Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Ἡ φανέρωση καί ἡ διανομή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 2. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης 2...

ΕΑΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΓΙ ΑΥΤΟ;από Πάτερ θεόφιλος




Τι γιορτάζουμε του Αγίου Πνεύματος;

Ο λόγος που το Αγ. Πνεύμα εμφανίστηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών ήταν αφενός για να δείξει ότι Πατήρ, Υιός και Αγ. Πνεύμα είναι ομοούσιοι και αφετέρου ότι το κήρυγμα των Αποστόλων έχει διπλή ενέργεια, όπως η φωτιά: να φωτίζει τους πιστούς και να παραδίδει τους άπιστους στο πυρ.
Η επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος ήταν η εκπλήρωση της υπόσχεσης που έδωσε ο Χριστός πριν την Ανάληψη. Το Αγ. Πνεύμα, λοιπόν, στάλθηκε για να φωτίσει τους Αποστόλους και να δυναμώσει το έργο τους.
Έπειτα από την επιφοίτηση, οι Απόστολοι βγήκαν από το υπερώο και άρχισαν να κηρύττουν στους Ιουδαίους που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, μιλώντας στον καθένα στη γλώσσα του «για τα θαυμαστά έργα του Θεού». Ως αποτέλεσμα, έπειτα και από το κήρυγμα του Πέτρου, βαφτίστηκαν εκείνη την ημέρα 3.000 νέα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας και κάπως έτσι ιδρύθηκε η Εκκλησία.
Όπως είχε υποσχεθεί ο Χριστός στους Αποστόλους, από τότε το Αγ. Πνεύμα είναι δίπλα στην Εκκλησία, δίπλα στους πιστούς, καθοδηγεί την Εκκλησία και βοηθάει τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον Θεό και να μπορέσουν να αγωνιστούν για τη Σωτηρία της ψυχής τους.
Η Πεντηκοστή είναι εβδομαδιαία εορτή δηλαδή εορτάζεται όλες τις ημέρες της εβδομάδας με ιδιαίτερη έξαρση το Σάββατο. Από τις μεθεόρτιες ημέρες ξεχωρίζει η Δευτέρα που είναι αφιερωμένη στο Άγιο Πνεύμα όπου και επαναλαμβάνεται ομοίως όλη η ακολουθία της Κυριακής. Η ημέρα είναι αργία ακριβώς για να μπορούν πολλοί άνθρωποι να συγκεντρωθούν στην εκκλησία και να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία.
Τι είναι το Άγιο Πνεύμα
 Το Άγιο Πνεύμα, είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Στα χωρία της Αγίας Γραφής αποκαλείται ως «Παράκλητος», ο οποίος θα έλθει να αντικαταστήσει τον απερχόμενο ήδη Κύριο.
Οι πατέρες της Εκκλησίας αναφέρουν ότι η βλασφημία προς το Άγιο Πνεύμα αποτελεί ασυγχώρητο αμάρτημα.
Στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται να ερευνά τα βάθη του Θεού, να διαιρεί και να ενεργεί τα χαρίσματα στα μέλη της Εκκλησίας, να κατοικεί μέσα μας έχοντας ως ναό το σώμα μας, να μας αναγεννά και να μιλά μέσω των προφητών και των θεόπνευστων ανδρών.
Η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος κηρύχτηκε από την Εκκλησία από τα αποστολικά ακόμα έτη, αλλά έλαβε οριστική διατύπωση κατά την εποχή της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, όταν και είχαν ανακύψει οι αμφισβητήσεις περί της Θεότητας του Αγίου Πνεύματος, υπό των πνευματομάχων, ιδίως δε των Ανομοίων και των Μακεδονιανών.
Το Άγιο Πνεύμα έχει την αιτιατή αρχή του στον Πατέρα, με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο Υιός. Έτσι ο Υιός γεννάται προαιωνίως από τον Πατέρα, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιωνίως από τον Πατέρα. Αυτά αποτελούν και τα λεγόμενα υποστατικά ιδιώματα τους, δηλαδή οι μη κοινές ιδιότητες που έχουν οι υποστάσεις της Τριάδας.

Πως θα λάβουμε το Άγιο Πνεύμα;

Ο Ιησούς Χριστός μας διαβεβαιώνει ότι είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Ουρανού δίχως τη λήψη το Αγίου Πνεύματος. Κατα Ιωάννη 3:3.

Α΄ μέρος Επιστολής τού Αγίου Βασιλείου: «Περί τού Αγίου Πνεύματος» 2ο Μέρος «Εξ ού», «δι ού», «εν ώ». Προθέσεις περί τού Αγίου Πνεύματος — anaxoriti


1. Οι ειδωλολατρικές και Αρειανικές καταβολές τών Πνευματομαχητών
Όσοι προσπάθησαν να αντιταχθούν στη θεότητα του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποίησαν με εσφαλμένο παραπλανητικό τρόπο ορισμένες προθέσεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ας υπενθυμίσουμε όμως κάτι που είναι πολύ ουσιαστικό στο να αντιληφθούμε ότι η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο υπόστασης, και μάλιστα το τρίτο πρόσωπο του Ενός εν Τριάδι Θεού, είναι η αρχαιότερη διδασκαλία για την αλήθεια του Ευαγγελίου. Αντίθετα, οι αιρετικές απόψεις, οι οποίες αποτέλεσαν τον δογματικό πυρήνα των αιρέσεων, ήρθαν αρκετά αργότερα.
Ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός, ύστερα από την περίοδο των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, προσπάθησαν να αλώσουν την Εκκλησία αλλοιώνοντας και διαστρέφοντας την ευαγγελική αλήθεια με τα διάφορα ειδωλολατρικά ή κακόδοξα πιστεύω τους. Έτσι λοιπόν, η πρώτη σημαντική αιρετική κίνηση έγινε από τον Άρειο, με πρώτο στόχο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού που ενανθρώπησε, για να σώσει το ανθρώπινο Γένος και για τον οποίο οι αποδείξεις περί της θεότητάς Του, και μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και μέσα από τα κείμενα και ιδιαιτέρως την Αγία Γραφή, είναι αδιαμφισβήτητες.
Έτσι λοιπόν, ο Άρειος ακολουθώντας και τις ελληνιστικές, αλλά και τις ιουδαϊκές τάσεις, θεώρησε ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι της ιδίας φύσεως με τον Πατέρα, αλλά είναι κτίσμα. Δεν έκανε λόγο καθόλου για το Άγιο Πνεύμα και έτσι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια κατηγορηματικά αναίρεσε τη διδασκαλία του Αρείου, ως αιρετική περί του Υιού, αλλά δεν έκανε εκτεταμένο λόγο περί του Αγίου Πνεύματος, γιατί απλούστατα δεν είχε εγερθεί αντίστοιχο ζήτημα. Όμως, αν και ο Άρειος δεν είχε ευθέως θέσει ζήτημα περί της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ωστόσο είχε θέσει τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και στη συνέχεια ακραίοι Αρειανοί, όπως ο Αέτιος και ο Ευνόμιος διατύπωσαν με σαφήνεια αυτού του είδους την κακοδοξία: Ότι δηλαδή, όπως ποίημα, κατά την άποψη του Αρείου και τη δική τους, ήταν ο Υιός, ποίημα είναι και το Άγιο Πνεύμα, δηλ. κτίσμα, που σημαίνει ότι διαφέρει η φύση του από τη θεία φύση του Πατρός.
Είχε έρθει λοιπόν ένα καινούριο ζήτημα στην Εκκλησία και χρειάστηκε το 381 μ.Χ. να συγκληθεί δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, για να αναιρέσει αυτές τις πλάνες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι με την γενική έννοια είναι Πνευματομάχοι όλοι οι Αρειανοί, συμπεριλαμβανομένων και των οπαδών συγχρόνων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες ωστόσο ενστερνίζονται και πιστεύουν στις κακοδοξίες και τις πλάνες του Αρείου.
2. Γιατί ο άγιος Βασίλειος έγραψε την «περί Αγίου Πνεύματος» πραγματεία του
Κατά το χρονικό διάστημα μετά την καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, άρχισε να παίρνει μορφή η Πνευματομαχική διδασκαλία, δηλαδή η διδασκαλία των αιρετικών εκείνων οι οποίοι υποστήριζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ότι το Άγιο Πνεύμα διαφέρει κατά τη φύση από τον Θεό Πατέρα και ως εκ τούτου συγκαταλέγεται μεταξύ των κτισμάτων. Πολλοί από τους ποιμένες και πατέρες της Εκκλησίας χρειάστηκε να δώσουν αντίστοιχες μάχες για την περιφρούρηση της αληθείας τους Ευαγγελίου μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας. Και συγκεκριμένα, όταν ο γνωστός του Ευστάθιος Σεβαστείας άρχισε σιγά-σιγά να αποκλίνει από την Ορθόδοξη διδασκαλία και να ενστερνίζεται τις Πνευματομαχικές κακοδοξίες, ο Μέγας Βασίλειος προσπάθησε με οικονομία και με τρόπο πραγματικά ανάλογο χριστιανού ποιμένος να τον διορθώσει και να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Τελικά όμως ο Ευστάθιος Σεβαστείας τράβηξε τον δρόμο της αίρεσης και κατηγόρησε μάλιστα σε ορισμένα σημεία και τον Μέγα Βασίλειο ως προς τις θέσεις της Εκκλησίας.
Έτσι λοιπόν, χρειάστηκε ο Μ. Βασίλειος να γράψει μια σπουδαιότατη πραγματεία, την «περί του Αγ. Πνεύματος» περίπου κατά το 375 μ.Χ., την οποία και απέστειλε στον μαθητή του, Επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο. Μέσα από αυτή την επιστολή, θα δούμε τις θέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και τις κακοδοξίες που ανεφύησαν εκείνη την εποχή περί του Αγίου Πνεύματος.
3. Η κατηγορία τών Πνευματομάχων κατά τού Αγίου Βασιλείου
Το πρώτο τμήμα της επιστολής αυτής αναφέρεται στο εξής ζήτημα: Ο Μέγας Βασίλειος, κατά τη διάρκεια των λατρευτικών συνάξεων, χρησιμοποιούσε εν γένει δύο δοξολογικούς τύπους. Αφενός το: «Δόξα τω Θεώ και Πατρί μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω Αγίω» και αφετέρου το: «Δόξα τω Θεώ και Πατρί δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι.»
Πολλοί λοιπόν από τους Πνευματομάχους συμπεριλαμβανομένου και του Ευσταθίου Σεβαστείας, τον κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιεί με εσφαλμένο τρόπο τις συλλαβές, τις προθέσεις δηλαδή, και έτσι στο πρώτο μέρος της επιστολής που έστειλε προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου ο Μεγας Βασίλειος απαντά ακριβώς σε αυτό το ζήτημα. Εν περιλήψει, όπως θα δούμε πιο εκτεταμένα στη συνέχεια, το ζήτημα αυτό έχει ως εξής: Ο Αέτιος, ο μαθητής του Αρείου ισχυριζόταν, για να αποδείξει στην ουσία ότι η φύση του Πατρός είναι διαφορετική από τη φύση του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ότι για μεν τον Πατέρα χρησιμοποιείται η πρόθεση «εκ», δηλαδή αντιστοιχούν και πρέπουν εκφράσεις, όπως το «εξ ου» (εκ του οποίου), για δε τον Υιό το «δι’ ου» (διά του οποίου), ενώ για το Πνεύμα το Άγιο πρέπει η έκφραση «εν o», (δηλαδή εν τω Αγίω Πνεύματι). Το δε διάφορο των προθέσεων σημαίνει, κατά τον Αέτιο, το διάφορον των φύσεων.
Επάνω σε αυτό ο Μέγας Βασίλειος, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κάνει μια εκτενή έρευνα. Τα επιχειρήματα που φέρνει έρχονται και από τον χώρο της κατά κόσμον σοφίας, αλλά και από πλείστα χωρία της Αγίας Γραφής. Η επιχειρηματολογία λοιπόν εναντίον αυτών των κακοδοξιών και των στρεβλών υποθέσεων των Πνευματομάχων και ιδιαιτέρως του Αετίου είναι το θέμα του πρώτου μέρους της επιστολής «Περί του Αγίου Πνεύματος», την οποία θα ξεκινήσουμε να μελετούμε στη συνέχεια. Ας εξετάσουμε συνεπώς αυτή την επιστολή, η οποία γράφτηκε περί το 375 μ.Χ. ενόψει των νεοφανεισών τότε Πνευματομαχικών αιρέσεων.
4. Η σημασία τών μικρών λέξεων στην αναζήτηση τής σοφίας
Ξεκινώντας στην εισαγωγή το γράμμα του αυτό ο Μέγας Βασίλειος επαινεί τον Αμφιλόχιο Ικονίου για τις ερωτήσεις που του έχει υποβάλλει λέγοντας τα εξής: «Αν εις τον ανόητον που ερωτά, αναγνωρίζεται σοφία» και εδώ παραθέτει από το κεφ. 17 και στίχο 28 του βιβλίου των Παροιμιών, που αναφέρει: «ανοήτω επερωτήσαντι σοφίαν, σοφία λογισθήσεται». «Πόσον άξιον θα θεωρήσουμε τον συνετόν ακροατή, ο οποίος από τον προφήτη» – εννοεί τον Ησαΐα 3ο κεφάλαιο και στίχο 3 – «παραλληλίζεται με θαυμαστό σύμβουλο; Είναι πράγματι δίκαιο να αξιώσουμε κάθε έπαινο και να οδηγήσουμε σε μεγαλυτέρα πρόοδο αυτούς που συμμερίζονται τον ζήλο και συμπάσχουν σε όλα με αυτόν που κατευθύνεται προς την τελείωση. Το ότι δηλαδή ακούν τις λέξεις που έχουν θεολογικό περιεχόμενο όχι παρέργως, αλλά προσπαθούν να ανιχνεύσουν το νόημα των λέξεων που κρύβεται σε κάθε λέξη και κάθε συλλαβή, χαρακτηρίζει ανθρώπους ευσεβείς που γνωρίζουν τον σκοπό της κλήσεώς μας, ότι δηλαδή έχουμε επιλεχθεί να ομοιωθούμε προς τον Θεό, όσο αυτό είναι δυνατό στην ανθρώπινη φύση. Η ομοίωσις όμως δεν επιτυγχάνεται χωρίς τη γνώση. Η δε γνώση δημιουργείται με τη διδασκαλία. Και αρχή της διδασκαλίας είναι ο λόγος. Μέρη δε του λόγου είναι οι συλλαβές και οι λέξεις. Ώστε δεν είναι έξω από τον σκοπό η εξέταση των συλλαβών.»
Φτάνει έτσι ο Μέγας Βασίλειος στο πρώτο θέμα, στο οποίο θα απαντήσει με την εν λόγω επιστολή, δηλαδή το θέμα των συλλαβών. Συγκεκριμένα των προθέσεων με τις οποίες προσφωνούνται ή χρησιμοποιούνται στους δοξολογικούς τύπους, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος: «το ότι είναι μικρά τα ερωτήματα, όπως θα νομίσει κάποιος, δε σημαίνει ότι πρέπει να τα παραβλέψουμε, αλλά επειδή η αλήθεια δύσκολα συλλαμβάνεται πρέπει από παντού να την εξιχνιάσουμε. Διότι, αν, όπως οι τέχνες, έτσι και η απόκτηση της ευσεβείας αυξάνεται με μικρές προσθήκες, τίποτε δεν πρέπει να παραβλέπουμε από όσα οδηγούν στη γνώση. Διότι, αν κάποιος παραβλέψει τα πρώτα στοιχεία σαν μικρά, ποτέ δεν θα επιτύχει την τελειότητα της σοφίας.»
Και στη συνέχεια φέρνει κάποια αντίστοιχα παραδείγματα. Λέγει: «Το ναι και το ου (δηλ. το όχι) είναι δύο συλλαβές, αλλά όμως το ύψιστο των αγαθών, δηλαδή η αλήθεια και το έσχατο όριο της πονηρίας, δηλαδή το ψεύδος, περιέχονται πολλές φορές μέσα στις μικρές αυτές λέξεις. Γιατί όμως τα λέγω αυτά; Ήδη και με το να νεύσει κανείς το κεφάλι του εις τα υπέρ του Χριστού μαρτύρια, θεωρείται ότι πέτυχε την πλήρη ευσέβεια. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, ποια από τις λέξεις με θεολογικό περιεχόμενο είναι τόσο ασήμαντη, ώστε και όταν είναι καλή ή το αντίθετο, να μην έχει μεγάλη επίδραση είτε θετική είτε αρνητική; Διότι, αν εκ του ευαγγελικού νόμου δεν πρόκειται να εκλείψει ούτε ένα « ι » , δηλ. ούτε ένα γράμμα, πώς θα ήταν ακίνδυνο για μας να προσπερνάμε και τα πλέον μικρά;»
Με αυτή την εισαγωγή είναι έτοιμος πλέον να μπει στο θέμα της ερώτησης, για το οποίο και γράφηκε το πρώτο αυτό κομμάτι της επιστολής προς τον Αμφιλόχιο. Λέγει λοιπόν: «Αυτά που εσύ ο ίδιος μου ζήτησες να διευκρινίσω είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα. Ως προς τη συντομία της προφοράς είναι μικρά, και γι’ αυτό τον λόγο ίσως να είναι ευκαταφρόνητα. Ως προς τη δύναμη όμως της σημασίας τους είναι μεγάλα. Όταν προ ολίγων ημερών επροσευχόμουν με τον λαό και προσέφερα δοξολογία εις τον Θεό Πατέρα κατά δύο τρόπους: Άλλοτε μεν μετά του Υιού συν τω Πνεύματι τω Αγίω, άλλοτε δε δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι εξηγέρθησαν εναντίον μου μερικοί από τους παρόντες, ισχυριζόμενοι ότι χρησιμοποιώ λέξεις που ξενίζουν, συγχρόνως δε που είναι αντίθετες μεταξύ τους». Εδώ αναφέρεται ο Άγιος Βασίλειος σε εκείνους που ήταν από την παράταξη των Πνευματομάχων ή είχαν επηρεαστεί από την διδασκαλία του Αετίου, ότι οι προθέσεις αυτές πρέπει η καθεμία να αποδίδεται μόνον στο ένα από τα πρόσωπα που προαναφέραμε, το «εκ» στον Πατέρα, το «διά» στον Υιό και το «εν» στο Άγιο Πνεύμα.
Συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Συ όμως, για την ιδική τους προ παντός ωφέλεια, αλλά και αν είναι παντελώς ανίατη, για την ασφάλεια αυτών που τους συναναστρέφονται ζήτησες να διατυπωθεί μια ευκρινής διδασκαλία περί της δυνάμεως που έχουν αυτές οι συλλαβές. Πρέπει λοιπόν να μιλήσω με συντομία και να δώσω στον λόγο μου μία αρχή αποδεκτή, κατά το δυνατόν από όλους.».
5. Η αίρεση τών Ανομοίων
Εξηγεί λοιπόν, ο Μ. Βασίλειος στη συνέχεια, για ποιόν λόγο και με ποιόν τρόπο άρχισαν οι αιρετικοί να παρατηρούν τις συλλαβές. Λέγει: «Η σχολαστική ενασχόληση των ανθρώπων αυτών με τις συλλαβές και τις λέξεις δεν είναι τυχαία, όπως θα νόμιζε κανείς, ούτε οδηγεί σε μικρό κακό, αλλά έχει καταστρώσει ένα εμπεριστατωμένο και κεκαλυμμένο σχέδιο εναντίον της ορθής πίστεως. Επιχειρούν, δηλαδή, να δείξουν ότι ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόμαστε περί Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος είναι ανόμοιος, για να αποδείξουν έτσι εύκολα την διαφορά των φύσεων. Χρησιμοποιούν δηλαδή, ένα παλαιό σόφισμα που το εφεύρε ο Αέτιος, ο προστάτης αυτής της αίρεσης, ο οποίος γράφει κάπου στις επιστoλές του, ότι: «τα ανόμοια κατά την φύση εκφράζονται ανομοίως. Και αντιστρόφως τα ανομοίως εκφραζόμενα είναι ανόμοια κατά την φύση». Ως μάρτυρα δε των λεγομένων επικαλείται τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος λέγει: «…είς Θεός ο Πατήρ εξ ου (εκ του οποίου) τα πάντα και είς Κύριος Ιησούς Χριστός δι’ ου (διά του οποίου) τα πάντα…» (Α΄ προς Κορινθίους επιστολή κεφ. 8 στιχ. 6). Όποια σχέση έχουν οι συλλαβές μεταξύ τους αυτή τη φύση θα έχουν –λένε– και οι φύσεις που δηλούνται διά των λέξεων. Και είναι ανόμοιο το «εξ ου» προς το «δι’ ου». Επομένως, είναι ανόμοιος και ο Υιός προς τον Πατέρα.
Από αυτή λοιπόν την πλάνη προέρχεται η φλύαρος ενασχόληση αυτών των ανδρών με τις υπό συζήτηση λέξεις. Για τούτο, εις μεν τον Θεόν και Πατέρα αποδίδουν το «εξ ου», σαν ένα αποκλειστικό μερίδιο, για δε τον Υιό και Θεό ξεχώρισαν το «δι’ oυ» (δια του οποίου), για δε το Άγιο Πνεύμα, το «εν ω» (εν τω οποίω), και ισχυρίζονται ότι αυτή η χρήση των συλλαβών ποτέ δεν αλλάζει, ώστε, όπως είπα» – αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος – «μαζί με την διαφορά της εκφωνήσης να δηλώνεται και η διαφορά της φύσης. Δεν μπόρεσαν όμως να αποκρύψουν ότι με την λεπτολογία γύρω από τις λέξεις κατοχυρώνουν την ασεβή πίστη τους. Θέλουν δηλαδή το μεν «εξ ου» (εκ του οποίου) να σημαίνει τον Δημιουργό, το «δι’ oύ» (δια του οποίου) τον συνεργό ή το όργανο, το δε «εν ώ» (εν τω οποίω) να δηλώνει τον χρόνο ή τον τόπο, ώστε ο δημιουργός των όλων, Υιός, να μην θεωρείται κατ’ ουδέν σεμνότερος ενός οργάνου, το δε Άγιο Πνεύμα να εμφανίζεται ότι δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο εις τα όντα από τον τόπο ή τον χρόνο.
Σε αυτή την πλάνη τους οδήγησε και η παρατήρηση των θύραθεν σοφών, οι οποίοι απέδωσαν το «εξ oυ» και το «δι’ oυ» σε διάφορα κατά την φύση πράγματα. Πιστεύουν δηλαδή εκείνοι, οι κατά κόσμον σοφοί, ότι το μεν «εξ ου» (εκ του οποίου) δηλώνει την ύλη, το δε «δι’ ου» (δια του οποίου) παριστά το όργανο ή γενικώς την προσφορά υπηρεσίας. Ή καλύτερα, διότι τί εμποδίζει, αφού αναφερθούμε σε ολόκληρη τη διδασκαλία τους, να ελέγξουμε εν συντομία και το άσχετο προς την αλήθεια και την ασυμφωνία αυτών των ανδρών προς τους ιδίους τους κοσμικούς σοφούς, αυτοί που ασχολήθηκαν με την μάταια κοσμική σοφία, όταν εξηγούν την φύση του αιτίου κατά πολλούς τρόπους και διαιρούν τούτο σε ιδιαίτερες σημασίες, λέγουν ότι άλλα μεν από τα αίτια είναι αρχικά, άλλα δε συνεργά ή συναίτια, άλλα δε έχουν τη θέση των αναγκαίων αιτίων. Το καθένα λοιπόν από αυτά εκφράζεται κατά ιδιάζοντα τρόπο, ώστε διαφορετικά να δηλώνεται ο Δημιουργός και διαφορετικά το όργανο.
Στον δημιουργό δηλαδή νομίζουν ότι αρμόζει το «υφ’ oυ» (υπό του οποίου), διότι λέγουν ότι στην κυριολεξία λέγεται ότι το βάθρο κατασκευάστηκε υπέρ του τεχνήτου, στο όργανο όμως αρμόζει το «δι’ ου» (δια του οποίου), διότι λέγουν, ότι το βάθρου κατασκευάζεται διά του σκεπάρνου και του τρυπάνου. Κατά τον ίδιο τρόπο, δέχονται εκείνοι, ότι το «εξ ου» (εκ του οποίου) είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ύλης. Εκ ξύλου π.χ. είναι ένα κατασκεύασμα. Το «καθ’ ώ» (κατά το οποίο), επίσης, δηλώνει αυτό που ενθυμούμεθα ή το υπόδειγμα που είχε ως βάση ο τεχνίτης. Διότι ο τεχνίτης ή σχηματίζει προηγουμένως στη διάνοια του αυτό που κατασκευάζει και εν συνεχεία μετατρέπει τη φαντασία σε έργο, ή βλέπει ένα ήδη υπάρχον υπόδειγμα και καθ’ ομοίωσιν εκείνου κατευθύνει τις ενέργειες. Το δε «δι’ ο» (δια το οποίο) πιστεύουν ότι αρμόζει στον σκοπό. Διά τη χρήση των ανθρώπων π.χ. κατασκευάστηκε το βάθρο. Το δε «εν ο» (εν τω οποίω) παριστά τον χρόνο ή τον τόπο. Πότε επί παραδείγματι έγινε; Εν τώδε τω χρόνω (κατ’ αυτόν τον χρόνο) και πού; Εν τώδε τω τόπω (σε αυτόν τον τόπο). Αυτά, ο χρόνος και ο τόπος, αν και δεν υποβοηθούν σε τίποτε το δημιουργούμενο, όμως χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό να γίνει κάτι. Διότι αυτοί που ενεργούν έχουν ανάγκη του τόπου και του χρόνου.
Αυτές λοιπόν τις παρατηρήσεις της ματαίας και αδειανής σοφίας, αφού έμαθαν αυτοί, (δηλαδή οι αιρετικοί) και εθαύμασαν, τα μεταφέρουν και στην απλή και ατεχνολόγητη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, για να μειώσουν, αφ’ ενός τον Θεό Λόγο και να καταργήσουν αφ’ ετέρου το Άγιο Πνεύμα. Αυτή λοιπόν την έκφραση που οι θύραθεν σοφοί την έχουν ξεχωρίσει για τα άψυχα όργανα ή για τα ταπεινά και υπηρετικά του ανθρώπου ζώα, δηλ. την έκφραση δι’ ου (δια του οποίου), αυτοί δεν δίστασαν να την μεταφέρουν και εις τον δεσπότη των όλων και δεν ντρέπονται οι δήθεν χριστιανοί να αποδίδουν στο Δημιουργό της κτίσεως χαρακτηρισμό που αρμόζει στο πριόνι ή το σφυρί.»
6. Μια πρώτη αναίρεση τού ισχυρισμού περί Ανομοίων
Ο Μέγας Βασίλειος, όπως είδαμε προηγουμένως, ξεκινάει από την υπόθεση που κάνουν οι αιρετικοί, οι Πνευματομάχοι, οι οποίοι, για να αποδείξουν ότι ο Υιός, αλλά και το Άγιο Πνεύμα είναι διαφορετικοί κατά την φύση από τον Θεό Πατέρα, στηρίχτηκαν στις διαφορετικές δήθεν συλλαβές που χρησιμοποιεί η Αγία Γραφή και συγκεκριμένα το χωρίο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής κεφ. 8, στιχ. 6, για να αναφερθεί στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Είδαμε λοιπόν, ότι ο Μέγας Βασίλειας κατ’ αρχήν παραθέτει τι λέγουν οι θύραθεν σοφοί, τους οποίους υποτίθεται ακολούθησαν με λεπτομέρεια οι αιρετικοί, για να υποστηρίξουν αυτή τους την υπόθεση.
Και οι κατά κόσμον σοφοί, όταν αναφέρονται σε αυτές τις συλλαβές, σε αυτές τις προθέσεις, τις χρησιμοποιούν, όπως λέγει, αναλυτικά και με παραδείγματα ο Μέγας Βασίλειος: Πρώτον, το «εξ ου» (εκ του οποίου), για να δηλώσουν την ύλη από την οποία προέρχεται ένα κατασκεύασμα, το «δι ου» (δια του οποίου), για να δηλώσουν το όργανο με το οποίο κατασκευάστηκε και το «εν ω», για να δηλώσουν το πότε ή πού κατασκευάστηκε. Και βεβαίως συμπεραίνει από αυτά, ότι προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους οι αιρετικοί δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν βλάσφημες εκφράσεις, όπως επί παραδείγματι να ισχυριστούν ότι ο Δημιουργός του σύμπαντος είναι απλώς ένα όργανο με το οποίο εκτίσθησαν τα πάντα και μάλιστα ένα όργανο, όπως ακριβώς το σκεπάρνι ή το πριόνι που χρησιμοποιεί ένας ξυλουργός, για να κατασκευάσει ένα αντικείμενο
Ας δούμε όμως, τι λέγει ο Μέγας Βασίλειος στη συνέχεια για το ίδιο ακριβώς θέμα. Λέγει στην ουσία ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί χωρίς διάκριση αυτές τις συλλαβές. Ας δούμε όμως πώς το αναφέρει ακριβώς στην εν λόγω επιστολή του: «Περί του Αγίου Πνεύματος» προς τον Αμφιλόχιο: «Εμείς, λέγει, βεβαίως δεχόμαστε ότι και ο αληθινός λόγος της Αγίας Γραφής χρησιμοποιεί συχνά αυτές τις εκφράσεις. Δεν δεχόμαστε όμως ότι η ελευθερία του Αγίου Πνεύματος υπόκειται κατ’ ανάγκη στην μικροπρέπεια των θύραθεν σοφών, αλλά κατά την εκάστοτε περίπτωση μεταβάλλει ανάλογα προς τις ανάγκες τις εκφράσεις. Δεν σημαίνει δηλαδή εξ άπαντος το εξ ου (εκ του οποίου) την ύλη, όπως νομίζουν εκείνοι, αλλά συνηθέστερα η Γραφή χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση, για να δηλώσει την ύψιστη αιτία, όπως επί παραδείγματι στο: «…εις Θεός … εξ ου τα πάντα…» (Α’ Κορινθ. κεφ. 8, στιχ. 6) και πάλι: «… τα δε πάντα εκ του Θεού…» (Α΄ Κορ. κεφ. 11 στιχ 12).»
Είναι φανερό ότι εδώ το «εκ» και το «εξ ου», δηλαδή η πρόθεση «εκ», δεν χρησιμοποιείται, για να δηλώσει την ύλη από την οποία προήλθε κάτι, στην προκειμένη περίπτωση: τα πάντα· αλλά χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύψιστη αιτία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος και κατά συνέπεια αποδεικνύει άμεσα ότι είναι εσφαλμένη η υπόθεση που κάνουν οι αιρετικοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν δήθεν την κοσμική σοφία για να στερεώσουν την επιχειρηματολογία τους και για να οδηγήσουν τους οπαδούς τους με ασφαλή τρόπο στην πλάνη. Και συνεχίζει ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας: «Βεβαίως πολλές φορές και η Γραφή χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση και για να δηλώσει την ύλη, όπως όταν λέγει: «…ποιήσεις την κιβωτόν εκ ξύλων ασήπτων… » (Γεν. κεφ. 6, στιχ. 14) και: «…ποιήσεις την λυχνίαν εκ χρυσίου καθαρού…» (Έξοδ. κεφ. 25, στιχ. 30) και: «…ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός…» (Α΄ Κορ. κεφ. 15, στιχ. 47) και: «…εκ πηλού διήρτησέ σοι ως και εγώ» (Ιώβ, κεφ. 33, στιχ. 6), κατά τη μετάφραση των Εβδομήκοντα.
Αυτοί όμως, δηλαδή οι αιρετικοί, για να παραστήσουν την διαφορά της φύσης καθόρισαν αυστηρά ότι μόνο στον Πατέρα αρμόζει αυτή η λέξη και στηρίχτηκαν μεν γι’ αυτές τους τις παρατηρήσεις στους θύραθεν σοφούς. Δεν τους ακολούθησαν όμως σε όλα με ακρίβεια, αλλά εις μεν τον Υιό, σύμφωνα με εκείνους προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό του οργάνου, εις δε το Άγιον Πνεύμα την ονομασία του τόπου. Διότι εν Πνεύματι λέγουν γίνεται η δημιουργία και δι’ Υιού. Στον Θεό Πατέρα όμως απέδωσαν την έκφραση «εξ ου» και δεν ακολουθούν εδώ τους θύραθεν σοφούς, όπως ισχυρίζονται, αλλά μεταβαίνουν εις την υπό των Αποστόλων χρησιμοποίηση της, όπου λέγεται: «εξ αυτού δε ημείς εστέ εν Χριστω Ιησού (Α΄ Κορ. κεφ. 1, στιχ. 30) και: «…τα δε πάντα εκ του Θεού…» (Α΄ Κορ. κεφ. 11, στιχ. 12).
Ποιο λοιπόν είναι το συμπέρασμα αυτής της τεχνολογήσεως; «Άλλη είναι η φύση του αιτίου, άλλη του οργάνου και άλλη του τόπου. Επομένως, ο Υιός είναι ξένος κατά τη φύση προς τον Πατέρα, επειδή και το όργανο είναι ξένο προς τον τεχνίτη. Είναι δε ξένο και το Πνεύμα, διότι είναι κάτι διαφορετικό ο τόπος και χρόνος των οργάνων από τη φύση αυτών που τα μεταχειρίζονται.»
Αυτές είναι οι γνώμες των αιρετικών, οι οποίες όμως, όπως βλέπουμε, προσκρούουν και στους θύραθεν σοφούς, αλλά και στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, όμως προσκρούουν και αντιβαίνουν και στον εαυτό τους.
Με τον τρόπο αυτό, ο Μέγας Βασίλειος αντιμετωπίζει το πρώτο σκέλος τής ερωτήσεως, το οποίο θα δούμε να ολοκληρώνεται στο επόμενο άρθρο αυτής της σειράς. Εκεί θα δούμε πολύ περισσότερα παραδείγματα από την Αγία Γραφή, όπου ο ισχυρισμός τών Πνευματομάχων καταπίπτει.


Το πανάγιο Πνεύμα (Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής της Πεντηκοστής)



(Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Ερμηνεία
pentikosti3Ο Χριστός την τελευταία ήμερα της εορτής της Σκηνοπηγίας έκανε την αποκάλυψη πως ο Ίδιος είναι η πηγή της ζωής. Επειδή θα έφευγαν οι άνθρωποι για τον τόπο τους, τα λόγια του Χριστού ήταν γι’ αυτούς εφόδια σωτηρίας. Ο Κύριος είπε πως όποιος διψάει, να έλθει σ’ Αυτόν και ποτάμια ζωντανού νερού θα ρεύσουν από την κοιλιά του (Ἰω. 7, 38). Η λέξη «κοιλία» σημαίνει την καρδιά. Προφανώς το ύδωρ εδώ είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Κύριος είναι αστείρευτη πηγή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όταν το Άγιο Πνεύμα εγκατασταθεί στην καρδιά του ανθρώπου, αναβλύζει συνέχεια τα χαρίσματα και τις δωρεές Του. Το είπε άλλωστε και στη Σαμαρείτιδα• «τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4, 14), δηλαδή το νερό που θα του δώσω, θα γίνει μια εσωτερική πηγή νερού που θα αναβλύζει την αιώνια ζωή.
Ο Χριστός έγινε αιτία να λάβουμε το Άγιο Πνεύμα
Ο Χριστός έγινε η απαρχή του καινούργιου ανθρώπου, δηλαδή της ανανεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως. Με τον θάνατο και την Ανάστασή Του καθάρισε το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία και κατέστησε την ανθρώπινη φύση άξια να δεχθεί μόνιμα τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Προηγουμένως ο προπάτοράς μας Αδάμ με την παρακοή του στο θέλημα και στην εντολή του Θεού απώλεσε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και αμαύρωσε το κατ’ εικόνα. Τότε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση έχασε το θεόσδοτο αγαθό της χάριτος του Παρακλήτου. Γι’ αυτό ο Κύριος έγινε άνθρωπος, για να ριζωθεί στον καθένα μας η χάρη Αγίου Πνεύματος. Στους προφήτες, γράφει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, έχουμε απλώς μια πλούσια έλλαμψη και δαδουχία του Αγίου Πνεύματος, που τους έδωσε την ικανότητα να καταλάβουν τα μέλλοντα και τη γνώση των κρυπτών μυστηρίων του Θεού. Όσοι πιστεύουν στον Χριστό και γίνονται μέλη της Εκκλησίας Του δεν παίρνουν απλώς και παροδικά το Άγιο Πνεύμα αλλά μόνιμα, και μάλιστα γίνονται και ναός Του. Είμαστε «ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α' Κορ. 6, 19).
Σημάδια του Αγίου Πνεύματος

Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία


Περί τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ὡς τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας
Πατερική Θεολογία, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ὁμιλία Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου*
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού μπορεῖτε νά ἀκούσετε ἐδῶ.)

Εἰσαγωγικά
Μέ τήν ἔναρξη τῶν κυριακάτικων συνάξεων γιά φέτος θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἐξετάσουμε κάποια θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο καί τήν Ἐκκλησία.

Θά ἀναφερθοῦμε δηλαδή σέ βασικά ζητήματα, σχετικά μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τί εἶναι ὁ νοῦς καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί χρειάζεται καί τί ἐξυπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία; Γιατί δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε χωρίς αὐτήν; Ὅλα αὐτά εἶναι θεμελιώδη κεφάλαια κατήχησης, πού πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά γνωρίζουμε γιά νά μαθαίνουμε πῶς νά ζοῦμε χριστιανικά.

Τά κείμενα γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν θεμάτων μας τά ἀντλοῦμε ἀπό ἕνα σύγχρονο, κορυφαῖο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας -ἔχει κοιμηθεῖ πρόσφατα- τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία μεγάλη τομή, ὄχι τόσο στά θεολογικά γράμματα οὔτε στή Θεολογία, γιατί τήν τομή εκεί τήν ἔχουν κάνει οἱ Ἅγιοι Πατέρες.... 

Ἁπλῶς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπανέφερε τήν Πατερική Θεολογία στό προσκήνιο τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, ἡ ὁποία (Ἑλλάδα) εἶχε πάρει ἕνα δρόμο δυτικότροπο, προτεσταντίζοντα, θά λέγαμε, πού δυστυχῶς ὑπάρχει μέχρι σήμερα.Ἐπικρατεῖ δηλαδή μία ἀντίληψη γιά τόν Θεό, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού πρέπει νά ἔχουμε. Μία ἀντίληψη πού ἔχουν στή Δύση. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι τιμωρός ἤ ὅτι ὁ Θεός γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός, ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἄν εἶναι κακός, ὁ Θεός τόν ἀποστρέφεται.

Αὐτά δυστυχῶς ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί ἐνδεχομένως νά καλλιεργήθηκαν μερικές φορές μέσα καί ἀπό τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τά κατηχητικά κτλ. Διαιωνίζονται δέ μέχρι σήμερα ὡς κατάλοιπα, παρόλο πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο ἀνακαλύψαμε ξανά καί ἐπανήλθαμε στίς πατερικές μας ρίζες. Ἐντούτοις ἀκόμη ὑπάρχουν.

Καλό εἶναι λοιπόν νά κάνουμε μία ἀναδίφηση σέ ὅλα αὐτά τά θέματα, ὥστε νά βάλουμε σέ σωστές βάσεις τήν πνευματική μας ζωή. Γιατί, καθώς φαίνεται, πολλοί χριστιανοί, ζώντας ἐπιφανειακά, δέν βιώνουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού οὐσιαστικά εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν ζοῦμε δηλαδή τή σωτηρία μας καί δέν χαιρόμαστε πραγματικά τήν πνευματική μας ζωή.

Ὁ Κύριος ἦλθε στή γῆ, γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί μάλιστα περίσσεια ζωῆς. Αὐτή ἡ περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ μετοχή μας στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά, ἄν κάποιος δέν ζήσει σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν θεραπεύεται ἀπό τά πάθη του. Ἑπομένως δέν βιώνει οὔτε μετέχει σέ αὐτή τή Χάρη, σέ αὐτή τή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μπορεῖ μέν νά πηγαίνει κανείς στήν Ἐκκλησία, μπορεῖ καί νά ἐξομολογεῖται, νά κάνει καί κάποιες προσευχές, πού τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός ἀλλά δέν ἔχει αὐτή τήν πληρότητα ζωῆς, τήν ὁποία ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θά μᾶς δώσει ὁ Θεός. Νιώθει ὅτι κάτι δέν πάει καλά, ὅτι κάτι τοῦ λείπει. Δέν ἔχει αὐτό, πού θά ἤθελε νά ἔχει.

Βέβαια αὐτό συμβαίνει, γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς κάλεσε σέ μία ἀποσπασματική, θά λέγαμε, βίωση ἀλλά σέ μία ὁλοκληρωτική ἕνωση μαζί Του. Νά μήν ἔχουμε δηλαδή μόνο κάποιες στιγμές ἕνωσης ἤ τέλος πάντων κοινωνίας μέ τόν Θεό ἀλλά ὅλη μας ἡ ζωή, ὅλες μας οἱ στιγμές νά εἶναι ἑνωμένες μαζί Του. Νά ζοῦμε δηλαδή τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί νά βιώνουμε τί θά πεῖ μετάνοια.

Το Ευαγγέλιο της εορτής του Αγίου Πνεύματος και η απόδοσή του στην νεοελληνική.




Τῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ ΤΗΣ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ἤτοι ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ιη΄ 10 - 20
Επεν Κύριος· ρτε μ καταφρονσητε νς τν μικρν τοτων· λγω γρ μν τι ο γγελοι ατν ν ορανος δι παντς βλπουσι τ πρσωπον το πατρς μου το ν ορανος. 11 λθε γρ υἱὸς το νθρπου σσαι τ πολωλς. 12 Τ μν δοκε; ἐὰν γνητα τινι νθρπ κατν πρβατα κα πλανηθ ν ξ ατν, οχ φες τ νενκοντα ννα π τ ρη πορευθες ζητε τ πλανμενον; 13 κα ἐὰν γνηται ερεν ατ, μν λγω μν τι χαρει π' ατ μλλον π τος νενκοντα ννα τος μ πεπλανημνοις. 14 οτως οκ στι θλημα μπροσθεν το πατρς μν το ν ορανος να πληται ες τν μικρν τοτων. 15 Ἐὰν δ μαρτσ ες σ δελφς σου, παγε λεγξον ατν μεταξ σο κα ατο μνου· ἐάν σου κοσ, κρδησας τν δελφν σου· 16 ἐὰν δ μ κοσ, παρλαβε μετ σο τι να δο, να π στματος δο μαρτρων τριν σταθ πν ῥῆμα. 17 ἐὰν δ παρακοσ ατν, επ τ κκλησίᾳ· ἐὰν δ κα τς κκλησας παρακοσ, στω σοι σπερ θνικς κα τελνης. 18 μν λγω μν, σα ἐὰν δσητε π τς γς, σται δεδεμνα ν τ οραν, κα σα ἐὰν λσητε π τς γς, σται λελυμνα ν τ οραν. 19 Πλιν μν λγω μν τι ἐὰν δο μν συμφωνσωσιν π τς γς περ παντς πργματος ο ἐὰν ατσωνται, γενσεται ατος παρ το Πατρς μου το ν ορανος. 20 ο γρ εσι δο τρες συνηγμνοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μσ ατν.
ΑΠΟΔΟΣΗ
Προσέχετε να μην περιφρονήσετε κανένα από τους μικρούς αυτούς. Γιατί σας λέγω, πώς οι άγγελοι τους στους ουρανούς, βλέπουν πάντοτε το πρόσωπο του πατέρα μου πού είναι στους ουρανούς.
Ήλθε βέβαια ο Υιός του ανθρώπου να σώσει το απολωλός. Τι νομίζετε; Εάν ένας άνθρωπος έχει εκατό πρόβατα και χαθεί ένα από αυτά δεν θα αφήσει τα ενενήντα εννέα στα βουνά και θα τρέξει να ζητήσει το χαμένο; Και αν συμβεί να το βρει σας βεβαιώ χαίρει περισσότερο γι' αυτό παρά για τα ενενήντα εννέα, πού δεν είχαν χαθεί.
Κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι θέλημα του ουρανίου Πατέρα σας να χαθεί ένας από αυτούς τους μικρούς.
Αν ο αδελφός σου αμαρτήσει, πήγαινε και έλεγξε τον, όταν θα είσθε οι δυο σας μόνοι. Αν σε ακούσει, τότε κέρδισες τον αδελφό σου. Αν δεν σε ακούσει, τότε πάρε μαζί σου ακόμη ένα ή δύο για να πιστοποιηθεί κάθε πράγμα από το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων.
Αν όμως δεν τους ακούσει τότε να το πεις στην εκκλησία· αν δε και την εκκλησία δεν ακούσει, τότε να τον θεωρείς ως εθνικό ή τελώνη.
Αλήθεια σας λέγω, ότι όσα δέσετε στη γη θα είναι δεμένα και στον ουρανό και όσα λύσετε στη γη θα είναι λυμένα και στον ουρανό.
Επίσης σας λέγω, πώς αν δύο από σας στη γη συμφωνήσουν να ζητήσουν οποιοδήποτε πράγμα θα τους γίνει από τον Πατέρα μου τον επουράνιο.
Γιατί όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομα μου, εκεί είμαι ανάμεσα τους.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία καί η άκτιστος Θεία Χάρις [κείμενο]


π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Σήμερα πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μνήμη της Οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας, που εκοιμήθη εν ειρήνη την πρώτην Απριλίου.
Ολόκληρη η Θεία Λειτουργία χριστιανοί μου, είναι μια δοξολογική προσφορά των πάντων, στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, στον Θεόν Πατέρα και στο Άγιον Πνεύμα. Είναι όμως και μια συνεχής ευχαριστία για όλα τα αγαθά πού ακόμα και χωρίς να το γνωρίζουμε μας παρέχει η αγάπη Του. Ιδιαίτερα για την δυνατότητα που μας δίνει ο Θεός, μέσα από τα Πανάχραντα Μυστήρια, να ξαναγίνουμε και πάλι παιδιά του, να μπορούμε να μετέχουμε πλούσια στη Θεία Του Χάρη.
Έτσι και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία κατάπληκτη από το μεγαλείο της μακροθυμίας, και της αγάπης του Θεού, δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή να μην εκφράζει την ευγνωμοσύνη και ευχαριστία της προς την άπειρη ευσπλαχνία Του.
Σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια σκληρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, και πνευματική λατρεία.
Μέσα στην έρημο, ηγωνίζετο σκληρά η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, και η έρημος πλημμύριζε από ζωή. Η άμμος γέμιζε από λουλούδια και η φοβερή (ζέστη) και ο άρρητος εκείνος καύσωνας μεταβάλλονταν σε ουράνια δροσιά.
Για φίλους και συντροφιά, είχε τα άγρια θηρία. Και τα πάντα γύρω της πλημμύριζαν από το φως της τρισηλίου Θεότητος. Γι’ αυτό και ζούσε μέσα το αρχαίον κάλλος των Πρωτοπλάστων, πριν από την πτώση τους.
Και έτι περισσότερον ζούσε στη φυσική εκείνη κατάσταση, που με τα μάτια της ψυχής της ανοικτά, μέσα από την πνευματική διαφάνεια του φωτισμένου νοός της, εβίωνε και ησθάνετο με την καρδιά της την ενέργειαν και τους ανασασμούς του Παναγίου Πνεύματος.
Έτσι ζούσε η Οσία Μαρία. Τα πάντα γύρω της και μέσα της ήταν Παράδεισος. Η αμαρτία όμως πολεμήθηκε σώμα με σώμα. Ιδιαίτερα στην πάλη με τους λογισμούς, μέσα στο νου. Και ειδικότερα τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια, τα οποία ήσαν και τα σκληρότερα στην άσκησή της.
Εμείς όλοι άραγε οι σημερινοί Νεοέλληνες χριστιανοί πως ζούμε; Ακούμε τη φωνή της αρετής ή τη φωνή της αμαρτίας; Ακούμε την φωνή του Ευαγγελικού λόγου, ή τα συνθήματα του κόσμου του σημερινού της αμαρτίας;
Με την κάθε μας αμαρτία, με την κάθε μας δηλαδή άρνηση, στο να ακούσουμε, τη φωνή του Χριστού και της Εκκλησίας Του, που απευθύνεται στις καρδιές μας από τους αντιπροσώπους Του επί της γης, δηλαδή τους επισκόπους και πρεσβυτέρους, είναι σα να βρίζουμε τον εν Τριάδι Θεόν, να προσβάλλουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες και να υποτιμάμε ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς μας, επειδή είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική Του. Αν με πείσμα και με τη θέλησή μας παραβλέπουμε τις εντολές του Θεού, και ικανοποιούμε εγωιστικά τις επιθυμίες των διαφόρων παθών μας, τότε είμεθα άξιοι κολάσεως. Είμεθα άξιοι της μαύρης χάριτος. Όταν μας παρασέρνουν χριστιανοί μου τα διάφορα συνθήματα των ημερών μας, δαιμονοκρατούμεθα, και δεχόμεθα το σκοτάδι σαν φως και το φως σαν σκοτάδι.
Πρώτη έρχεται σε αξία η Εκκλησία και ύστερα η πολιτεία με τους νόμους της. Διότι πρώτα είμεθα πολίτες της Βασιλείας των ουρανών, και ύστερα πολίτες αυτής της γης. Η Αγία Γραφή που είναι η αδιάψευστος αλήθεια, μας βεβαιώνει ότι «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Κάθε αμαρτία είναι όχι μόνον μια βρισιά στην ανθρώπινη φύση μας που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού, αλλά και φανερή ανταρσία κατά του Αγίου Θεού. Η φυσική όμως κατάσταση του βαπτισμένου ανθρώπου, είναι να ζει σύμφωνα με το Πανάγιο Θέλημα του Θεού, διότι Αυτός τον έπλασε. Όπως εκφράζεται από τους Αποστόλους, τους διαδόχους των Αποστόλων, τους διαδόχους αυτών και τους διαδόχους αυτών, μέχρι και σήμερα που είμεθα εμείς οι ιερωμένοι, με γνώμονα πάντοτε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες, που πηγάζουν μέσα από το πηδάλιον της Εκκλησίας.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, πρότυπο μετανοίας μέσα στους αιώνες, προτίμησε να υποστεί αφάνταστες ταλαιπωρίες, κακουχίες και στερήσεις μέσα στην έρημο, παρά να βρεθεί ξανά δούλη στην φρικτή αμαρτία.

Τα πατερικά κείμενα , αναφορικά με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αναφέρουν ότι οι Δώδεκα Απόστολοι ήταν συγκεντρωμένοι σε ένα σπίτι στα Ιεροσόλυμα.Από Dogma

Τί είναι η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος;


επιφοίτηση του αγίου πνεύματος
Όταν συνέβη η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, είχαν περάσει 10 ημέρες από την Ανάληψη του Χριστού και 50 μέρες από την Ανάσταση.
Εκείνη τη μέρα ήταν η εβραϊκή γιορτή της Πεντηκοστής, ημέρα που γιορτάζουν το ότι ο Θεός έδωσε στον Μωυσή τις Δέκα Εντολές στο Όρος Σινά. Λόγω της εορτής είχαν μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ Ιουδαίοι από όλες τις γωνιές του τότε γνωστού κόσμου. Ξαφνικά, ακούστηκε μια δυνατή βροντή στον ουρανό και όλοι είδαν δώδεκα γλώσσες που θύμιζαν φωτιά να κατεβαίνουν από τον ουρανό και να μπαίνουν στο σπίτι όπου βρίσκονταν οι Απόστολοι. Εκεί, οι πύρινες γλώσσες κατευθύνθηκαν στους Αποστόλους και κάθε μία από αυτές στάθηκε πάνω από το κεφάλι κάθε Απόστολου.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε ως πύρινες γλώσσες αφενός για να μας δείξει ότι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι ομοούσιοι και αφετέρου το κήρυγμα των Αποστόλων, όπως η φωτιά, έχει διπλή ενέργεια. Μπορεί να φωτίζει αυτούς που υπακούουν στον Θείο Λόγο και αυτούς που απειθούν τους παραδίδει τελικά σε πυρ και κόλαση. Επιπλέον επισημαίνει ότι στις Πράξεις των Αποστόλων γράφει «γλώσσαι ωσεί πυρός», δηλαδή δεν ήταν γλώσσες από υλική φωτιά, αλλά έμοιαζαν με γλώσσες φωτιάς.
Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ήταν η εκπλήρωση της υπόσχεσης που τους έδωσε ο Χριστός πριν την Ανάληψη.
Το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος, στάλθηκε για να φωτίσει τους Αποστόλους και να τους δυναμώσει για το έργο τους. Ενδεχομένως θα αναρωτηθεί κάποιος για ποιο λόγο θα έπρεπε να περάσουν δέκα μέρα από την Ανάληψη ως την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Σύμφωνα με την Παράδοση, αφού ο Ιησούς Χριστός ανελήφθη στους ουρανούς, κάθε μέρα προσκυνούσαν τον Θεό ένα από τα εννιά αγγελικά τάγματα κάθε μέρα, και τη δέκατη μέρα στάλθηκε ο Παράκλητος στους Αποστόλους. Επίσης στις δέκα αυτές ημέρες οι Απόστολοι προετοιμάζονταν με προσευχή και περίμεναν με πίστη και ανυπομονησία.

Συνοπτική διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού.


20111203_1797454244
Aπόσπασμα
πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Εισαγωγικά
Το συγγραφικό έργο του Αγίου Μαξίμου αναφέρεται σε όλους σχεδόν τους κλάδους της χριστιανικής επιστήμης. Η ρωσική πραγματικότητα έδωσε σε αυτόν την αφορμή να γράψει και δογματικά , αντιρρητικά και ερμηνευτικά , ηθικοδιδακτικά, ιστορικά και φιλολογικά έργα, που μαρτυρούν την πολυμάθειά του.
Στα δογματικά κείμενα του Οσίου ιδιαίτερη θέση έχουν αυτά που ασχολούνται με τους ετεροδόξους Παπικούς, όπου ο Άγιος παρουσιάζει την Ορθόδοξη διδασκαλία αντικρούοντας με θεολογικά επιχειρήματα τις αιρετικές κακοδοξίες τους. (το filioque, την χρήση των Αζύμων και το καθαρτήριο πύρ.)
Με αφορμή την  πρόσφατη ΙΣΤΟΡΙΚΗ ,ΠΡΩΤΗ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ  έκδοση του Παρακλητικού Κανόνα στο Άγιο Πνεύμα του Οσίου Μαξίμου, στην εκκλησιαστική υμνογραφική γλώσσα,( του μοναδικού κειμένου της εκκλησιαστικής Γραμματείας με το συγκεκριμένο θέμα), θεωρήσαμε ιδιαίτερα ωφέλιμο να  παρουσιάσουμε αρχικά  συνοπτικά   την διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, όπως αναπτύσσεται στα διάφορα έργα του Οσίου. Η συγκεκριμένη έκδοση μας έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε στο χριστεπώνυμο πλήρωμα για πρώτη φορά το νηπτικό έργο του Αγίου Πνεύματος, όπως το παρουσίασε στο υμνογραφικό κείμενο ο ποιητής Όσιος και δεν αναφέρεται σε κανένα κείμενό του.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να μελετήσουν τα σχετικά, στον θεολογικό σχολιασμό του Κανόνα  στο εκδοθέν βιβλίο.
Επίσης ιδιαίτερη μνεία ,για την διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος,  γίνεται και στην Ομολογία πίστεως του Οσίου ,που την συνέταξε όταν βρισκόταν στην Μονή Τβέρ. Στο  ομολογιακό αυτό κείμενο ο Όσιος, αφού πρώτα διακηρύσσει  την Πίστη του πρώτα στον εν Τριάδι Θεό, (τον Οποίο δέχεται Ένα,Τρισυπόστατο, στην συνέχεια ομολογεί τον Υιό του Θεού τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο «δια την ημετέραν σωτηρίαν Σταυρόν και Πάθος και θάνατον και τρήμερον ταφήν υπομείναντα και αναστάντα εκ νεκρών τη Τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών του Θεού και Πατρός αυτού και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς και αποδούναι εκάστω κατά τα έργα αυτού»,)  ομολογεί και την πίστη του  στο Άγιο Πνεύμα τοεκπορευόμενον εκ μόνου του Πατρός. Και συνεχίζει γράφοντας και τα εξής:«Επέκεινα του ιερού τούτου μυστηρίου ούτε σοφίζομαι, ούτε διδάσκω τινά, αλλ΄ολοψύχως  έχομαι πάντων των θεολογικών δογμάτων και πασών των διδασκαλιών,των παραδεδομένων ημίν υπό τν αυτοπτών και υπηρετών του Θεού Λόγου και των παρ΄αυτών λαβουσών αυτάς Οικουμενικών Συνόδων των θεοπνεύστων πατέρων,μηδαμώς προσθέτων ή αφαιρών τι ή και έν ιώτα ή γράμμα μεταβάλλων, αλλά πάσαν την Ορθόδοξον πίστιν και θεολογίαν τηρών εν τη εμή καρδία πλήρη και αμετάβλητον¨.
Στην σύντομη  παρουσίαση της  δογματικής διδασκαλίας του Οσίου Μαξίμου  περί του Αγίου Πνεύματος, θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από τα παρακάτω κείμενα του.