόνον βιβλική μαρτυρία, τον γνωστόν λόγον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ο όποιος είπε στους Εβραίους: «ουκ ο Ύψιστος εν χειροποιήτοις (ναοίς) κατοικεί», διότι ούτε οι ουρανοί είναι χωρητικοί του Ποιητού των πάντων, του οποίου «η χειρ εποίησεν ταύτα πάντα». Επίσης, από τα πολλά και πλούσια πατερικά κείμενα πάνω στο ίδιο θέμα, αναφέρω μόνον δύο-τρία: Ο Θεός «πάντα χωρών, μόνος δε αχώρητος ων», λέγει ο Άγιος Ερμάς. Και ο Άγιος Μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος λέγει για τον Θεόν: «ο τόπω τε αχώρητος και τω κόσμω όλω». Ο Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης τονίζει ότι ο Θεός, ενώ κατά φύσιν είναι αχώρητος, όταν θελήσει γίνεται και χάρητος κατά θέλησιν και αγάπην και χάριν: «Αχώρητος δε ότε μη χωρείσθαι θέλει, χωρητός δε ότε χωρείσθαι θέλει».
Μονή της Χώρας. Σχέδιο της μονής το 1877.
Αυτή η αλήθεια, ότι ο Θεός όταν θέλει γίνεται και χωρητός, απεκαλύφθη σε μας και εξεδηλώθη κατ’ εξοχήν εις την φιλάνθρωπο Οικονομία της εκ της Παναγίας Θεοτόκου Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού, του Σωτήρος Χριστού. Φύσει ων Θεός αχώρητος ο Χριστός, γίνεται «χωρητός διά φιλανθρωπίαν», όπως λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και προσθέτει: «αλλ’ επειδή κατέρχεται (ο Χριστός διά της σαρκώσεως), και επειδή κενούται δι’ ημάς… διά τούτο χωρητός γίνεται». Έτσι, ο άπειρος και ακατάληπτος και απερίγραπτος, αλλά και απεριόριστα φιλάνθρωπος Θεός φανερώνεται εν Χριστώ Ιησού ταυτόχρονα και αχώρητος και χω-ρητός, και γι’ αυτό ομολογούμε και δοξάζομεν τον θεάνθρωπο Χριστόν «τον αυτόν χωρητόν και αχώρητον», όπως πάλιν λέγει ο Γρήγορος ο Θεολόγος.
Εκ του θαυμαστού γεγονότος της Σαρκώσεως και Ενανθρωπήσεως του Θεανθρώπου Χριστού, οι άγιοι Πατέρες και υμνωδοί και εικονογράφοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας έδωσαν εις την Παναγία Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία την ονομασία «Πλατυτέρα των Ουρανών» και «Χώρα του Αχωρήτου». Για πρώτη φορά αποδίδεται στην Παναγία Θεοτόκο η ονομασία «η Πλατυτέρα των ουρανών» εις την εικόνα της ως Δεομένης (Οranta). Την εικόνα αυτή την συναντάμε ήδη στις πρωτοχριστιανικές κατακόμβες, ενώ, αργότερον, την βλέπομε πιο θεολογικά εικονογραφημένη στην κόγχη του ιερού των ορθοδόξων ναών στο Βυζάντιο, ως μεγάλη τοιχογραφία της Παναγίας Θεοτόκου με τον μικρό Χριστό στο στήθος. Η παράσταση, η οποία ονομάζεται «η Πλατυτέρα των ουρανών», είναι, τελικά, η εικόνα της Εκκλησίας, επειδή στο πρόσωπο της Παναγίας, η Εκκλησία εχώρεσε τον ευρύτερον από όλους τους ουρανούς. Την σαφή θεολογική ταύτιση της Θεοτόκου Μαρίας με την Εκκλησίαν έχομεν ήδη στον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας· «Μαρίαν την Αειπάρθενον την Αγίαν Εκκλησίαν λέγω… Γένοιτο δε ημάς τρέμειν και σέβειν την αδιάσπαστον Τριάδα· υμνούντας την Αειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι την Αγίαν Έκκλησίαν». Συνεπώς, από αυτήν την θεολογικήν αλήθειαν έχομεν την αλήθεια ότι και η Εκκλησία είναι χώρα (= χώρος) πλατυτέρα των ουρανών.
Μονή της Χώρας. Σύγχρονη φωτογραφία.
Από το γεγονός αυτό, της Θεοσαρκώσεως του Χριστού από την Παναγία Θεοτόκο και την εικονογράφηση της Παναγίας με τον Θεάνθρωπο Χριστό στους κόλπους Της, προήλθε η ονομασία της Παναγίας και της ομωνύμου εικόνος Της «Η Χώρα του Αχώρητου». Αλλά αυτό το θεολογικό γεγονός μαρτυρείται στην υμνολογία της Εκκλησίας μας πριν από την εικονογραφία. Έτσι π.χ. ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός, ο μέγας και θεολογικότατος υμνολόγος της εναν-θρωπήσεως του Χριστού από την Παναγία, λέγει στα γνωστά Κοντάκια του εις την Γέννησιν του Χριστού: «Ο Άχτιστος γεννάται, ο Αχώρητος χωρείται».
Και ο Άγιος Μελωδός λέγει επίσης:
«Μέγα του Πατρός πεφανέρωται εκ Κόρης,
Θείον ευσεβές και μυστήριον τω κόσμω·
Παιδίον γαρ ετέχθη ο κατέχων τα σύμπαντα,
Μόρφωσιν εκών του πρωτοπλάστου είληφε σαρκός εξ απειράνδρου
Λαοί, είπωμεν· Ευλογημένος ο τεχθείς Θεός ημών, δόξα Σοι».
Και γενικά εις όλην την εκκλησιαστική υμνολογία των εορτών του Χριστού και της θεομήτορος έχομεν εκπεφρασμένη την ιδίαν αλήθεια. Π .χ. στην καταβασία του Ευαγγελισμού (ωδή Η’) λέγεται:
«Άκου, Κόρη Παρθένε αγνη βουλήν Υψίστου αρχαίαν αληθινήν· Γενού προς υποδοχήν ετοίμη Θεού· Δια Σου γαρ ο Αχώρητος βροτοίς αναστραφήσεται».
Επίσης και στον Ακάθιστο Ύμνο λέγεται πολλάκις εις την Παναγίαν Θεοτόκο: «Χαίρε Θεού αχωρήτου χώρα». Το ίδιο διαπιστώνουμε και στην υπόλοιπη υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ιησούς Χριστός - Η χώρα των ζώντων
Νομίζομεν ότι δεν χρειάζεται να επιμείνομεν περισσότερο στα κείμενα της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας μας, τα οποία αποδίδουν στην Παναγία την ονομασία η Χώρα του απολύτως Αχωρήτου Θεού. Πρέπει όμως να επιμείνουμε περισσότερο στη θεολογική σημασία της ονομασίας αυτής. Γιατί η Παναγία ονομάσθηκε η Χώρα του Αχωρήτου και τί σημαίνει αυτό; Είναι απλώς ποιητική έκφραση ή μήπως έχει κάποιο βαθύτερο θεολογικό και σωτηριολογικό νόημα;
Πρέπει αμέσως να πούμε και να τονίσουμε ότι την πραγματική σημασία και το πλήρες νόημα του ονόματος της Παναγίας «Η Χώρα του Αχωρήτου» μπορούμε να το καταλάβουμε μόνο σε συσχέτιση με το όνομα του Χριστού, το οποίο Τού εδόθη πάλι στη Μονή της Χώρας: ο Χριστός η Χώρα των ζώντων. Πιθανώς, το όνομα αυτό να είχε ήδη αποδοθεί στον Χριστό, αλλά δεν το έχω ερευνήσει γι’ αυτό και την στιγμή αυτή δεν μπορώ να πω, αν αυτό το όνομα, έτσι κατά λέξιν, εδόθη στο Χριστό και κάπου αλλού πριν από την Μονή της Χώρας. Πάντως, όπως και να είναι, η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ψαλμούς, άρα έχει βιβλική προέλευση. Συγκεκριμένα, στους Ψαλμούς 114 (115), 9, και 55, 14 διαβάζουμε: «Ευχαριστήσω ενώπιον Κυρίου εν χώρα ζώντων», και «Ότι ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου… ευαρεστήσω ενώπιον Κυρίου εν φωτί ζώντων».
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, θα αναφέρουμε σύντομα δύο-τρείς μόνο πατερικές ερμηνείες εις αυτά τα Ψαλμικά λόγια. Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας εις την αποδιδομένην εις αυτόν εξήγησιν εις τους Ψαλμούς ερμηνεύει: «Χώραν των ζώντων την επουράνιον φησί Ιερουσαλήμ, εν η οι κατά Θεόν αγωνισάμενοι ως αρεστοί νικηφόροι ακούσονται το ευ δούλε αγαθέ και πιστέ». Ο δε Μέγας Βασίλειος εις την Ομιλίαν εις Ψαλμόν ΡΙΔ’ λέγει: «Ο κόσμος ούτος αυτός τε έστι θνητός και χωρίον αποθνησκόντων…(και) χώρα ζώντων (εστί) ουκ αποθνησκόντων διά της αμαρτίας, αλλά ζώντων την αληθινήν ζωήν την εν Χριστώ Ιησού». Και ο Δίδυμος Αλεξανδρείας γράφει επί του Ψαλμού 55, 14: «Ο γαρ ευαρεστών τω Θεώ εν φωτί ζώντων τούτο ποιεί [δηλ. σώζει την ψυχήν αυτού εκ του θανάτου], ζη δε και πεφώτισται πας μετέχων Θεού Αυτός γαρ ζωή ων, φως εστί των ανθρώπων» (εις την Σειρά =Catenes εις Ψαλμούς). Τέλος, και ένας άλλος ανώνυμος σχολιαστής γράφει για τον ίδιον Ψαλμόν: «Του ρυσθήναί με εκ θανάτου και ελευθερωθήναί με από της αμαρτίας, μερίδα δε σχειν εν τη των ζώντων χώρα, πρόξενος ημίν γέγονεν η του Κυρίου Παρουσία» (εις την Σειρά = Catenes).
Ιησούς Χριστός - Η χώρα των ζώντων
Από όλα, και κυρίως από το τελευταίο ερμηνευτικό σχόλιο, συνάγεται με βεβαιότητα ότι η χώρα των ζώντων είναι o Χριστός. Αυτός είναι η αιώνια ζωή και σωτηρία μας, το αιώνιο φως εις την επουράνιο Βασιλεία, εις την επουράνια χώρα η επουράνια πατρίδα όλων των τέκνων του Θεού, των σεσωσμένων διά του Χριστού και εν τω Χριστώ, χάρις εις την πίστην και την αγάπην και την θείαν χάριν Του, διά της οποίας εδέχθη και ανέλαβε και εχώρησε εν Εαυτώ όλους εμάς.
Ο Άγιος Κλήμης Ρώμης στην Α’ Επιστολή προς Κορινθίους (κεφ. 50, 1-3) αναφέρει: «Αι γενεαί πάσαι από Αδάμ έως τήσδε της ημέρας παρήλθον, αλλ’ οι εν αγάπη (του Χριστού) τελειωθέντες κατά την του Θεού χάριν, έχουσιν χώραν ευσεβών, οι φανερωθήσονται εν τη επισκοπή της Βασιλείας του Χριστού». Τα τελευταία αυτά λόγια του Αγίου Κλήμεντος μας δείχνουν την εσχατολογική προοπτική όλων των προαναφερθέντων πατερικών ερμηνειών εις την ψαλμικήν μαρτυρίαν περί της χώρας (και φωτός) των ζώντων (η των ευσεβών, που για τον Κλήμεντα Ρώμης είναι ταυτόσημο). Χώρα των ζώντων είναι ο εκ της Θεοτόκου Μαρίας ενανθρωπήσας Θεάνθρωπος Χριστός και η εν Αυτώ ενσωμάτωση μας και αιώνια ζωή μας.
Διά να μην μακρηγορούμε, λέγομεν λοιπόν συμπερασματικά ότι η Χώρα των ζώντων είναι ό Θεάνθρωπος Χριστός και η εν Αυτώ εύρεσή μας και εγχώρησή μας και ζωή μας. Αυτός είναι η αληθινή αιώνια ζωή, που αρχίζει ήδη εδώ στη γη από την ενανθρώπηση του Χριστού, από την πρώτη παρουσία Του, και θα συνεχισθεί εν πληρότητι και ευρυχωρία μετά την Δευτέραν, την εσχάτην παρουσία του Αναστάντος Χριστού, εις την Επουράνια Βασιλεία του Θεού. Με άλλα λόγια, αυτό μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος, όταν λέγει ότι «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ», και ότι «ημών το πολίτευμα [δηλ. η χώρα, η πατρίδα και ο εν αυτή τρόπος ζωής] εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν».
Η πραγματική προϋπόθεση της αλήθειας αυτής, κατά τον ίδιο Απόστολο, είναι το Μέγα Μυστήριον της Ευσεβείας: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Δηλαδή, το παράδοξο γεγονός ότι εις την Παρθένον Μαρίαν εκουσίως εχώρησε και εκ της Θεοτόκου αγαπητικώς ενανθρώπησε ο Θεάνθρωπος Χριστός «το πάντων καινών καινότατον, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον», όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ή, να το πούμε με άλλα, πολύ απλά λόγια: Το σωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας είναι ότι εχώρεσε η Παναγία τον Χριστό, για να μπορέσει ο Χριστός να χωρέσει όλους εμάς και να γίνει για όλους μας η Χώρα των ζώντων.
Το παράδοξο και υπερθαυμαστό, αλλά, ταυτόχρονα, φιλάνθρωπο και κοσμοσωτήριο αυτό γεγονός περιγράφεται διά πολλών από τους Πατέρες, κυρίως στα κείμενα που αναφέρονται στο γεγονός της Σαρκώσεως του Χριστού, και από τους υμνογράφους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στους ύμνους της εορτής των Χριστουγέννων.
Ας αναφέρουμε μερικές μόνο μαρτυρίες, δηλαδή μερικά πατερικά και υμνολογικά κείμενα πάνω στο γεγονός αυτό.
Άποψη του κυρίου τρούλλου της Μονής της Χώρας
Γράφει π.χ. ο Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος (στην γνωστή του χριστολογική 101η επιστολή) «Ει τις ου Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς έστι της Θεότητος…»· και στη συνέχεια ερμηνεύει το θεανθρώπινο γεγονός Χριστός ως εξής: «Και ει δει συντόμως ειπείν άλλο μεν και άλλο τα εξ ων ο Σωτήρ (Χριστός), ουκ άλλος δε και άλλος. Τα γαρ αμφότερα εν τη συγκράσει· Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος». Τα λόγια του Αγίου Καππαδόκου Πατρός, μεταφερόμενα στο θέμα μας, θέλουν να ειπούν ότι εκείνος που δεν δέχεται ότι η Θεοτόκος είναι η Χώρα του αχωρήτου Θεού, αυτός θα είναι και εκτός της Χώρας των ζώντων, δηλαδή εκτός του Θεανθρώπου Χριστού.
Και αναφέρουμε επίσης μερικά μόνον χωρία από την υμνολογία της Εκκλησίας:
«Το προορισθέν τω Πατρί προ αιώνων,
και προκηρυχθέν τοις Προφήταις,
επ’ εσχάτων μυστήριον εφάνη
και Θεός ενηνθρώπησε,
σάρκα προσλαβών εκ της Παρθένου·
κτίζεται ο Άκτιστος βουλήσει·
ο Ων γίνεται·
ο Βασιλεύς του Ισραήλ,
Χριστός παραγίνεται ».
Και ακόμη ένας ύμνος των Χριστουγέννων:
«Άκουε ουρανέ και ενωτίζου η γη·
ιδού γαρ ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός,
πρόεισι τεχθήναι εκ Κόρης απειράνδρου [= Παρθένου],
ευδοκία του φύσαντος Αυτόν απαθώς,
και συνεργία τον Αγίου Πνεύματος.
Βηθλεέμ ευτρεπίζου, άνοιγε πύλην η Εδέμ·
Ότι ο Ων γίνεται ο ουκ ην,
και Πλαστουργός πάσης κτίσεως διαπλάττεται,
ο παρέχων τω κόσμω το μέγα έλεος».
Και για να θυμηθούμε τον μεγάλο θεολόγο και υμνολόγο του ενός και αυτού θεανθρωπίνου Μυστηρίου του Χριστού και της Παναγίας Θεοτόκου, τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, στην υμνολογία γίνεται λόγος για «το απ’ αιώνος απόκρυφον και Αγγέλοις άγνωστον μυστήριον», το οποίον διά της Θεοτόκου «τοις επί γης πεφανέρωται» εν τω προσώπω του Θεανθρώπου Χριστού, του «Θεού εν ασυγχύτω ενώσει σαρκουμένου» και «θεουργούντος το ανθρώπινον».
Και, τέλος, πρόκειται για το «Μυστήριον του Χριστού», που είναι αποκάλυψη και πραγματοποίηση της προαιώνιου «Μεγάλης Βουλής» του Θεού, το οποίον Μυστήριον = γεγονός, «ο έστι Χριστός εν ημίν», θεολογικότατα εξέφρασε και διετύπωσε, όπως είναι γνωστόν, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Τούτο προδήλως έστιν άρρητός τε και απερινόητος θεότητός τε και ανθρωπότητος καθ’ υπόστασιν ένωσις, εις ταυτόν άγουσα τη θεότητι κατά πάντα τρόπον, τω της υποστάσεως λόγω, την ανθρωπότητα και μίαν αμφοτέρων αποτελούσα την υπόστασιν σύνθετον της αυτών κατά φύσιν ουσιώδους διαφοράς μηδεμίαν καθοτιούν επάγουσα μείωσιν ώστε και μίαν αυτών γενέσθαι την υπόστασιν και την φυσικήν διαφοράν απαθή διαμένειν… Τούτο έστι το μέγα και απόκρυφον μυστηριον. Τούτο έστι το μακάριον δι’ ο τα πάντα συνέστησαν τέλος. Τούτο έστιν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, ον ορίζοντες είναι φαμέν, προεπινοούμεον τέλος, ου ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα. Προς τούτο το τέλος αφορών, τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίους εστί το της προνοίας και των προνοουμένων πέρας· καθ’ ο εις τον Θεόν η των υπ’ Αυτού πεποιημένων εστίν ανακεφαλαίωσις. Τούτο έστι το πάντας περιγράφον τους αιώνας και την υπεράπειρον και απειράκις απείρως προϋπάρχουσαν των αιώνων Μεγάλην του Θεού βουλήν εκφαίνον μυστήριον, ης γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ’ ουσίαν του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος· και αυτόν, ει θέμις ειπείν, τον ενδότατον πυθμένα της Πατρικής αγαθότητος φανερόν καταστήσας και το τέλος εν Αυτώ δείξας δι’ ο προς το είναι σαφώς αρχήν έλαβον τα πεποιημένα. Διά γαρ τον Χριστόν, ήγουν το κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οι αιώνες και τα εν αυτοίς τοις αιώσιν, εν Χριστώ την αρχήν του είναι και το τέλος ειλήφασιν. Ένωσις γαρ προϋπεννοήθη των αιώνων, όρου και αοριστίας, και μέτρου και αμετρίας, και πέρατος και απειρίας, και Κτίστου και κτίσεως, και στάσεως και κινήσεως, ήτις εν Χριστώ επ’ εσχάτων των χρόνων φανερωθέντι γέγονε».
Άποψη του δεύτερου τρούλλου της Μονής της Χώρας
Από αυτά τα ολίγα, αλλά πολύ χαρακτηριστικά χωρία των Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, των ταυτόχρονα θεολόγων και υμνολόγων του ενός και του αυτού μεγάλου και αδιαιρέτου Μυστηρίου της Χώρας του Αχωρήτου και της Χώρας των ζώντων, δηλαδή της Παναγίας και του Χριστού, τελικά φαίνεται αυτό που θέλω να αναπτύξω. Ότι, δηλαδή, το θαυμαστό και σωτήριο γεγονός της Παναγίας Θεοτόκου ως «Χώρας του Αχωρήτου» ταυτίζεται με το «Μέγα Μυστήριον της ευσέβειας» (= της πίστεως μας), που είναι «ο Χριστός εν ημίν», ο Χριστός εν τη Εκκλησία και με την Εκκλησία ή, ακόμη ακριβέστερον, ο Χριστός ως Εκκλησία.
Επομένως, ο Χριστός ως Θεάνθρωπος (όχι δηλαδή μόνον ως Υιός και Λόγος του Θεού, αλλά και ταυτόχρονα ως Υιός της Θεοτόκου — «μία σύνθετος Υπόστασις», κατά τους Πατέρες) είναι η εσχατολογική Χώρα των ζώντων, η οποία περιλαμβάνει όλην την κτίση και χωράει όλους εμάς τους ανθρώπους, τους αληθινά ζώντας και εμφιλοχωρούντας εν Αυτώ. Το εσχατολογικό αυτό γεγονός άρχισε από την εν Παναγία εγχώρηση και ενανθρώπηση του Χριστού και συνεχίζεται με την εν Χριστώ εγχώρηση και ενσωμάτωσή μας (κατά τον Απ. Παύλο -Γαλ. 3, 27-28· Εφ. 3, 3-6, και κατά τον Μέγα Αθανάσιο, Κατά Αρειανών, βιβλ. Β’). Φανερώνεται δε ήδη πραγματοποιούμενο, ενώ θα πραγματοποιηθεί πλήρως ως «οικονομία του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ», ή με άλλα πάλιν αποστολικά λόγια, ως μετάσταση ή μετάθεση ή εγχώρηση ημών «εις τήν Βασιλείαν του Υιού της αγάπης Αυτού», δηλ. του Θεού Πατρός. Και ακριβώς αυτή η Βασιλεία του Αγαπητού Υιού του Θεού είναι η ημετέρα αιώνια Χώρα των ζώντων, που δεν είναι κάτι άλλο από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Διότι, ο Χριστός ως Μονογενής Υιός του Θεού κατήλθε από τους ουρανούς και «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν» εσαρκώθη και ενανθρώπησε «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και έγινε «Πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» και εφόρεσε και εχώρεσε όλην την δημιουργίαν του Θεού και όλους εμάς — ως Νέος και Έσχατος Αδάμ και ως Νέος και Έσχατος Παράδεισος, η εσχατολογική Χώρα των ζώντων.
Με την σάρκωσίν Του από την Παναγία Θεοτόκο, ο Χριστός έγινε η Εκκλησία, «ο όλος Χριστός — Κεφαλή και Σώμα» κατά τους Πατέρες. Και ενώ είναι και παραμένει Ένας και Μοναδικός Θεάνθρωπος, γίνεται, κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και «μυριοϋπόστατος». Δηλαδή, κατά την προφητεία του Ησαΐα (κεφ. 53) και κατά την καινοδιαθηκικήν ευχαριστιακήν πραγματικότητα (Ιωάν. 6), ο Μεσσίας-Χριστός είναι συγχρόνως και προσωπικός και συλλογικός, Απαρχή και Κεφαλή της Εκκλησίας ταυτόχρονα, η ανακεφαλαίωση των πάντων και η ενσωμάτωση («ενχρίστωσις», λέγει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς) πάντων των μελών του Σώματός Του, της Εκκλησίας, ως «του Πληρώματος του τα πάντα εν πάσι Πληρουμένου».
πηγή: Αθανασίου Γιέφτιτς, πρ.Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, «Χριστός, η χώρα των ζώντων», σ.89-101, εκδ. Ίνδικτος

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» (και η θέωση)

Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» (και η θέωση)

+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου




Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσε­ως του Θεού. Σημαίνει απουσία κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της, από την πανακήρατη φύση. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι «φύσει αγα­θή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί ε­κείνο.
Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυ­τήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητας. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρη­ση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας τις όποιες παραβάσεις τους. Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκταση κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.
Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύ­ση. Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του όντος. Διά των α­φαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η αγιότη­τα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.
Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμ­φωνα με το όραμα του Ησαΐα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η α­γιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α’, 16 [για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]), και όπως και του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βέβαια υπάρχουν και προ­σωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του Χριστού. Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμ­βαίνουν άλλα πράγματα…

Η Παναγία και οι γονείς της (στο κάτω μέρος, ο δίκαιος Ιεσσαί, πατέρας του Δαβίδ, από τη "ρίζα" του οποίου καταγεται η Παναγία)

Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιού­των, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφεσίους ε’ 26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέ­ει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλα­δή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι α­τελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκ­κλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.
Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμαίους ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λό­γος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρ­χουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.
Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστια­νός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου του.
Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυνα­μική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται. Το πρώ­το αποτελεί αντίφαση. Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις ε­πίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβραίους ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφεσίους ζ’ 11)· να καθαρί­σεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’ Κορινθίους ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φι­ληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβα­λάει μέσα του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφεσίους δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμή­σεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητας.



Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γένεσις, α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέ­πει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β΄ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφεσίους β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο εξαντλεί­ται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το μέγε­θος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλον­τικά στην αιώνια θεία βασιλεία.
Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι πολύ ευαίσθητη η ορθό­δοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας του ανθρώπου με την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν στο ορθόδοξο δόγμα. Η κτιστή ανθρώπι­νη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί με την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες της, που την προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της αν­θρώπινης φύσεως στη θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της α­πειρίας και της απόλυτης υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη, ακοινώνητη και αμέθεκτη. Η θέωση δεν ση­μαίνει πανθεϊστική ανάχυση και απορρόφηση του κτιστού από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον απέραντο ωκεανό), ένα εί­δος μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας απειρίας. Ο άν­θρωπος σ’ αυτήν παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα είναι τόσο σαφές, ώστε να μην επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την οποία μιλάμε, δεν είναι απλό σχήμα λόγου, ιδέα διά­κενη ή ψιλός συμβολισμός της ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, αλ­λά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το σημαινόμενο της λέξεως. Ο άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά δεν πρό­κειται περί παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα ση­μειώσαμε πιο πάνω. 


Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώ­δης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ου­σία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, εί­ναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης. Η θεία ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και ανέκφραστη θεία φύση και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής φα­νερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συ­νάπτεται ο άνθρωπος με το Θεό. Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ε­νέργεια είναι ταυτόσημες. Ο άνθρωπος, μετά από μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του διά των ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με τη χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο Νεστοριανισμός), αλλ ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της αν­θρώπινης ουσίας από τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έν­νοια θα λάμψουν οι δίκαιοι στη βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση κυριολεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε και παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της χριστολογίας. Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της φωτιάς ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις, και ωστόσο παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η φωτιά, φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού, στην οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κα­τά χάριν» εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.
Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής εξελίξεως και τελειώσε­ως του άνθρωπου. Αρχομένη από την παρούσα ζωή, θα τελειωθεί στα έσχατα, στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι ασ­τραφτερές στήλες θεώσεως θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων. Όχι βέβαια κι οι φύσεις των αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Χριστός απέθανε (Ρωμ. ε’ 8). Οι άγγελοι βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης θείας δόξας.
Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄ Πετρ. α’ 4), και οι άγγε­λοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. α’ 14), είναι το πνευ­ματικό επιτελείο της θείας βασιλείας. Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι σεπτά σκηνώματα της χάριτος. Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής προσκυνήσεως και τιμής από μέρους των πιστών. Σ’ αυτά παραμένει η χάρη (=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα κάνει άφθαρτα και θαυματουρ­γά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας λατρείας. Οι άγιοι είναι αποδέκτες της προ­σευχής της Εκκλησίας, που μεταφέρουν τα αιτήματα των πιστών στο Θεό, προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους επί γης αδελφούς τους, που αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού Εκκλη­σίας.

Μπορείτε να δείτε και: Βλέποντας το Θεό
Theosis, St. Silouan and Elder Sophrony
Ενότητες στο blog μας Άγιοι και Σύγχρονοι άγιοι