Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Εκκλησία και Διανόηση στην εποχή μας, του Γέροντος π. Κισάμου κ. Ειρηναίου,


Εκκλησία και Διανόηση στην εποχή μας
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γέροντος
από Κισάμου και Σελίνου κ. Ειρηναίου
ἀπό τό βιβλίο του «Μηνύματα Εὐθύνης καί Ἀφύπνισης, Χανιά 1988
αναδημοσίευση από το περιοδικό «Χριστός και Κόσμος»,
τεῦχος 25, Ἰανουάριος - Φεβρουάριος 2010
***
Η ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού μπῆκε στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τόν 11ον αἰῶνα ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου καί καθιερώθηκε σάν ἑορτή τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων τό 1834, θέτει σήμερα μερικά ἐρωτηματικά, τόσο στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία ὅσο καί στήν Παιδεία καί γενικότερα τήν σύγχρονη Ἑλληνική μας Διανόηση. Καί πρῶτα – πρῶτα ποιά στάση θά τηρήσει ἡ σημερινή Ἐκκλησία μπροστά σέ μιά Διανόηση πού ὅλο καί περισσότερο αὐτονομεῖται καί ἀποκόπτεται ἀπό κάθε μεταφυσική καί ἠθική ἀρχή;
Θά ἐπιχειρήσει ἡ Ἐκκλησία μιά νέα σύζευξη τῆς πίστης μέ τήν πολυδιάστατη γνώση (ἐπιστημονική- τεχνολογική κ.λ.π.) τοῦ σημερινοῦ κόσμου, ἤ θά παραμείνει ἀπομονωμένη στό παραδοσιακό της ὀχυρό; Θά ἐξαγιάσει ἡ Ἐκκλησία τά δημιουργήματα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καί τῆς τεχνικῆς, δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γιά νά τά ἐντάξει στό ἀρχικό κεφάλαιο τῆς Θείας δημιουργίας, ἤ θά τά ἀφήσει ἔξω ἀπό τήν ἁγιαστική της χάρη στήν ἐξουσία καί τήν διαστροφή τοῦ δαιμονισμοῦ; Θά ἁπλώσει ἡ Ἐκκλησία τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό τήν «ἄβυσσο» τῆς σημερινῆς διανόησης γιά νά τήν κάμει «φῶς», ἤ θά τήν ἀφήσει νά πλανιέται σκότος σύγχυσης καί μηδενιστικῆς κουλτούρας στή ζωή ἀνθρώπων καί λαῶν; Θά ἐνσαρκώσει ἡ Ἐκκλησία δραστικότερα καί πρακτικότερα τό μήνυμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου στίς κοινωνικές πραγματικότητες τοῦ σημερινοῦ κόσμου, ἤ θά τό ἀφήσει μόνο σάν μακρινή ἐσχατολο-γική ἐλπίδα;
Τά ἐρωτήματα αὐτά πρέπει νά ἀπασχολήσουν τήν Ἐκκλησία καί τή χριστιανική Διανόηση γενικά, γιατί μέσα σ’ αὐτά ὑπάρχουν θέματα καί προβλήματα πού ἔχουν σχέση μέ τό σημερινό ἀδιέξοδο καί τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν θέτει καί στήν σύγχρονη Διανόηση (καί μιλοῦμε ἐδῶ γιά τήν Ἑλληνική Διανόηση), μερικά ἄλλα ἐρωτηματικά:
Θά ἐξακολουθήσει ἡ ἑλληνική μας Διανόηση, ἀγνοώντας τήν Ἑλληνοχριστιανική της κληρονομιά, νά ἀπομονώνεται στό στυγνό ὀρθολογισμό τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνα καί στά μηδενιστικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς μας, ἤ θά ἀγκαλιάσει εὐρύτερες περιοχές τοῦ ἠθικοῦ κόσμου γιά νά δώσει μιά ἰσόρροπη ἀνάπτυξη στόν πνευματικό βίο τοῦ τόπου μας καί τοῦ Λαοῦ μας; Θά ἀπολιθωθεῖ ἡ Διανόησή μας στόν λαθεμένο δογματισμό «ἡ ἐπιστήμη γιά τήν ἐπιστήμη» καί «ἡ τέχνη γιά τήν τέχνη» γιά νά στρέψει τελικά τήν πρόοδό της ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, ἤ θά εὕρη τρόπους καί μεθόδους νά ἀνθρωποποιήσει τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνική τῆς ἐποχῆς μας;
Εἶναι ἆραγε ἀκίνδυνη ἡ αὐτοθέωση τοῦ ἀνθρώπου τῆς σημερινῆς Παιδείας καί εἶναι τάχα ἀσυμβίβαστη ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν «θέωσή» του, ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ χριστιανική ἀποκάλυψη;
Γιατί ἡ σύγχρονη Παιδεία καί διανόησή μας, ἀγνοώντας τήν πνευματική (παγκόσμια) κρίση τῶν καιρῶν ρίχνει τό βάρος της μόνο στίς γλωσσικές καί μεθοδολογικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς καμιά ἀναφορά σέ βαθύτερες ἀναπλαστικές δυνάμεις πού ὁδηγοῦνε ἀνθρώπους καί πολιτισμούς νά ξεπερνοῦν τίς πτώσεις καί τίς κρίσεις των;
Γιατί καταργοῦμε στήν ἐποχή μας τίς κλασικές ἔννοιες καί λέξεις «πνευματικός βίος», «πνευματικές ἐκδηλώσεις» κ.λ.π., καί τίς ἀντικαθιστοῦμε μέ τά ἄχυρα καί τά σκύβαλα τῶν «πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων» πού προσφέρομε στό Λαό μας;
Θά βροῦμε ἆραγε ἕνα σύστημα Παιδείας πού πέρα ἀπό τή βαθμομανία, πέρα ἀπό τή θεσολογία καί τήν φτηνή πολιτικολογἰα, θά δίνει καί κάποιο νόημα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καί θά προσφέρει μιά ἀγωγή πού θά βοηθᾶ τήν κοινωνική συμπεριφορά καί τήν πολιτική βούληση στήν λύση τῶν μεγάλων παγκόσμιων προβλημάτων;
Ἡ ἀπάντηση στά ἐρωτήματα αὐτά χρειάζεται, νομίζομε, μιά νέα πνευματική σύνθεση. Μιά νέα σύζευξη γνώσης καί ἀρετῆς, ὅπως ἔγινε μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τήν χριστιανική ἠθική στήν ἐποχή τῶν οἰκουμερνικῶν Διδασκάλων. Μιά νέα «σάρκωση» τοῦ Χριστιανικοῦ Λόγου στόν πανανθρώπινο λόγο τῆς ἐποχῆς μας.
Δέν εἶναι ἀσυμβίβαστη, τό ἐπαναλαμβάνομε, ἡ ἀνέλιξη καί ἡ πορεία πού ζητεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπό τό μέλλον του, ὅπως τό ὁραματίζεται ἡ χριστιανική ἀποκάλυψη: «Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος - λέγει ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος Δημήτριος Στανιλοάε - δέν εἶναι χωρισμένοι καί πολύ περισσότερο δέν εἶναι ἀντίθετοι. Ὁ Θεός παραμένει πάντα μιά ζωντανή πηγή γιά τήν πλήρη ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου».

Παιδεία και εκπαίδευση κατά τους Τρεις Ιεράρχες, του Γεωργίου Χαρ. Τσακαλίδη,


κατά τους Τρεις Ιεράρχες
του Δρ. Γεωργίου Χαρ. Τσακαλίδη

Θεολόγου-Θρησκειοπαιδαγωγού
Επ. Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Μητροπολιτικό ναό Κοζάνης στις 30-1-2009
Από το περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων «Κοινωνία»,
τεύχος 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011
Η σημερινή ομιλία, σεβαστοί πατέρες, αξιότιμοι εκπρόσωποι των πολιτικών, στρατιωτικών και εκπαιδευτικών άρχων, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί μαθητές, αγαπητοί αδελφοί, θα είναι αφιερωμένη όχι στη ζωή και στη δράση των προστατών της ελληνικής παιδείας Τριών Ιεραρχών, αλλά σε ένα θέμα επίκαιρο και σπουδαίο, όπως το είδαν οι τρεις μέγιστοι φωστήρες πού γιορτάζουμε σήμερα, στο θέμα της παιδείας. Επειδή όμως το θέμα είναι τεράστιο, θα περιοριστώ στη διάκριση μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης, έννοιες πού πολλές φορές ταυτίζονται ή συγχέονται από ορισμένους. Διαφέρουν ωστόσο μεταξύ τους όχι μόνο εννοιολογικά, αλλά και ουσιαστικά. Ευρύτερη είναι η έννοια της παιδείας, περιορισμένου εύρους και βάθους η έννοια της εκπαίδευσης. Η παιδεία εμπεριέχει την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση είναι μέρος μόνο της παιδείας. Υπερέχει δε ποιοτικά και ηθικά η παιδεία απέναντι στην εκπαίδευση. Ο ι. Χρυσόστομος την εγκωμιάζει ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών», απείρως σπουδαιότερη από το έργο ενός αγαλματοποιού. Ο Μ. Βασίλειος την ορίζει «ως αγωγή ωφέλιμη στην ψυχή, πού έχει τη δύναμη να την καθαρίσει από τις κηλίδες της κακίας» και ως «τιμιότερη πολλών χρημάτων» 1. Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος την χαρακτηρίζει ως «πρώτο και μέγιστο καλό για τους ανθρώπους»2 . «Η παιδεία εμπνέει αξίες και ιδανικά, στρέφει το βλέμμα του νέου σε υψηλά οράματα»3.
Την αξία της Παιδείας είχαν εκτιμήσει δεόντως οι αρχαίοι Έλληνες, τους οποίους σπούδασαν οι Τρεις Ιεράρχες, πού μέσω του φιλοσόφου Αρίστιππου διεκήρυξαν πώς είναι προτιμότερο να είσαι ζητιάνος παρά απαίδευτος: «άμεινον επαίτην ή απαίδευτον είναι». Τί είναι όμως η παιδεία κατά τους Τρεις Ιεράρχες;
Παιδεία είναι η διαδικασία ανάπτυξης του ανθρώπου σε πρόσωπο, σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Είναι η σκόπιμη και συνειδητή προσπάθεια για πνευματική καλλιέργεια και τελείωση και κοινωνική ένταξη του άνθρωπου. Δεν είναι συσσώρευση εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Δεν είναι πολυμάθεια κατά τον ί. Χρυσόστομο. Δεν είναι γυμναστική της διάνοιας, αλλά του συνόλου των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου. Η παιδεία δεν σταματά στην απόκτηση ενός ή περισσοτέρων πτυχίων, αλλά παρουσιάζει δυναμική πορεία εξέλιξης και ανάπτυξης σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Κατά τον Μ. Βασίλειο μάλιστα είναι το μόνο αγαθό πού παραμένει αναφαίρετο και μετά τον θάνατο του άνθρωπου. «Παιδεία μόνη των κτημάτων αναφαίρετον και ζώντι και τελευτήσαντι παραμένουσα».
Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι θεοκεντρική και αποβλέπει στην εν Χριστώ τελείωση του ανθρώπου. Κατά τον Μ. Βασίλειο σκοπός της παιδείας είναι: «ομοιωθήναι Θεώ κατά το δυνατόν ανθρώπου φύσει»4. Ο δε ί. Χρυσόστομος γράφει «θα ονομάσω άνθρωπο εκείνον πού διασώζει την εικόνα του Θεού. Άνθρωπος είναι όποιος ακολουθεί τις εντολές του Θεού 5. Κάθε άνθρωπος είναι κατά τον Μ. Βασίλειο «Θεός κεκελευσμένος», έχει δηλαδή την εντολή μέσα του να γίνει κατά χάρη Θεός. Η αξία ή η απαξία του ανθρώπου ορίζεται από τη σχέση του με τον Θεό. Αντίθετα η αποξένωση και η εναντίωση του στο Θεό τον μετατρέπει σε αθεόφοβο ή θεομπαίχτη. Πόσες συμφορές θα μπορούσαν να είχαν αποτραπεί, εάν η αθεοφοβία μετατρεπόταν σε θεοφιλία. «Ει τους παίδας επαιδεύομεν φίλους είναι τω Θεώ πάντα αν ανεπήδησε τα λυπηρά και μυρίων απηλλάγη κακών ο βίος ο παρών»6, γράφει ο ι. Χρυσόστομος (θα απαλλασσόταν ο βίος μας από μύρια κακά, αν παιδεύαμε τα παιδιά μας να γίνουν φίλοι με τον Θεό). Η αθεοφοβία και η θεομπαιξία στοίχισαν ήδη αφάνταστα στην κοινωνία μας και η κρίση πού διέρχεται η χώρα μας δεν είναι άσχετη από αυτές. Ο αθεόφοβος και θεομπαίχτης δεν έχει ηθικές αναστολές στις εγωιστικές του επιδιώξεις. Θα είχε δε μεγάλο όφελος η πολιτεία, εάν μπορούσε να καλλιεργήσει θεοφιλώς τους νεαρούς πολίτες της μέσω της παιδείας της. Δεν είναι αδικαιολόγητη μια γερμανική παροιμία πού ταυτίζει τον καλό χριστιανό με τον καλό πολίτη.
Η παιδεία πού θέλουν οι Τρεις Ιεράρχες είναι παιδεία με υγιή πρότυπα. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδουν στο πρόσωπο, στο ήθος και στο παράδειγμα του δασκάλου. Η σχέση δασκάλου και μαθητή παραλληλίζεται με τη σχέση πνευματικού πατέρα και πνευματικού τέκνου. Στο σημείο αυτό ταυτίζονται παιδαγωγία και ποιμαντική. Σχολείο και Ναός στον πολιτισμό μας βρίσκονται σε σχέση αμοιβαιότητας και συμπληρωματικότητας, ως χώροι διαμόρφωσης και διαποίμανσης του ανθρώπου. Ο Μ. Βασίλειος παραπονείται ότι άκουσε από πολλούς δασκάλους λόγια ψυχωφελή, δε βρήκε όμως σε όλους την αρετή πού θα ήταν αντάξια των λόγων 7. «Ο γαρ μη ποιών και διδάσκων αναξιόπιστος εστίν εις ώφέλειαν»8. Ως υγιές και αιώνιο πρότυπο προβάλλουν στα έργα τους το πρόσωπο του Χριστού. Και ως τέτοιο πρότυπο αναρτούμε και εμείς στις αίθουσες των σχολείων μας την εικόνα του Χριστού, της Παναγίας και τις εικόνες των Τριών Ιεραρχών. Δεν αποτελούν λατρευτικά αντικείμενα. Δεν ανάβουμε κεριά και καντήλια μπροστά τους. Δεν τις θυμιατίζουμε, όπως στην Εκκλησία. Δεν τελούμε ενώπιον τους θρησκευτικές τελετές. Τις τοποθετούμε στις αίθουσες των σχολείων για να προβάλλουμε πρότυπα στους μαθητές μας. Για να υπενθυμίζουμε την παράδοση και τον πολιτισμό μας. Επομένως ή απαίτηση υστέρα από απόφαση δικαστηρίου της μεταχριστιανικής Ευρώπης, την οποία έσπευσαν να υιοθετήσουν ορισμένοι, η απαίτηση αποκαθήλωσης και απομάκρυνσης των εικόνων από τις σχολικές αίθουσες με το έωλο επιχείρημα της προσβολής της θρησκευτικής συνείδησης ετερόδοξων και ετερόθρησκων μαθητών προσκρούει όχι μόνο στις αρχές της ορθόδοξης θεολογίας μας, αλλά και της ίδιας της Παιδαγωγικής Επιστήμης. Οι νέοι χρειάζονται πρότυπα, ορατά πρότυπα. Πρότυπα πού δεν θα τους απογοητεύουν. Και καλύτερα πρότυπα από το πρότυπο του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων μας δεν υπάρχουν.
Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών βοηθεί στην ιεράρχηση των ανθρωπίνων και στη δημιουργία ρεαλιστικής βιοθεωρίας. Έχει μεγάλη σημασία να μπορούν να ιεραρχούν οι νέοι και να βάζουν προτεραιότητες στη ζωή τους, να έχουν αυτογνωσία. «Μικρός ειμί και μέγας», γράφει ό Θεολόγος Γρηγόριος, «ταπεινός και υψηλός, θνητός και αθάνατος, επίγειος και ουράνιος»9. Η ιεράρχηση των ανθρωπίνων οδηγεί, κατά τον Μ. Βασίλειο, στο: «Υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής πράγματος αθανάτου»10. Ο δε ί. Χρυσόστομος επαναλαμβάνει: «Αποδημία ό παρών βίος ...οδίτης ει ...πανδοχείον εστίν ο παρών βίος»11. Πόσο ρεαλιστική αντιμετώπιση της προσωρινότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων, πού συμβάλλει τα μέγιστα στην ομαλή συμβίωση των ανθρώπων και αποτρέπει φαινόμενα αλαζονείας και εγωκεντρισμού πού θηριοποιούν τον άνθρωπο και τον μετατρέπουν σε λύκο για τον συνάνθρωπο του! Ηοmο homini lupus.
Η παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι ζήτηση της αλήθειας και μύηση σ' αυτή. Αυτό σημαίνει ο ελληνικός ορός φιλοσοφία. Η ζητούμενη δε σοφία είναι κατ' αυτούς ο Ιησούς Χριστός ως ένσαρκη Αλήθεια. «Εγώ ειμί, η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή». Απώτερος όμως σκοπός της παιδείας είναι η ολοτελής ένταξη του νέου άνθρωπου στο κοινωνικό σύνολο, η κοινωνικοποίηση του. Είναι επομένως παιδεία κοινωνική πού αποτρέπει κάθε σύγκρουση, πραγματική η υποθετική προσώπου και κοινωνίας. Ο Μ. Βασίλειος είναι εκείνος πού οργάνωσε το κοινόβιο, ως συνέχεια των αρχαίων ελληνικών «κοινών», τα οποία θαύμαζε. «Αιδεσθώμεν», έλεγε, «τα των Ελλήνων κοινά». Ας έρθουμε όμως και στην εκπαίδευση. Τί είναι εκπαίδευση;
Η εκπαίδευση είναι το σύστημα, η μέθοδος, το μέσο απόκτησης και βίωσης της γνώσης. Είναι η υπηρέτρια της παιδείας. Είναι τα εκπαιδευτικά προγράμματα πού εκπονούνται για την καλύτερη προσφορά της παιδείας. Είναι ακόμη η υλικοτεχνική υποδομή και η κατάρτιση του εμψύχου υλικού. Είναι εκείνη πού παρέχει γνωστικά εφόδια και τεχνικές δεξιότητες πού θα βοηθήσουν τον νέο πρωτίστως στην επαγγελματική του αποκατάσταση. Είναι εκείνη πού ολοένα και περισσότερο στις ήμερες μας συνδέεται με την αγορά εργασίας, την επιχειρηματικότητα, την παραγωγή, την ανταγωνιστικότητα. Η λεγόμενη «Διακήρυξη της Μπολόνια» του 1998, και ή «Διακήρυξη της Πράγας» του 2001 έχουν ως στόχο να πετύχουν σύγκλιση των συστημάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης των ευρωπαϊκών χωρών σε ενιαίο σύστημα, ώστε να είναι ανταγωνιστικό προς αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ώστε να εναρμονιστεί πλήρως με τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει: γρήγορη παραγωγή με μικρό κόστος. Και οι μεν διακηρύξεις αυτές αφορούν σε πρώτη φάση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Είναι όμως περισσότερο από βέβαιο ότι επηρεάζουν και τα προγράμματα τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο -πολύ περισσότερο- και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Προγράμματα επιχειρηματικότητας έχουν εισαχθεί ήδη στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Επειδή δε δεν μπορεί να γιγαντώνεται επ' άπειρο το ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου από την συνεχή προσθήκη νέων μαθημάτων και προγραμμάτων (ήδη κατά απάνθρωπο τρόπο γίνονται οχτάωρα μαθήματα σε Γυμνάσια) τίθεται ζήτημα αφαίρεσης, μείωσης η προαιρετικοποίησης -δηλαδή υποβάθμισης-άλλων μαθημάτων. Αυτά δε πού είναι στο στόχαστρο υποβάθμισης δεν είναι τα μαθήματα εκπαίδευσης η κατάρτισης, αλλά τα μαθήματα πού παρέχουν παιδεία. Έτσι εξηγείται και η προσπάθεια προαιρετικοποίησης του μαθήματος των θρησκευτικών, εκείνου του μαθήματος δηλαδή πού κατ' εξοχήν συμφωνεί με τις παιδαγωγικές αρχές των Τριών Ιεραρχών. Το μάθημα θρησκευτικών είναι μάθημα παιδείας. Παρατηρείται δηλαδή μια διαδικασία ριζικής υποχώρησης της παιδείας και επικυριαρχίας της εκπαίδευσης και κατάρτισης, μια διαδικασία εκπαιδευτικοποίησης της παιδείας, η οποία από διαδικασία ανάπτυξης της προσωπικότητας του άνθρωπου, όπως τη θέλουν οι σήμερα εορταζόμενοι άγιοι, μεταβάλλεται σε «διαδικασία δημιουργίας εμψύχων ηλεκτρονικών υπολογιστών».
Φτάσαμε όμως στο σημείο, ενώ διαθέτουμε στην εποχή μας τεχνολογικές, επιστημονικές, οικονομικές και εκπαιδευτικές προϋποθέσεις ασύγκριτα καλύτερες από παλιότερες εποχές, η ποιότητα της ζωής να μη καλυτερεύει ή η καλυτέρευση της, στους τομείς πού αυτό επιτυγχάνεται να είναι δυσανάλογα χαμηλότερη. Στους κύκλους της διανόησης είναι πλέον διάχυτη η άποψη ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας συνεπάγεται την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, την κρίση των ανθρωπιστικών άξιων, τον απάνθρωπο εξορθολογισμό των διανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνικής ζωής γενικά, τον υποβιβασμό του άνθρωπου σε μηχανή και των προϊόντων της τέχνης, του πολιτισμού σε εμπόρευμα. Γίνεται λόγος για «τεχνολογική απανθρωπιά», εναντίον της οποίας μόνο μια Παιδεία πού δικαιώνει το όνομα της, μια παιδεία όπως την οραματίζονταν οι Τρεις Ιεράρχες και έχει ως επίκεντρο την ποιότητα του ανθρώπου πού πλάθει μπορεί να δράσει Είπαν για τη σημερινή εκπαίδευση ότι τη διακρίνει «μια διανοητική αλαζονεία και ιδεολογική, επιστημονική μεγαλαυχία»13, ότι «ανασυντάσσεται πάνω στο διευρυμένο πεδίο των Φυσικών Επιστημών και της Υψηλής Τεχνολογίας.,. μέσα σ' ένα πυκνότατο δίκτυο Πληροφοριών», πού αποτελούν «τροφή του νου», αλλά «ατροφία της ψυχής», εκείνης πού γεννά το ήθος του άνθρωπου, πού πλάθει χαρακτήρες και ανεβάζει το πρόσωπο του σε προσωπικότητα»14.
Μια εκπαίδευση όμως χωρίς παιδεία, πού παράγει ενδεχομένως «ιδιοφυείς επιστήμονες» και άριστα καταρτισμένους τεχνοκράτες, οι όποιοι όμως έχουν «νεκρωμένη συνείδηση και νεκρωμένη βούληση», «μπορεί να αποτελέσει απειλή πολλαπλή και κίνδυνο φοβερών διαστάσεων» 15. Τέτοιοι ιδιοφυείς επιστήμονες και τεχνοκράτες υπηρέτησαν ήδη «εξωανθρώπινους σκοπούς και «χάρισαν» στην ανθρωπότητα πυρηνικά μανιτάρια και θαλάμους αερίων θαυμαστής πράγματι τελειότητας...»16. Επαληθεύθηκε έτσι ο λόγος του Πλάτωνα: «Πασά επιστήμη χωριζόμενη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία, ου σοφία φαίνεται».
Τίθεται όμως το ερώτημα: Τί μέλλει γενέσθαι; Θα παραμείνουμε στον 21ο αι. στις παιδαγωγικές αρχές των Τριών Ιεραρχών; Δεν είναι απαραίτητη και η εκπαίδευση και κατάρτιση των νέων, πού θα τους καταστήσει ικανούς να αντιμετωπίσουν και τις απαιτήσεις της παρούσας ζωής; Οι Τρεις Ιεράρχες είναι αρκετά ρεαλιστικοί στην εκτίμηση των πραγμάτων. Θέτουν μεν ως ύψιστο στόχο την εν Χριστώ μόρφωση και τελείωση των νεαρών υπάρξεων, αξιολογούν όμως πολύ θετικά και την τεχνική εκπαίδευση. Σε μια εποχή πού οι χειρωνακτικές τέχνες χαρακτηρίζονταν βάναυσες θα πει ο ι. Χρυσόστομος: «Ας μη περιφρονούμε τους χειρώνακτες, αλλά μάλλον να τους μακαρίσουμε»17. Προτρέπει μάλιστα να θαυμάζουμε τον λασπωμένο και μουντζουρωμένο εργάτη 18, ενώ ντροπή θα πρέπει να αισθάνονται, «όσοι παραμένουν άεργοι και όσοι ζουν από τους κόπους άλλων»19 Το ζητούμενο επομένως και σύμφωνα με τη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών είναι να υπάρχει ένας άριστος συνδυασμός παιδείας και εκπαίδευσης.
Ούτε παιδαγωγικό ποίηση της εκπαίδευσης είναι νοητή, από την οποία θα λείπουν τα προγράμματα κατάρτισης για την αντιμετώπιση των αναγκών αυτής της ζωής, ούτε όμως και εκπαιδευτικοποίηση της παιδείας, από την οποία θα απουσιάζουν οι στόχοι καλλιέργειας της πνευματικότητας και της ανάδειξης των νεαρών υπάρξεων σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες.
Τον συνδυασμό παιδείας και εκπαίδευσης διαβάζει κανείς στον Άγιο Ιωάννη της Κρωστάνδης, μ' ένα σύντομο κείμενο του οποίου κλείνω την ομιλία μου: «Αν διδάσκεις παιδιά, είτε δικά σου είτε ξένα, προσπάθησε να σκεφτείς ότι κάνεις έργο Θεού. Να τα διδάσκεις με ζήλο, να χρησιμοποιείς τα καλλίτερα μέσα για να κάνεις τη διδασκαλία σαφή, κατανοητή, πλήρη κι όσο το δυνατό πιο αποδοτική» 20. Αμήν.
Υποσημειώσεις
1.         Ρ. Ο. 31, 396Α
2.         Π.Γ. 37, 682
3.         Καργάκος Σ., Προβληματισμοί, ένας διάλογος με τους νέους, τ. Γ, Αθήνα 1989, σ. 190
4.         Ρ. Ο. 32, 69
5          Ρ. Ο. 53, 201
6.         Ρ. Θ. 51, 327
7.         Ρ. Ο. 32, 358
8.         Ρ. Ο. 30, 497
9.         Ρ. Ο 35, 785
10.        Ρ. Ο. 31, 204
11.        Ρ. Ο. 52, 401
12.        Σύγκρ. Τσιρόπουλος Κ., Ή υπόθεση του ανθρώπου. Αποτίμηση του Εικοστού Αιώνα, Αθήνα 1995, σ.129
13.        Όπ. π. 132
14.        Όπ. π.
15.        Σύγκρ. Καργάκος Σ., Προβληματισμοί, 186 εξ.
16.        Σύγκρ. οπ. παρ. 186
17.        Ρ. Ο. 51,193
18.        Σύγκρ. Ρ. Ο. 61,1017
19.        Σύγκρ. Ρ.Ο. 61, 47
20.        Αγ. Ιωάννη της Κρωστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου , μετάφραση Μπότση Π., Αθήνα 2003, σ. 293.

Οι Τρείς Ιεράρχες και η ταυτότητα του Ελληνισμού, του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου,

Οι Τρείς Ιεράρχες
και η ταυτότητα του Ελληνισμού
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου
Πανηγυρική ομιλία του Σεβασμιωτάτου στο Πανεπιστήμιο Πατρών
για την εορτή των Τριών Ιεραρχών(Δημοσιεύεται ένα τμήμα της)
Η πορεία και η ανάπτυξη της ελληνικής σκέψης
Μελετώντας την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αισθανόμαστε μία κατάπληξη για το πώς μπόρεσε να μελετήση το “είναι” και τον κόσμο μέσα από διαφορετικές προοπτικές, έχοντας όμως μια ενιαία υποδομή, το πώς αναπτύχθηκε και απετέλεσε ένα μεγάλο ρεύμα φιλοσοφίας, θρησκείας και πολιτικής.
Δύο κυρίως σημεία θα πρέπη να τονιστούν στην ενότητα αυτή.
Το πρώτο είναι ότι έχουμε μια διαρκή εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο φιλοσοφούσαν και θρησκεύονταν οι αρχαίοι Έλληνες, μέσα όμως στα πλαίσια της ελληνικής συνείδησης. Παρατηρεί κανείς με πολύ μεγάλη έκπληξη το πώς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα απέφευγε την στασιμότητα και διακρινόταν από μία δυναμική πορεία. Μπορεί κανείς να οριοθετήση, παρά το επικίνδυνο του πράγματος, μερικές φάσεις της αναπτύξεως του ελληνικού πνεύματος.
Στην αρχή παρατηρεί κανείς την επικράτηση μαγικών θρησκειών, λατρεύεται η φύση, η οποία συνιστά μια κατώτερη θρησκεία. Στην συνέχεια αναπτύσσεται ο ανθρωπομορφισμός, η λατρεία των θεών του Ολύμπου, όπως περιγράφεται στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Αυτός ο ανθρωπομορφισμός στην πραγματικότητα ενσαρκώνει τους ανθρώπινους πόθους για την αθανασία, την υγεία, την καλοπέραση, την δύναμη. Ακολούθως εμφανίζονται οι Ίωνες φυσικοί, οι οποίοι στρέφονται στην φύση, αποβάλλοντας την θρησκευτική άποψη για την ερμηνεία του κόσμου. Η αρχική αιτία του κόσμου θεωρείται από τον Θαλή τον Μιλήσιο το νερό, από τον Αναξίμανδρο το άπειρο, από τον Αναξιμένη ο αέρας. Στην συνέχεια εμφανίζεται ο μυστικιστικός τρόπος ζωής, η οργιαστική φάση της θρησκείας, όπως εκφράζεται από τον Διόνυσο, τους Ορφικούς και τον Πυθαγόρα, οι οποίοι φέρουν τον θεό μέσα στον άνθρωπο και ενδιαφέρονται κυρίως για την αντιμετώπιση του πόνου. Η οντολογική ερμηνεία της φύσης, όπως εκφράζεται από τους Ελεάτες (Παρμενίδης) και τον Ηράκλειτο, ασχολείται με την σχέση και διαφορά μεταξύ “είναι” και “γίγνεσθαι”. Ακόμη, η εμφάνιση του ορθολογισμού, όπως εκφράζεται από τους Σοφιστές, με πρώτο τον Πρωταγόρα, οι οποίοι θεωρούνται πρόδρομοι των Διαφωτιστών του 18 αι. μ.Χ., εκλαμβάνουν την αλήθεια όχι ως αντικείμενο, αλλά υποκείμενο που συνδεέεται με την ανθρώπινη σκέψη. Ακολούθως η ιδεαλιστική, κλασσική μεταφυσική του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, πολέμησε τον ανθρωπομορφισμό του Θεού και έκανε τον Θεό ιδέα. Έπειτα η μετακλασσική περίοδος του Ελληνισμού που εκφράζεται από τον Στωϊκούς και Επικούριους φιλοσόφους, οι οποίοι ταύτισαν την φύση του ανθρώπου με τον λόγο, έκαναν λόγο για την νέκρωση του παθητικού μέρους της ψυχής και βεβαίως έδωσαν προτεραιότητα στην ευδαιμονία, όπως αυτοί την εννοούσαν. Τέλος, ο νεοπλατωνισμός με τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο, τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο, που ήταν η τελευταία αναλαμπή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και κυρίως της μεταφυσικής συνέδεσαν τον πλατωνισμό με την γνωστικισμό.
Επίσης εκείνο το οποίο μπορεί να σημειωθή είναι ότι υπάρχουν πολλοί μελετητές οι οποίοι συνδέουν την εξέλιξη αυτή μέσα από πολιτικές ερμηνείες. Για παράδειγμα στις ελληνικές πόλεις – κράτη άλλοτε κυριαρχεί η δημοκρατία, δηλαδή η επικράτηση δημοκρατικών αρχών με τους θεούς του Δήμου, και άλλοτε κυριαρχεί ο αριστοκρατικός ιδεαλισμός, όπως εκφράζεται από τον μυστικισμό και την μεταφυσική.
Το δεύτερο σημείο που εκφράζει την ενότητα, αλλά και όλη την εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος, είναι η “σταδιακή εξέλιξη από την μυθική αντίληψη προς την ορθολογιστική σκέψη” και στην μεταφυσική φιλοσοφία δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, αλλά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που το προσδιόρισαν. Στην συνέχεια θα παραθέσω μερικά από τα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς στο σημαντικό βιβλίο του με τίτλο “Οι Θεμελιωτές της δυτικής σκέψης”.
Ο Karl Jaspers έχει υποστηρίξει ότι στην πνευματική εξέλιξη που συντελείται μεταξύ του 800 και 200 π.Χ., περίπου στο 500 π.Χ. τοποθετείται αυτό που χαρακτήρισε “αξονική περίοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας”.
Παρατηρείται ότι από τον 7ο αι. π.Χ. και εντεύθεν σε διαφόρους γεωγραφικούς χώρους, την Κίνα (Λάο-Τσέ, Κομφούκιος), την Ινδία (Μαχαβίρα, Βούδας), τον Ισραήλ (προφήτες Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ), το Ιράν (Ζωροάστρης), την Ελλάδα (Προσωκρατικοί, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) γίνονται διάφορες πολιτισμικές θεμελιακές μεταβολές.
Όμως οι αφετηρίες κάθε τόπου και πολιτισμού είναι διαφορετικές. Στην Κίνα κυριαρχεί η πρακτική φροντίδα για την καλή σχέση των ανθρώπων στην κοινωνία, στην Ινδία επικρατεί η θρησκευτική αγωνία του ανθρώπου για νόημα ζωής, στην Ελλάδα επικρατεί κυρίως η φιλοσοφία.
Γεγονός είναι ότι την περίοδο αυτή παρατηρείται και μία επικοινωνία των Ελλήνων με τους άλλους λαούς. Οι Έλληνες, λόγω της θαλάσσης, έρχονται σε επικοινωνία με πολλούς λαούς και πολιτισμούς, λαμβάνοντας από αυτούς ό,τι τους ήταν απαραίτητο για τον τρόπο ζωής τους. Συγχρόνως το εύκρατο κλίμα και ο τόπος διαμονής τους που συνέδεε στεριά και θάλασσα, τους έδινε την δυνατότητα να φιλοσοφούν για το “είναι”, τον “χρόνο”, την “φύση”, τον “άνθρωπο”, το νόημα της ζωής και του θανάτου. Έτσι, οι Έλληνες προσλάμβαναν ό,τι καλύτερο υπήρχε στους άλλους πολιτισμούς και το μετέτρεπαν σε φιλοσοφία, ασχολούμενοι με τον “θεό”, την “αρχή”, τον “λόγο”, την “δίκη”, το “άπειρο”, την “φύση”, τον “κόσμο”, το “είναι”.
Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Βαμβακάς, “τό ορθολογικό πνεύμα των Ελλήνων έθεσε αναμφισβήτητα τα θεμέλια της φιλοσοφίας και της επιστήμης, πράγμα που υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού… Οι Έλληνες ίδρυσαν τον δυτικό πολιτισμό, οριοθετώντας τον όμως, συγχρόνως, έναντι των ανατολικών πολιτισμών”.
Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, υπήρξαν πολλοί παράγοντες για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα. Θα αναφέρω μερικούς από αυτούς.
Ένας παράγοντας ήταν η “περιβάλλουσα φύση”. Το εύκρατο κλίμα, η διαυγής ατμόσφαιρα και η ηλιοφάνεια, η “αδιάκοπη διείσδυση και συμβίωση στεριάς και θάλασσας”, όπως “ο αέναος ρόχθος και κυματισμός της επιφάνειας της θάλασσας, σε αντίθεση με τον σιωπηλό, αδιόρατο και ασάλευτο βυθό της” θα δημιουργήσουν την υποψία για την αντίθεση μεταξύ “φαίνεσθαι” και “είναι”, “γίγνεσθαι” και “είναι”. Επίσης, και η θάλασσα θα βοηθήση στην επικοινωνία με πολλούς πολιτισμούς.
Άλλος παράγοντας είναι οι κοινωνικές δομές. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. και μετά δημιουργούνται οι πόλεις – κράτη. Το πολίτευμα των πόλεων αυτών - κρατών έχει διάφορες διακυμάνσεις, αρχίζει από το αριστοκρατικό, δημιουργούνται τα ολιγαρχικά ή τιμοκρατικά πολιτεύματα, αφού αναπτύσσεται η τάξη των βιοτεχνών, εμπόρων και πλοιοκτητών, προχωρεί στα τυραννικά καθεστώτα και θα φθάση στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Παρά ταύτα δημιουργείται σε όλες αυτές τις πόλεις – κράτη η κοινή ελληνική συνείδηση, καθώς επίσης, μετά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού με την Γραμμική Γραφή Β΄, δημιουργείται το νέο ελληνικό αλφάβητο. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν ως πρότυτο την φοινικική γραφή, αφού όμως προσέθεσαν τα φωνήεντα, που δεν είχε το φοινικικό αλφάβητο (αποτελείτο από σύμφωνα και ημίφωνα), δημιουργώντας έτσι ένα κομψό φωνητικό αλφάβητο.
Η θρησκεία, επίσης, υπήρξε ένας σπουδαίος παράγοντας για την ανάπτυξη του ελληνικού πνεύματος. Στην αρχή “οι θεοί των Ελλήνων είναι δυνάμεις και δευτερευόντως πρόσωπα. Γι' αυτό τα θεϊκά πρόσωπα, πολλές φορές, συγχέονται”. Στην συνέχεια εξασθενίζει η πίστη στους θεούς, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο πνευματικοί δρόμοι: “τής ορθολογικής φιλοσοφίας των Ιώνων και του μυστικισμού της ορφικής διδασκαλίας, που θα ανταποκριθή και στις βαθύτερες θρησκευτικές ανάγκες των Ελλήνων”. Αυτή η μυστηριακή θρησκεία είναι εντελώς διαφορετική από “τό ελληνικό πνεύμα της ομηρικής εποχής” και οπωσδήποτε έχει επίδραση ανατολική.
Επίσης, η σχέση μεταξύ μύθου και επικής ποίησης, η πορεία από τον μύθο στον λόγο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας. Μέσα από αυτή την διάσταση οι Έλληνες έβλεπαν την ενότητα και την τάξη που υπάρχει στην φύση.
Όλες αυτές οι προϋποθέσεις υπήρχαν στο αρχαίο ελληνικό “πνεύμα”, οπότε η επικοινωνία τους με τους ανατολικούς λαούς βοήθησε στο να το αναπτύξουν ακόμη περισσότερο με εκείνα που συνάντησαν.
Για παράδειγμα, ο Θαλής ο Μιλήσιος παρέλαβε την αστρονομία από την Αίγυπτο και την Βαβυλωνία με τα ταξίδια τα οποία είχε κάνει, αλλά την ανήγαγε σε φιλοσοφία. Το ίδιο και ο Πυθαγόρας. Επίσης οι Έλληνες παρέλαβαν την αριθμητική και την γεωμετρία από την Αίγυπτο και την έκαναν φιλοσοφία. Ακόμη οι ορφικοί και οι πυθαγόρειοι παρέλαβαν στοιχεία απο τους ανατολικούς λαούς, αλλά προχώρησαν περισσότερο τις γνώσεις αυτές. Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν διάφορα μυθολογικά συστήματα και συγκέντρωσαν ένα μεγάλο υλικό που εξυπηρετούσε “ωφελιμιστικούς καθαρά σκοπούς”, ενώ οι Έλληνες τα ανήγαγαν σε άλλη σφαίρα, τα έκαναν φιλοσοφία. Το κίνητρό τους “δέν έχει σχέση με τα πρακτικά προβλήματα των ανατολικών λαών, αλλά είναι αναζήτηση της αλήθειας μέσω της ευρύτερης θεώρησης του κόσμου”.
Βέβαια, ο G. James ανέπτυξε την θεωρία περί “κλεμμένης κληρονομιάς”, δηλαδή πρόκειται για την λεγόμενη “αφροκεντρική θεωρία”, αλλά αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα για τα αυθαίρετα συμπεράσματά της και διότι αγνόησε το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες προσέλαβαν μερικά στοιχεία από ξένους πολιτισμούς, αλλά τα επεξεργάσθηκαν ακόμη περισσότερο και το πρακτικό - ωφελιμιστικό επίπεδο το ανέβασαν στο οντολογικό, φιλοσοφικό, θεολογικό επίπεδο. “Η ουσία είναι –καί αυτό επιμένουν να μη κατανοούν οι αφροκεντριστές– ότι οι Έλληνες μετέτρεψαν τις πρακτικές γεωμετρικές, αριθμητικές, αστρονομικές γνώσεις των γειτονικών μεγάλων πολιτισμών σε γενικευμένα, συνεκτικά, φιλοσοφικά συστήματα”.
Οπότε, όταν παρατηρή κανείς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, θα διαπιστώση ότι διαρκώς γονιμοποιεί και γονιμοποιείται, προσλαμβάνει και προσλαμβάνεται, γεννιέται μια φάση και έπειτα πεθαίνει για να αναγεννηθή κάποια άλλη, έχει μια διαρκή κίνηση και πορεία, διακρίνεται από μια εντελέχεια, έχει μια δυναμική κίνηση προς την ολοκλήρωση. Ξεκινά από την μαγική θρησκεία, προχωρεί στον ανθρωποκεντρισμό, εξελίσσεται στον ορθολογισμό, φθάνει στον μυστικισμό, αναπτύσσεται στην μεταφυσική.
Παράλληλα η νέα φάση που δημιουργείται δεν καταργεί τελείως την προηγούμενη, οπότε υπάρχουν πολλές παράλληλες παραδόσεις. Ο ελληνικός πολιτισμός έχει μέσα του μια δυναμικότητα, μια ακατάβλητη ελευθερία, μια κίνηση προς την ολοκλήρωση. Όλο αυτό το ρεύμα κινείται μαζί, παράλληλα, ενοποιημένα, σε μερικά σημεία απομονωμένα και με όλες αυτές τις μορφές του συναντιέται με τον Χριστιανισμό.
Οι πρώτοι Αποστολικοί Πατέρες, οι Απολογητές και οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου αιώνος συναντούν όλο αυτό το ρεύμα, το διηρημένο σε πολλά τμήματα, αλλά εσωτερικά ενοποιημένο με τον νόμο των αντιθέσεων του Ηρακλείτου, και είναι φυσικό να επηρεασθούν από αυτό. Δεν πρόκειται μόνον για την κοινή ελληνιστική γλώσσα, την οποία οι Πατέρες συνάντησαν στην εποχή τους και την χρησιμοποίησαν, αλλά όλο αυτό το οντολογικό υποσυνείδητο που υπάρχει στον Ελληνισμό. Το θέμα αυτό θα το δούμε στην επόμενη ενότητα.
Εκείνο το οποίο πρέπει να σημειωθή ως προς την ενότητα αυτή είναι ότι η ταυτότητα του ελληνισμού χαρακτηρίζεται από μια διαρκή εξέλιξη, γονιμοποίηση και ωρίμανση. Κανείς δεν μπορεί να εντάξη τον Ελληνισμό σε μια χρονική φάση της εξελίξεώς του και κανείς δεν μπορεί να απολυτοποιήση μια μόνο φάση σε αυτήν την εξέλιξη.
3. Η συνάντηση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό
Όπως είδαμε προηγουμένως, η τελευταία φάση της ελληνικής φιλοσοφίας, η οποία χαρακτηρίζεται Νεοπλατωνισμός, έχει επηρεασθή από τον Γνωστικισμό και μερικές απόψεις του Χριστιανισμού, κυρίως αιρετικών παραφυάδων.
Το γεγονός είναι ότι μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. υπήρξαν πολλές φάσεις της συναντήσεως του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός γεννήθηκε σε Ιουδαϊκά περιβάλλοντα, αλλά όταν εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης αναγκαστικά συναντήθηκε με τον Ελληνισμό, με θετικές και αρνητικές συνέπειες. Κυρίως όμως τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν μεγάλα πνευματικά αναστήματα του Χριστιανισμού μελέτησαν την αρχαία ελληνική παιδεία, σπουδάζοντας την ελληνική φιλοσοφία και γενικότερα την ελληνική παράδοση, τότε γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις μιας συναντήσεως μεταξύ των δύο αυτών πνευματικών μεγεθών, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.
Η συνάντηση αυτή Ελληνισμού και Χριστιανισμού χαρακτηρίσθηκε με δύο φράσεις. Την μία χρησιμοποίησε ο μεγάλος Προτεστάντης Θεολόγος και ιστορικός Χάρνακ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εξελληνισμό του Χριστιανισμού”, όπως ονόμαζε τον Γνωστικισμό. Την άλλη φράση χρησιμοποίησε ο μεγάλος Ρώσσος Θεολόγος του 20ου αιώνος, που δίδαξε στον Χάρβαρντ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, σύμφωνα με την οποία η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού δημιούργησε “τον εκχριστιανισμό του ελληνισμού”.
Ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” συνίσταται στο ότι ο Χριστιανισμός εξελληνίστηκε, δηλαδή απέβαλε την αποκαλυπτική αλήθεια και πλησίασε περισσότερο προς την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Επίσης, ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” συνίσταται στο ότι ο Ελληνισμός εκχριστιανίσθηκε, δηλαδή ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε τον Ελληνισμό για να εκφράση την αλήθειά του.
Ενώ φαίνεται ότι ένα από τα δύο συνέβη, εν τούτοις όμως πραγματοποιήθηκαν και τα δύο αυτά ρεύματα. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας υπεστήριξε την άποψη ότι ο “εξελληνισμός του Χριστιανισμού” έγινε από τους φιλοσοφούντας θεολόγους, οι οποίοι κατέληξαν να θεωρούνται αιρετικοί της Εκκλησίας, όπως ο Γνωστικισμός, ο Δοκητισμός, ο Μοντανισμός και αργότερα άλλοι αιρετικοί, ενώ ο “εκχριστιανισμός του Ελληνισμού” έγινε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, ιδίως τους Τρείς Ιεράρχες και τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, όπως και τους μεταγενέστερους, ήτοι άγιο Μάξιμο Ομολογητή, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά κλπ.
Το κρίσιμο θέμα το οποίο απησχόλησε τους πρώτους Πατέρας είναι το λεγόμενο κοσμολογικό, που καταλήγει στο θεολογικό. Το κοσμολογικό πρόβλημα είναι τί είναι ο κόσμος, ποιός τον δημιούργησε, που οφείλεται το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Η εβραϊκή ερμηνεία για τον κόσμο έβλεπε πάντοτε πίσω από τον κόσμο τον Θεό. Η ελληνική - φιλοσοφική ερμηνεία για τον κόσμο θεωρούσε τον Θεό πάντοτε συνδεδεμένο με τον κόσμο. Ακόμη και ο Πλάτων που έκανε λόγο για τα αρχέτυπα των όντων, έλεγε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και έτσι δημιουργός σημαίνει διακοσμητής.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχοντας βιβλική - εβραϊκή σκέψη, έπρεπε να περάσουν την χριστιανική αποκάλυψη μέσα στην ελληνική νοοτροπία. Το θέμα κατ' εξοχήν ετέθη στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός, που είναι το κέντρο της ιστορίας, και τί θα πη ότι ενηνθρώπησε ο Χριστός. Για τον Εβραίο δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί το ερμήνευε ως μια επέμβαση του Θεού μέσα στον κόσμο. Για τον Έλληνα όμως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, επειδή έπρεπε να αλλάξη όλη την νοοτροπία του. Δηλαδή, έπρεπε να αλλάξη την κοσμολογία του, που σημαίνει ότι έπρεπε να απαντά στο ερώτημα τί είναι ο Χριστός με κοσμολογικές κατηγορίες, χωρίς όμως να δεχθή την ελληνική νοοτροπία.
Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη και να δεχθή την διδασκαλία ότι ο κόσμος έγινε από το μηδέν. Επίσης έπρεπε να αποβάλη την άποψη περί της πτώσεως ως τιμωρίας και να δεχθή την διδασκαλία περί της πτώσεως ως ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Ακόμη έπρεπε να αποβάλη την άποψη ότι η ύλη είναι εκ φύσεως κακή και να δεχθή την δυνατότητα ενανθρωπήσεως του Λόγου και αναστάσεως του Χριστού, όπως επίσης και αναστάσεως και αφθαρσίας των σωμάτων των ανθρώπων. Έπρεπε δηλαδή να αποβάλη την άποψη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας περί φύσει θνητού σώματος και φύσει αθανάτου ψυχής.
Επίσης, άλλο θέμα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι πρώτοι Πατέρες ήταν το θέμα ποιά είναι η μέθοδος ερμηνείας του κόσμου και του ανθρώπου. Γι' αυτό, το κρίσιμο σημείο που δείχνει την διαφορά μεταξύ των φιλοσοφούντων θεολόγων και των ορθοδόξων Πατέρων είναι η σχέση μεταξύ του νου και της λογικής σε σχέση με την γνώση του Θεού. Οι φιλοσοφούντες θεολόγοι υπερύψωσαν την ανθρώπινη λογική, την έθεσαν ως κέντρο ερεύνης ακόμη και του Θεού, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στον νου και την καρδιά, προκειμένου να αποκτήσουν γνώση εμπειρική του Θεού.
Αυτό το βλέπουμε στους Τρεις Ιεράρχες, που έκαναν λόγο για την νοερά ησυχία, την καρδιακή καθαρότητα προκειμένου να αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού. Και όταν αποκτήση κανείς την γνώση του Θεού στην συνέχεια, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την λογική, διατυπώνει την εμπειρία του.
Σε αυτό το σημείο φαίνεται η διαφορά των Τριών Ιεραρχών από τους φιλοσοφούντας θεολόγους της εποχής τους, οι οποίοι απέκλιναν από την ορθόδοξη αλήθεια. Ενώ οι φιλοσοφούντες θεολόγοι είχαν μια ενιαία μεθοδολογία ερεύνης και γνώσεως του Θεού, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν αναπτύξει την διπλή μεθοδολογία για την γνώση του κόσμου και του Θεού –αφού η λογική ερευνά τον κόσμο και ο νους αποκτά εμπειρίες του Θεού– με αποτέλεσμα να μη συγχέουν νου και λογική και να μη ταυτίζουν επιστήμη και θεολογία.
Όπως έχουμε εντοπίσει πιο πάνω, ο Ελληνισμός είναι ένα πολύ μεγάλο μέγεθος, που ξεκίνησε πολλούς αιώνας πριν από την έλευση του Χριστού, γονιμοποίησε όλα τα στοιχεία τα οποία βρήκε στην πορεία του, ακόμη και ανατολικές παραδόσεις, και συνεχώς αυξανόταν σε εμπειρία και γνώση. Όσες επιστημονικές και πρακτικές γνώσεις της εποχής εκείνης παρέλαβε από ανατολικούς λαούς, τις έκανε φιλοσοφία.
Μελετώντας τα ζητήματα αυτά προσεκτικά, διεπίστωσα ότι η θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως των Τριών Ιεραρχών μπορεί να θεωρηθή μια δημιουργική εξέλιξη του ελληνισμού, μια έκφραση του εκχριστιανισμένου Ελληνισμού, αφού οι Τρεις Ιεράρχες προσέλαβαν όλα τα θετικά στοιχεία του Ελληνισμού, τα οποία συνάντησαν και τον ανέβασαν σε μεγάλο ύψος. Όπως ο Ελληνισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του παρελθόντος, έτσι και ο Χριστιανισμός γονιμοποίησε τα στοιχεία του Ελληνισμού που συνάντησε στην εποχή του. Για παράδειγμα, οι Τρεις Ιεράρχες αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο πολλές απόψεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας (Ελεατικής Σχολής και Σχολής Ηρακλείτου) πολλές θεωρίες της κλασσικής φιλοσοφίας (Πλάτωνος - Αριστοτέλους), πολλές εκφράσεις της μυστικής φάσεως του Ελληνισμού (Πυθαγόρα - Ορφικών) κλπ., χωρίς βέβαια να αλλοιώσουν τον ορθόδοξη αποκαλυπτική αλήθεια.
Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή την περίπτωση του Ηρακλείτου (βλ. Ηράκλειτος άπαντα, Τάσου Φάλκου - Αρβανιτάκη, εκδ. Ζήτρος, Κωνσταντίνου Βαμβακά: Οι θεμελιωτές της δυτικής σκέψης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ιωάννου Θεοδωρακόπουλου: εις Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. Β΄, 432 κ. εξ., Γρηγορίου Κωσταρά: Φιλοσοφική προπαίδεια, Αθήναι 1991, Χαραλάμπους Θεοδωρίδου: Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Κολλάρου) και πώς οι απόψεις του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά στην Ορθόδοξη παράδοση.
Είναι γνωστόν ότι ο Ηράκλειτος (535-475 π.Χ.) υπήρξε ένα φωτεινό πνεύμα κατά την πορεία της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Βεβαίως, δεν διασώζεται το πλήρες έργο του, μόνον διασώζονται 139 αποσπάσματα σε διαφόρους συγγραφείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απόψεις του Ηρακλείτου έγιναν αντικείμενο προσοχής και ερεύνης από όλους τους αρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, όπως τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κλπ., παλαιούς Χριστιανούς συγγραφείς, όπως τον Ιππόλυτο, τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα, και νέους φιλοσόφους, όπως τον Έγελο, τον Μπέρξον, τον Μαρξ, τον Γκαίτε, τον Νίτσε.
Τα διασωθέντα αποσπάσματά του ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως, ακριβώς γιατί ο Ηράκλειτος χαρακτηρίστηκε “σκοτεινός φιλόσοφος”, δηλαδή είναι δύσκολος στην ερμηνεία, είναι αποφθεγματικός και ελλειπτικός και όπως έλεγε ο Διογένης ο Λαέρτιος “Δηλίου τινος δείται κολυμβητού” για την κατανόησή του.
Από τις απόψεις του Ηρακλείτου μπορούμε να σημειώσουμε τρεις βασικές του θέσεις.
Η μία αναφέρεται στην έννοια του λόγου, που είναι ο συμπαντικός νόμος που διέπει τα πάντα, βρίσκεται μέσα στα όντα, στο γίγνεσθαι, στο είναι του κόσμου, στην ψυχή του ανθρώπου. Ο λόγος είναι η αρχή από την οποία κατάγεται το γίγνεσθαι, και ο άνθρωπος πρέπει να ενωθή με τον λόγο. Για να μπορέση όμως να φθάση και να ενωθή με τον λόγο, πρέπει να ελευθερωθή από τις αισθήσεις του και τους φραγμούς της υποκειμενικότητάς του. Ο Ηράκλειτος κάνει λόγο για τον ξυνό (ξυν-νόω) κοινό λόγο, που σημαίνει την ταύτιση του κοινού λόγου με την κοινή φρόνηση. Ο λόγος αυτός είναι αιώνιος και οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον εννοήσουν, ούτε πριν τον ακούσουν, αλλά και ούτε όταν τον ακούσουν. Όταν είναι σε εγρήγορση δεν γνωρίζουν τί κάνουν και όταν κοιμούνται λησμονούν τί πράττουν. Ενώ ο λόγος είναι κοινός, πολλοί άνθρωποι ζουν ωσάν να έχουν την δική τους αλήθεια. Ο Ηράκλειτος γράφει: “Διό δει έπεσθαι τω (ξυνώ, τουτέστι τω) κοινώ· ξυνός γαρ ο κοινός” (απόσπασμα 2).
Η δεύτερη βασική αλήθεια του Ηρακλείτου είναι τα περί του γίγνεσθαι, αφού υποστηρίζει την γνωστή άποψη ότι “τα πάντα ρει”. Το γίγνεσθαι κατά τον Ηράκλειτο δεν γνωρίζει ούτε αρχή ούτε τέλος, αλλά έχει παντού την αρχή του και το τέλος. Πρόκειται για μια αέναη σύγκρουση των αντιθέτων, γι' αυτό και ομιλούσε για το ότι “πόλεμος πατήρ πάντων”. Μέσα στο γίγνεσθαι υπάρχει ο λόγος, γι' αυτό κάθε αιών δεν μπορεί να βγη από τα μέτρα του. Έτσι, παρά το γίγνεσθαι, την αέναη κίνηση των όντων, υπάρχει μια εσωτερική ισορροπία.
Η τρίτη βασική αρχή είναι ότι ο Ηράκλειτος ταυτίζει τον λόγο με το πυρ, αφού το πυρ συμβολίζει τον αιώνιο λόγο. Ο Ηράκλειτος γράφει ότι όλος ο κόσμος δεν πλάσθηκε από κάποιον θεό ή άνθρωπο, “αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα” (απόσπ. 30).
Επομένως κατά τον Ηράκλειτο υπάρχει μια σχέση μεταξύ του λόγου, του γίγνεσθαι και του πυρός. Συνέπεια αυτής της σχέσεως είναι ότι η αλήθεια συνδέεται με τον λόγο και όχι με την αίσθηση και γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να μετέχη του λόγου. Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο Ηράκλειτος εξασκεί μια κριτική της σύγχρονής του ειδωλολατρίας, αφού οι άνθρωποι ενώ ζητούσαν να εξαγνιστούν με καθαρμούς, εν τούτοις μιαίνονταν με άλλο αίμα από τις αιματηρές θυσίες και έτσι ομοίαζαν σαν κάποιον που μπήκε στην λάσπη και προσπαθεί μετά να ξεπλυθή με την λάσπη (απόσπ. 5). Επίσης μέσα σε αυτήν την προοπτική ελέγχει τους ανθρώπους εκείνους που ταυτίζουν την ευδαιμονία με τις σωματικές απολαύσεις, γιατί αν συνέβαινε η ευδαιμονία να βρίσκεται σε τέτοιες απολαύσεις, τότε τα πιο ευτυχισμένα όντα θα ήταν τα βόδια (απόσπ. 4).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν ή απήντησαν και σε αυτές τις απόψεις του Ηρακλείτου, όπως το έκαναν και με τις απόψεις άλλων φιλοσόφων. Συγκεκριμένα:
Ο λόγος του Ηρακλείτου, που είναι ο συμπαντικός νόμος του κόσμου, υπενθυμίζει τον Λόγο – Χριστό, ο Οποίος όμως είναι πρόσωπο και δια του Οποίου δημιουργήθηκε ο κόσμος, αφού “τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν”.
Το γίγνεσθαι του Ηρακλείτου υπενθυμίζει την διδασκαλία των Πατέρων για την άκτιστη ενέργεια του Θεού σε όλη την κτίση, αφού κατά τον λόγο του Χριστού “ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι” (Ιω. ε΄, 17) και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν “οι λόγοι των όντων”, δηλαδή οι άκτιστες ενέργειες του Θεού. Παρά το διαρκές γίγνεσθαι, υπάρχει ενότητα, αφού οι λόγοι των όντων δημιουργούν μια ισορροπία. Και γι' αυτό πατήρ των πάντων δεν είναι ο πόλεμος, αλλά ο Θεός της ειρήνης.
Το αείζωον πυρ του Ηρακλείτου υπενθυμίζει το πυρ της Πεντηκοστής, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, η οποία αποκαλύπτει τον Λόγο – Χριστό και ενεργεί τα χαρίσματα και βεβαίως συγκροτεί όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χωρίο του Ηρακλείτου “αλλ' ήν αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον” χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και την υμνογραφία της Εκκλησίας, για να δηλωθή το Άγιον Πνεύμα, το οποίο “ην μεν αεί, και έστι και έσται ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον”.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές μεταξύ της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου και της αποκαλυπτικής αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά στο παράδειγμα που αναφέραμε δείχνει πώς μερικές από τις βασικές διδασκαλίες του Ηρακλείτου πέρασαν δημιουργικά μέσα στην Χριστιανική αλήθεια ή για να ακριβολογήσω ακόμη περισσότερο φαίνεται πώς η χριστιανική αποκάλυψη διατυπώθηκε από τους Πατέρας της Εκκλησίας και ιδίως από τους Τρεις Ιεράρχες, μέσα από διδασκαλίες των αρχαίων φιλοσόφων ή και του Ηρακλείτου, όπως είδαμε προηγουμένως.

Οι Τρεις Ιεράρχες και η αγωγή των νέων, του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη,




Οι Τρεις Ιεράρχες και η αγωγή των νέων
του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Από το βιβλίο «Ο όσιος τελώνης και ο άγιος άσωτος»
Κατά τον σοφώτατο Μ. Βασίλειο η πρώτη επταετία της ζωής του ανθρώπου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατοπινή του πορεία από την αγωγή που λαμβάνει. Κατά τον θείο Χρυσόστομο η αγωγή των τέκνων δεν θα πρέπει να εξαντλείται στη εκμάθηση γραμμάτων και τεχνών αλλά στο στολισμό της φιλάρετης ψυχής με τη θεοσέβεια. Αυτό επιμένει θα κατορθωθεί όσο η ψυχή είναι εύπλαστη και μπορεί να διαμορφωθεί και εμπνευστεί κατάλληλα.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνει ο ίδιος πατέρας στη γλώσσα, διότι το παιδί από μικρό πρέπει να μάθει να λέει λόγια αληθινά, σεμνά, αγνά και ωραία, και κατά τον Απόστολο Παύλο που τον υπεραγαπούσε και όχι υβριστικά, χλευαστικά, βλάσφημα και αισχρά.
Προσοχή δίνει και στην ακοή ο ιερός Χρυσόστομος. Επιμένει στην πρόθυμη και προσεκτική ακρόαση θείων λόγων και μάλιστα στο ναό, με τη συμμετοχή τους στη θεία λατρεία.
Επίσης συστείνει τη φυσική άσκηση του σώματος που οδηγεί στην αρετή. Η άσκηση είναι άθληση που συντελεί στην εγρήγορση.
Ακόμη ο θυμός των μεγάλων στα λάθη των νέων συνήθως δεν βοηθά. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος υποστηρίζει τεκμηριωμένα ότι η υποχωρητικότητα με λογική μπορεί να βοηθήσει περισσότερο έναντι του υπέρμετρου θυμού. Ο ίδιος άγιος στιγματίζει φοβερά τον δαιμονικό θυμό και λέγει πως ο θυμός ξεστομίζει λόγια που πληγώνουν, οι πληγές δημιουργούν τραύματα και τα τραύματα θανατώνουν.
Επίσης ο Μ. Βασίλειος κατακεραυνώνει τα ακόλαστα θεάματα που εξάπτουν τη φαντασία σε ασέλγειες και τα πορνικά άσματα, που χαρίζουν ασχημοσύνη στις ψυχές.
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο η νηστεία, ο εκκλησιασμός και η προσευχή ισχυροποιούν πνευματικά τον νέο. Το μέτρο είναι πολύ βασικό για τη ζωή του νέου. Γράφει λοιπόν και πάλι ο ιερός Χρυσόστομος: ’’Απόλαυσε λουτρά, γευμάτισε, πιες με συμμετρία κρασί, φάε και κρέας, κανείς δεν σε εμποδίζει, από όλα δοκίμασε, μόνο απομακρύνσου από την αμαρτία!
Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί ο ίδιος πως ιδιαίτερα σημαντική ήταν η αγωγή που έλαβε περί της εννοίας του Θεού από τη μητέρα του Εμμέλεια και τη γιαγιά του Μακρίνα. Ο ίδιος θεωρεί την κλασσική παιδεία χρήσιμη για την είσοδο στην αληθινή σοφία του ευαγγελίου με τον περίφημο λόγο του προς τους νέους.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μακαρίζει τους γονείς του για την ανατροφή του και ιδιαίτερα την αγία μητέρα του Νόννα. Δίνει λοιπόν μια ωραία εικόνα για τον σημαντικό ρόλο του καλού παραδείγματος των γονέων. Γράφει: Αν βαδίζουν λοξά τα παιδιά των καβουριών, είναι γιατί πήραν παράδειγμα το βάδισμα της μητέρας τους.
Είναι γνωστή η σοφή ρήση πως όποιος είναι αληθινά σοφός λέει στη ζωή του πολλές φορές: «δεν ξέρω».
Είναι ανάγκη να αναπτυχθεί το πνεύμα της θυσίας και προσφοράς με το βιωμένο παράδειγμα των μεγάλων, με τους καρπούς του καθαρού εαυτού τους και του πνευματικού τους βίου. Επιβάλλεται όλοι να ασχοληθούμε περισσότερο με τα παιδιά και τους νέους. Οι νέοι θα βοηθηθούν αποκτώντας ηθικά εφόδια, υγιή πρότυπα που θα καλλιεργούν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα τους και θα δημιουργούν υγιείς, ιερές και ωραίες σχέσεις με τους γονείς, με τους δασκάλους, με τους συμμαθητές τους και τους φίλους τους.
Η μνήμη των αγίων τριών ιεραρχών, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου, ας είναι για όλους μας αφυπνιστική, ανανεωτική και μεταμορφωτική.

Οι τρεις έρωτες των Τριών Ιεραρχών, του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,


Οι τρεις έρωτες των Τριών Ιεραρχών
του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης
π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος
τὴν 30-1-1978 μὲ ἄλλο τίτλο. «Κυριακή»2011.
«…Ἀπὸ τῆς γῆς τοὺς Ἁγίους ἐξῆρεν ἐπέκεινα τῶν οὐρανῶν ὁ οὐράνιος ἔρως»
(στ΄ ᾠδή, 3ο τροπ., πρώτου καν).
Εορτή, ἀγαπητοί μου, σήμερα, ἑορτὴ καὶ πανήγυρις. Ἑορτὴ τῶν γραμμάτων, τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἑορτὴ τῆς παιδείας, τῆς χριστιανικῆς παιδείας. Ἑορτὴ ὅλων τῶν βαθμίδων ἐκπαιδεύσεως, ἀπὸ τὴν κατωτέρα μέχρι τὴν ἀνωτάτη, ἀπὸ τὰ νηπιαγωγεῖα μέχρι τὰ πανεπιστήμια. Ἑορτὴ πανελλήνιος. Ἦταν ἐποχή, ποὺ ἄθεοι καὶ ἄπιστοι ποὺ κυβέρνησαν τὸ ὑπουργεῖο τῆς παιδείας κατήργησαν τὴν ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν· ἀλλ᾽ αὐτὴ ἦταν τόσο ῥιζωμένη στὴ συνείδησι τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὥστε ἐπανῆλθε καὶ ἑορτάζεται πανελληνίως.
Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας, τὸν Μέγα Βασίλειο τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὡς πρότυπα ἄξια μιμήσεως τόσο ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς διδασκάλους καὶ καθηγητάς. Θὰ ἤθελα λοιπὸν νὰ ἐξετάσουμε τώρα ἕνα θέμα καὶ νὰ δώσουμε ἀπάντησι στὸ ἑξῆς ἐρώτημα. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποια κίνητρα στὴ ζωή του·τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας ποιό ἦταν τὸ κίνητρο ποὺ τοὺς ἀνύψωσε σὲ τέτοια ὕψη ἀρετῆς;
Ἄνθρωποι εἴμαστε ὅλοι, ἀγαπητοί μου. Καὶ ἄνθρωποι ἦταν καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ὅμοιοι μ᾽ ἐμᾶς. Ἀλλὰ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο διαφέρει. Ποῦ διαφέρει; Ὄχι τόσο στὴν ἐξωτερικὴ ὄψι. Μικρὲς εἶνε οἱ διαφορὲς ὡς πρὸς τὴν σωματικὴ ἐμφάνισι· ὁ ἕνας κοντός, ὁ ἄλλος ψηλός, ὁ ἄλλος μὲ ἄλλα χαρακτηριστικά. Ἡ τεραστία διαφορὰ ποὺ χωρίζει τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλο εἶνε στὸν ἔσω ἄνθρωπο, στὸν ψυχικὸ κόσμο· στὶς σκέψεις, στὰ αἰσθήματα, στὴ βούλησι,στὶς ἐνέργειες. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοίμας ἔλεγαν, ὅτι ἄνθρωπος δὲν εἶνε τὸ ὁρώμενον ἀλλὰ τὸ ἀόρατον, αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται· ἐκεῖ βρίσκονται οἱ τεράστιες διαφορές.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν κατορθώνουν νὰ νικήσουν τὶς ἀδυναμίες τους. Τοὺς παρασύρουν τὰ πάθη, τὰ ἐλεεινὰ πάθη, καὶ πέφτουνπολὺ χαμηλά, κάτω ἀκόμα κι ἀπ᾽ αὐτὴ τὴ βαθμῖδα τῶν ζῴων. Γι᾽ αὐτοὺς ἁρμόζει τὸ ψαλμικὸ «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(Ψαλμ. 48,13,21). Ἐδῶ μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος φτάνει στὸ ναδὶρ τῆς καταπτώσεως· μὲ τὶς κακίες καὶ τὰ ἐλαττώματά του ἐκφυλίζεται, ἀπανθρωπίζεται. Ὑπάρχουν ἀντιθέτως ἄλλοι ποὺ κατορθώνουν νὰ νικήσουν τὸν ἑαυτό τους, φτάνουν σὲ μεγάλα ὕψη καὶ σὰν φωτεινὰ μετέωρα φωτίζουν τὸν κόσμο.
Αὐτοί, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Ὅμηρος, εἶνε θεοείκελοι.
Θεοείκελος εἶνε μία ὡραία λέξι ποὺ ἐκφράζει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου· παράγεται ἀπὸ τὸ θεὸς καὶ τὸ ἔοικα (=ὁμοιάζω), καὶ σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ μοιάζει μὲ τὸ Θεό, ποὺγίνεται ὅμοιος μὲ τὸ Θεό. Καὶ κάποιος ἄλλος φιλόσοφος, ὁ Μένανδρος, ἔλεγε·«Ἦ χαρίεν ἔστ᾽ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ»ἀναμφιβόλως εἶναι χαριτωμένο πλάσμα ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶνε ἄνθρωπος (Γνωμικά· παρὰ Στοβαίῳ 5,11). Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ἀνέδειξε τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας μιμητὰς τοῦ Θεοῦ καὶ φωτεινὰ μετέωρα εἶνε, ἀγαπητοί μου, κάτι ποὺ συγκινεῖ κάθε νέο. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἁγίους πατέρας τοὺς ὕψωσε μέχρι τὸν οὐρανὸ ἕνα κίνητρο γενναῖο, ἰσχυρό, ἀκατανίκητο. Ποιο εἶνε; Μὴ τὸ παρεξηγήσῃ κανείς, εἶνε ὁ ἔρωτας! ναί, ὁ ἔρωτας. Ὄχι ὁ σαρκικὸς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν φυσικὴ γενετήσια ὁρμή, αὐτὸς ποὺ συχνὰ καταντᾷ χυδαῖος καὶ δημιουργεῖ δράματα· ὄχι τὸ σέξ, ποὺ ἔφτασε νὰ λατρεύεται σὰν κάποια θεότης καὶ μετέβαλε τὴν ἐποχή μας σὲ αἰῶνα πανσεξουαλισμοῦ. Ὄχι τέτοιος ἔρωτας. Αὐτός, χωρὶς νὰ τὸν καταδικάζουμε, εἶνε ἡ κατώτερη μορφὴ τοῦ ἔρωτος. Ὑπάρχει κ᾽ ἕνας ἄλλος ἔρωτας ἀνώτερος. Ποιός εἶνε αὐτός; Εἶνε ἔρωτας θεῖος καὶ ὑψηλὸς μὲ τρία ἀντικείμενα, ποὺ ἔφλεγε τὰ στήθη τῶν ἁγίων μας.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἶχαν τοὺς ἑξῆς ἔρωτες.
Τὸν ἔρωτα τῆς γνώσεως. Ἀγαποῦσαν τὰ γράμματα. Μικρὰ παιδιὰ στὴν Καισάρεια καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἦταν πρῶτοι στὰ μαθήματα. Κι ὅταν ἔμαθαν τὰ στοιχειώδη ἐγκύκλια γράμματα, δὲνἔμειναν στὸν τόπο τους·πέταξαν κ᾽ ἔφτασανστὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦὅπου καλλιεργοῦντο οἱ ἐπιστῆμες, στὴν Ἀθήνα τὴν Ἀντιόχεια τὴν Κωνσταντινούπολι, κ᾽ ἐκεῖ σπούδασαν ἱστορία, φιλοσοφία, φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἀστρονομία, ῥητορική. Καὶ ἐνῷ οἱ συνομήλικοί τους ἀμελοῦσαν τὰ μαθήματα καὶ σύχναζαν σὲ διασκεδάσεις, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δύο μόνο δρόμους ἤξεραν, αὐτὸν ποὺ ὁδηγεῖ στὸ σχολεῖο καὶ αὐτὸν ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκκλησία. Ὅπως οἱ μέλισσες πετοῦν ἀπὸ ἄνθος σὲἄνθος καὶ συλλέγουν τὸ μέλι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ πέταξαν στὸν κῆπο τῆς γνώσεως καὶ συνέλεξαν τὸ μέλι τῆς ἐπιστήμης. Ἔρωτας γνώσεωςκαὶ ἐπιστήμης, αὐτὸς εὔχομαι νὰ ὑπάρχῃ καὶ στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν παιδιῶν μας.
Εἶχαν ἔπειτα τὸν ἔρωτα τῆς ἀρετῆς. Μεγάλης ἀξίας ἀγαθὸ ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη· ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερο. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ τιμοῦσαν καὶ οἱ πρόγονοί μας ὅταν ἔλεγαν ὅτι «πᾶς ὅ τ᾽ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος»(Πλάτωνος, Νόμ. 5,728Α)ἡ ἀρετὴ εἶνε παραπάνω ἀπὸ τὴ γνῶσι. Ἀλλ᾽ αὐτὴ σπανίζει σήμερα.
Εὐκολώτερο εἶνε νὰ βρῇς διαμάντια παρὰ ἀρετή. Τώρα ἡ γνῶσις πλήθυνε, ἡ μικρή μας πατρίδα ἔχει τόσα πανεπιστήμια, πλῆθος ἄνθρωποι κατέχουν διπλώματα. Ἀλλὰ τὸ ἀναγκαιότερο εἶνε, νομίζω, νὰ εἶνε κανεὶς ἄνθρωπος· νὰ ἔχῃ ἀνθρωπιά, φιλότιμο, λεβεντιά, καλωσύνη, ἀρετή. Ἂν λείπουν αὐτά, τί νὰ τὴν κάνῃς τὴ γνῶσι καὶ τὴν ἐπιστήμη; Ἔλεγε ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας· «Πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία καὶ οὐ σοφία φαίνεται»(Πλάτωνος,Μενέξενος 246e–247a). Κι ὅπως ἔλεγε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὴν ἀνθρωπότητα. Σπανίζει ὅπως εἴπαμε ἡ ἀρετὴ σήμερα. Ἂν ζοῦσε ὁ Διογένης, θά ᾽βγαινε πάλιμὲ τὸ φανάρι καὶ θά ᾿λεγε «Ἄνθρωπον ζητῶ». Ἐπιστήμονες; ἀφθονία. «Ἄνθρωπον ζητῶ», ἄνθρωπο γιατρό, ἄνθρωπο μηχανικό, ἄνθρωπο δικηγόρο, ἄνθρωπο ἐπιστήμονα, ποὺ μέσα τους νὰ πάλλουν εὐγενῆ αἰσθήματα.
Ἔρωτας γνώσεως καὶ ἔρωτας ἀρετῆς εἴθε νὰ συγκινῇ τὶς καρδιὲς τῶν παιδιῶν μας. Ἀλλὰ ἡ ἀρετὴ δὲν εἶνε κάτι ἀόρατο καὶ νεφελῶδες· ἔχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ἡ ἀρετή, ἡ ἀόρατη πρὸ Χριστοῦ, ἔγινε ὁρατή. Πῶς;Στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀνθρωπιά, ἡ ἀγάπη, τὸ ἔλεος –ὅ,τι ὡραῖο, μεγάλο, ὑψηλό, ἁγνὸ καὶ σῶφρον φανταστῇς, εἶνε στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ ὁ Ἰησοῦς Χριστός· εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ἀνθρωπότητος. Δὲν ὑπῆρξε οὔτε θὰ ὑπάρξῃ ἄλλος σὰν αὐτόν. Εἶνε ἡ ἐνσάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι εἶχαν τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ ἀγάπησαν τὸ Χριστὸ μὲ τόσο φλογερὸ ἔρωτα, ὥστε μποροῦσαν νὰ λένε μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο·«Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;…», ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ μᾶς χωρίσῃ ἀπ᾽ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;(῾Ρωμ. 8,35). Ὅλοι οἱ ποταμοὶ κ᾽ οἱ ὠκεανοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὴν ἅγια φωτιὰ πού ἄναψε μέσ᾽ στὰ στήθη τους ὁ ἔρωτας τοῦ Χριστοῦ.
Σᾶς μίλησα, ἀγαπητοί μου, γιὰ τὸν θεῖο ἔρωτα μὲ τὶς τρεῖς φλόγες γιὰ τὴ γνῶσι, γιὰ τὴνἀρετή, καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας.Σοφοὶ πρόγονοί μας, μολονότι εἰδωλολάτρες, διέκριναν ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ἔρωτος καὶ ἔρωτος, καὶ εἶχαν ὡς προστάτες διαφορετικὲς θεότητες. Γιὰ τὸν φυσικὸ σαρκικὸ ἔρωτα προστάτη θεωροῦσαν τὴν Ἀφροδίτη τὴν «πάνδημον». Γιὰ τὸν ἄλλο ἔρωτα, τὸν πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο, δημιούργησαν μιὰ ἄλλη Ἀφροδίτη, τὴν Ἀφροδίτη τὴν «οὐρανίαν». Καὶ ἐρωτῶ τώρα· ποιά Ἀφροδίτη λατρεύει σήμερα ὁκόσμος, τὴν «πάνδημον» ἢ τὴν «οὐρανίαν»;
Στοὺς μαθητὰς καὶ φοιτητάς μας θὰ πῶ· Παιδιά, ἀγαπῆστε τὴ γνῶσι. Ἔχει ἀξία. Καὶ πρέπει ἐμεῖς νὰ διαπρέπουμε στὶς ἐπιστῆμες. Εἶνε ντροπὴ νὰ μᾶς νικοῦν ἄλλοι λαοί. Οἱ πρόγονοί μας ἦταν οἱ πρῶτοι στὰ γράμματα καὶτὶς ἐπιστῆμες· δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ μείνουμε οὐραγοί. Ἀγαπῆστε τὴ μελέτη· τὰ ἄστρα τοῦοὐρανοῦ τὴ νύχτα νὰ σᾶς βλέπουν σκυμμένους στὰ βιβλία σας. Μακριὰ ἀπὸ μάταιες διασκεδάσεις, μακριὰ ἀπὸ κέντρα διαφθορᾶς. Ἀγαπῆστε τὴ γνῶσι, ἀλλὰ παραπάνω ἀγαπῆστε τὴν ἀρετή, τὴν προγονικὴ ἀρετή, ποὺ ἔκανε ἄλλοτε θαύματα στὸν κόσμο. Μὴ λησμονεῖ τε, ὅτι ἕνα γραμμάριο ἀρετῆς ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ τόννους ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Δῶστε μου, παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, δῶστε μου ἕνα γραμμάριο ἀρετῆς, ἕνα δράμι λεβεντιᾶς! Γιατὶ ἡ ἀρετὴ εἶνε παραπάνω ἀπὸ τὴ γνῶσι. Ἀγαπῆστε τὴ γνῶσι, ἀγαπῆστε τὴν ἀρετή, καὶ προπαντὸς ἀνοῖξτε σὰν τριαντάφυλλατοὺς κάλυκές σας καὶ ἀγαπῆστε τὸ Χριστό· τὸν ὁποῖον, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Τρεις Ιεράρχες: Οι μεγάλοι της Εκκλησίας και της Ιστορίας, του Λάμπρου Κ. Σκόντζου,


Τρεις Ιεράρχες:
Οι μεγάλοι της Εκκλησίας και της Ιστορίας
του Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου
Η ελληνική παιδεία και ο πολιτισμός έχουν τη δική τους εορτή. Στις 30 Ιανουαρίου εορτάζουν μαζί με την Εκκλησία μας τη μνήμη τριών ξεχωριστών προσωπικοτήτων της παγκόσμιας ιστορίας, των ισάριθμων Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τιμώντας εκείνους, τιμούμε μαζί όλα τα ευγενή ανθρώπινα επιτεύγματα και τον πολιτισμό, διότι αυτοί τα βίωσαν και τα καλλιέργησαν στο έπακρο και γι’ αυτό δικαίως καθιερώθηκαν προστάτες τους.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330. Οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια, μαζί με τη γιαγιά του Μακρίνα, φρόντισαν να γεμίσουν την ψυχή του με ευσέβεια και αγάπη για την Εκκλησία. Σπούδασε στις πιο ονομαστές σχολές της εποχής του, με αποκορύφωμα τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών. Εκεί , μαζί με το φίλο του Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, σπούδασε τέσσερα χρόνια (351-355), φιλοσοφία, νομικά, ρητορική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική και ιατρική. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην πατρίδα του και εργάστηκε ως δικηγόρος και δάσκαλος της ρητορικής. Παράλληλα επισκέφτηκε διάφορα ονομαστά μοναστικά κέντρα προκειμένου να γνωρίσει την μοναχική ζωή. Το 360 αποσύρθηκε μαζί με το φίλο του Γρηγόριο σε ερημική τοποθεσία, κοντά στον Ίρη ποταμό του Πόντου, όπου μόνασε ως το 363 μελετώντας και συγγράφοντας. Το 363 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Καισάρεια, αναπτύσσοντας τεράστια φιλανθρωπική δράση. Το 370 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Καισάρειας της Καππαδοκίας. Τότε αρχίζει ένα καταπληκτικό κοινωνικό έργο. Ίδρυσε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα ευποιΐας, το οποίο περιλάμβανε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, πτωχοκομείο, επαγγελματικές σχολές, κλπ. Μέσα σε αυτό έβρισκαν καταφύγιο και βοήθεια χιλιάδες άνθρωποι. Κατά τον φοβερό λιμό του 367-368 έσωσε από βέβαιο θάνατο όλους τους φτωχούς της ευρύτερης περιοχής της Καισάρειας. Ταυτόχρονα ανέπτυξε τεράστια ποιμαντική και συγγραφική δράση. Υπήρξε δεινός θεολόγος, μέγας συγγραφέας, του οποίου το έργο αποτελεί μέχρι σήμερα πρωτοπόρο. Εξαιτίας του φιλάσθενου οργανισμού του και του αφάνταστου κόπου του έργου του πέθανε νέος 49 ετών την 31 Δεκεμβρίου του 378. Η κηδεία του έγινε την 1η Ιανουαρίου του 379 με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Η Εκκλησία μας την ημέρα αυτή τιμά την μνήμη του.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Γρηγόριος και Νόννα εύποροι όντες έδωσαν μεγάλη μόρφωση μα και ευσέβεια στο παιδί τους. Φοίτησε στις ονομαστές σχολές της Καισάρειας της Καππαδοκίας, της Καισάρειας της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και των Αθηνών. Όπως αναφέραμε εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλειο. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό και προτίμησε να αφιερωθεί στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Μόνασε για ένα χρόνο μαζί με το Βασίλειο στον Ήρι ποταμό του Πόντου και στη συνέχεια χειροτονήθηκε επίσκοπος Σασίμων. Το 379 σύνοδος επισκόπων της Αντιόχειας αποφάσισε να μεταβεί ο Γρηγόριος στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αντιμετωπισθεί η αρειανική λαίλαπα στην Βασιλεύουσα. Με ορμητήριο ένα μικρό ναό κήρυττε στα πλήθη και σε μικρό χρονικό διάστημα κατόρθωσε να αναχαιτίσει την αίρεση. Το 380 αναδείχτηκε αρχιεπίσκοπος της Κωνσταντινούπολης χωρίς ουσιαστικά να το επιθυμεί. Όταν κάποιοι αμφισβήτησαν την εκλογή του για τυπικούς λόγους παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Καππαδοκία, ζώντας το υπόλοιπο του βίου του με προσευχή, άσκηση, φιλανθρωπία και ησυχία. Συνέγραψε τεράστιο θεολογικό και ποιητικό έργο. Πέθανε στις 25 Ιανουαρίου του 390. Την ημέρα αυτή τιμά η Εκκλησία τη μνήμη του.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη υπέροχη Ανθούσα. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και τη φιλοσοφία. Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όμως πολύ γρήγορα εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Το 380 χειροτονήθηκε διάκονος και το 385 πρεσβύτερος στην Αντιόχεια. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη. Το 398 οδηγήθηκε παρά τη θέλησή του να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ως Αρχιεπίσκοπος της Βασιλεύουσας ανέλαβε έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους. Ξεκίνησε το ξεκαθάρισμα από την Εκκλησία και έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος και της κρατικής εξουσίας. Όλοι αυτοί κατόρθωσαν ακόμα και με απόφαση ψευδοσυνόδου (Ιέρειας του 407) να εξοριστεί δύο φορές στον Πόντο. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 δεν άντεξε τις κακουχίες και πέθανε καθ’ οδόν στα βάθη της Αρμενίας.
Το έργο του Ιωάννη υπήρξε τεράστιο. Το συγγραφικό του έργο κολοσσιαίο. Η κοινωνική του προσφορά ανεκτίμητη. Η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος Πατέρας ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής. Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου.
Η τριάδα των κορυφαίων αυτών ιεραρχών της Εκκλησίας μας, έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των πιστών, αλλά και της ανθρώπινης ιστορίας, ως οι φωτεινές εκείνες προσωπικότητες οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου πολιτισμού. Είναι οι εκπρόσωποι μιας πλειάδας φωτόμορφων πατέρων της Εκκλησίας μας οι οποίοι όχι μόνο διέσωσαν ό,τι πολύτιμο είχε δημιουργήσει η ανθρώπινη διάνοια ως τότε, κυρίως των ελλήνων, αλλά μέσα στο πνεύμα του φωτός, της ελευθερίας και της αγάπης της απαράμιλλης διδασκαλίας του Χριστού, συνέθεσαν τον νέο πολιτισμό του κόσμου, τον ελληνοχριστιανικό.
Οι τρεις Ιεράρχες έχουν καθιερωθεί ως οι προστάτες των γραμμάτων και του πολιτισμού από τον 10ο κιόλας αιώνα από τον φωτισμένο επίσκοπο Ευχαϊτών Ιωάννη Μαυρόποδα. Εκείνος είχε βάλλει τέλος στην ιερή διαμάχη στους κόλπους της Εκκλησίας για το ποιος από τους τρεις Ιεράρχες υπήρξε ο πιο σπουδαίος. Τέτοια ήταν η επίδραση των μεγάλων αυτών προσωπικοτήτων στη συνείδηση των πιστών! Έτσι από τότε στην ιερή κοινή μνήμη τους (30 Ιανουαρίου) μαζί με αυτούς τιμώνται τα γράμματα και εορτάζουν οι παράγοντες της παιδείας, διδάσκοντες και διδασκόμενοι.
Οι υπέροχες φωτεινές αυτές προσωπικότητες αποτελούν την ηχηρή απάντηση σε όσους είτε από άγνοια, είτε από σκόπιμη εμπάθεια συκοφαντούν τον Χριστιανισμό ως δήθεν σκοταδιστικό σύστημα, το οποίο κατάστρεψε τον αρχαίο πολιτισμό και οδήγησε την ανθρωπότητα στο σκοτεινό μεσαίωνα. Οι τρεις Ιεράρχες, και το σύνολο σχεδόν των πατέρων της Εκκλησίας μας, υπήρξαν φορείς υψηλής μορφωτικής στάθμης. Ο Μέγας Βασίλειος κατείχε όλη σχεδόν τη γνώση της εποχής του, ήταν θεολόγος, φιλόλογος, ιατρός, γεωμέτρης, φυσιοδίφης, νομικός, ρήτορας, μουσικός, κλπ. Ο Γρηγόριος υπήρξε μέγας θεολόγος, απαράμιλλος ποιητής αρχαϊκών στίχων, ρήτορας και φιλόσοφος. Χάρη στην κολοσσιαία μόρφωσή του διετέλεσε καθηγητής των ονομαστών φιλοσοφικών σχολών των Αθηνών! Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπήρξε ονομαστός ρήτορας, νομικός, θεολόγος, άριστος φιλόλογος και απαράμιλλος χειριστής του λόγου, γι' αυτό ονομάστηκε και Χρυσόστομος. Ο ονομαστός εθνικός δάσκαλός του Λιβάνιος είχε πει με πίκρα πως τον υπέροχο αυτό μαθητή του τον κέρδισε ο Χριστιανισμός και έτσι ο εθνισμός έχασε μια σπάνια πνευματική προσωπικότητα!
Η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος που έζησαν ήταν εποχή μεταβατική, έντονων πνευματικών συγκρούσεων. Ο αρχαίος κόσμος έδυε κάτω από την ιστορική αναγκαιότητα και μια νέα πραγματικότητα έπαιρνε τη θέση του στο πνευματικό στερέωμα, ο Χριστιανισμός. Αυτή η μετάβαση δεν έγινε χωρίς συγκρούσεις και τριβές. Ο θνήσκων εθνισμός ανθίστατο με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Η θλιβερή περίπτωση του ψευτορομαντικού Ιουλιανού (361-363) να νεκραναστήσει την ειδωλολατρία με τη βία και τους διωγμούς κατά του Χριστιανισμού, χωρίς φυσικά αποτέλεσμα, αποτελεί μια φανερή πτυχή της ταραγμένης εκείνης εποχής. Οι εν λόγω πατέρες όμως όχι μόνο είδαν την, χωρίς πισωγύρισμα, ροή των ιστορικών πραγμάτων αλλά συνέβαλλαν θετικά σ' αυτό. Παράλληλα κράτησαν συνετή στάση μπροστά στις βαρβαρότητες του εθνισμού. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του Γρηγορίου προς τον φίλο του και πρώην συμμαθητή του Ιουλιανό. Προέτρεπε τον φανατικό αυτοκράτορα να μελετήσει καλλίτερα τον ελληνισμό ώστε να διδαχθεί μέσα από αυτόν ότι δεν δικαιολογούνται διωγμοί και κακουργίες στο όνομα αυτού. "Το ελληνίζειν εστί πολυσήμαντον" τόνιζε ο σοφός ιεράρχης. Μετά την επιστολή αυτή ο θηριώδης αυτοκράτορας άρχισε να αλλάζει στάση κατά των Χριστιανών.
Οι τρεις Ιεράρχες δεν ήταν μόνο θιασώτες του λόγου, αλλά και ακάματοι εργάτες του έργου. Μια σύντομη ματιά στο βίο τους, μας βεβαιώνει για το πολύπλευρο ποιμαντικό, κοινωνικό και πνευματικό τους έργο. Όπως προαναφέραμε η περίφημη και μοναδική "Βασιλειάδα" του Μ. Βασιλείου στην Καισάρια της Καπαδοκίας, οι τιτάνιοι αγώνες κατά των αρειανών της Κωνσταντινούπολης του Γρηγορίου και το θαυμαστό φιλανθρωπικό έργο του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια και μετά στην Κωνσταντινούπολη, είναι κάποιες από τις δραστηριότητές τους. Παράλληλα μας άφησαν ένα απέραντο συγγραφικό έργο, στο οποίο διασώζεται όχι μόνο ο μοναδικός ελληνικός λόγος και ό,τι καλό είχε δημιουργήσει η αρχαιότητα. Αναφέρω για παράδειγμα τους 17.000 ποιητικούς στίχους του Γρηγορίου οι οποίοι είναι εφάμιλλοι των έργων των μεγάλων ποιητών της ελληνικής αρχαιότητας. Αναφέρω ακόμα και τις προτροπές του Βασιλείου ώστε να ωφεληθούν οι νέοι μελετώντας επιλεκτικά τους έλληνες σοφούς και συγγραφείς.
Οι μεγάλοι αυτοί πατέρες δεν καλλιέργησαν στα πρόσωπά τους μόνο το πνεύμα, αλλά και την αρετή. Τα ιερά συναξάριά τους αναφέρονται με λεπτομέρειες στην καλλιέργεια και τη βίωση των αρετών στην καθημερινή τους ζωή. Παροιμιώδης υπήρξε , για παράδειγμα, η ακτημοσύνη του Βασιλείου, η γλυκύτητα και η ευγένεια του χαρακτήρα του Γρηγορίου και η συμπόνια προς τους ενδεείς του Χρυσοστόμου. Τα γνήσια ανθρώπινα πρότυπα, που σκιαγραφούσαν στα συγγράμματά τους, μιμούνταν πρώτοι αυτοί.
Οι τρεις αυτοί μεγάλοι "φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος" πρέπει να αποτελούν και στις ασέληνες σκοτεινές μέρες μας φωτεινά ορόσημα και πνευματικοί δείκτες τόσο όλων των παραγόντων της παιδείας όσο και όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων. Ο πνευματικός αποπροσανατολισμός και η πολιτιστική πενία της εποχής μας επιβάλλει να στραφούμε στις καθάριες πνευματικές πηγές των προγόνων μας, να ενστερνιστούμε τις διαχρονικές ιδέες τους, όπως αυτές καλλιεργήθηκαν μέσα στην ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, ώστε να μπορέσουμε να βγούμε από το πνευματικό τέλμα που μας εγκλώβισε η σύγχρονη απολυτοποίηση της τεχνολογίας σε βάρος του πνευματικού πολιτισμού.