Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Αδαμάντιος Αυγουστίδης - Πρωτοπρεσβύτερος, Αναπλ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Η ελπίδα της χριστουγεννιάτικης απελπισίας



Παραμονές Χριστουγέννων και, όπως συμβαίνει όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, βλέπουν το φως της δημοσιότητας κείμενα που “καταγγέλλουν” ότι έχει χαθεί το νόημα της γιορτής και ότι ο υπερκαταναλωτισμός έχει επιβάλει το ύφος και την κυριαρχία του.
Όμως αν απογυμνωθούν οι γιορτές αυτών των ημερών από το φολκλορικό τους στοιχείο, τα ρεβεγιόν, την ευκαιρία για ολιγοήμερες διακοπές και τις υποχρεωτικές οικογενειακές συγκεντρώσεις, “που τις επιβάλουν οι μέρες”, τι θα απέμενε άραγε για τους πολλούς που να θυμίζει ότι είναι Χριστούγεννα;
Το ερώτημά μας δεν αντιμάχεται την, δικαιολογημένη άλλωστε, δυσθυμία που καλύπτεται πίσω από τη “γκρίνια”. Θέλουμε όμως να προκαλέσουμε τη σκέψη, και γιατί όχι και την ψυχή μας, να αναγνωρίσει ότι όλα αυτά είναι πια δεδομένα και αυτονόητα και η μεμψιμοιρία δεν μπορεί να τα διορθώσει. Το πολύ να τονισθεί και γραπτώς το έλλειμμα νοήματος και να επιδεινωθεί το αίσθημα της πνευματικής μιζέριας και της συναισθηματικής στέρησης που συγκαλύπτει η τεχνητή λάμψη των ημερών.
Πηγή:georgettesullins.wordpress.com
Πηγή:georgettesullins.wordpress.com
Είναι φανερό ότι η καταναλωτική έξαρση δεν αποτελεί τη φυσική εκδήλωση μιας ευτυχίας που ζητά εκτόνωση αλλά λειτουργεί σαν διεγερτικό μιας χαράς που δεν έχει λόγο και νόημα ώστε να εκδηλωθεί αυθόρμητα. Η υπερφωταγωγημένη ερημία των απρόσωπων πόλεων αγωνίζεται να συσκοτίσει τη σχεδόν υπομανιακή υποχρεωτική ευθυμία. Τίποτα όμως δεν μπορεί να κρύψει την κατάθλιψη που φουντώνει τέτοιες μέρες, τις απόπειρες αυτοκτονίας που αυξάνουν και τα “κοριτσάκια με τα σπίρτα” που γίνονται ορατά όσο ποτέ άλλοτε. Στο πνευματικό επίπεδο, άλλωστε, πόσο μακριά βρισκόμαστε από αυτά σχεδόν όλοι μας.
Το να καταφύγει κανείς σε μελαγχολικές διαπιστώσεις είναι εύκολο· και το επόμενο βήμα είναι συνήθως η καταφυγή στο πρόσχημα και στην ψευδαίσθηση των αναμνήσεων του παλιού καλού καιρού, μέχρι να κυλίσουν οι μέρες και να επιστρέψουμε στην ψυχοφθόρα ασφάλεια της ρουτίνας μας.
Ας μην καθηλωθούμε όμως στις θλιβερές διαπιστώσεις, όσο αληθινές κι αν είναι αυτές. Εάν απομακρυνθούμε από την καθυπόταξη της σκέψης μας στην απογοήτευση που γεννά η παρατήρηση αυτών των φαινομένων και προσεγγίσουμε το ψυχολογικό τους υπόβαθρο, μπορεί να οδηγηθούμε σε ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις.
Με όποιο τρόπο κι αν προσπαθείται να καταπνιγεί η κραυγή της υπαρξιακής μας αγωνίας, είτε στο θόρυβο των ρεβεγιόν, είτε κάτω από το πέπλο της φαντασμαγορίας και της τεχνητής ευφορίας, η μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει η αληθινή, κυριαρχούσα συναισθηματική κατάσταση. Οι ειδικοί γνωρίζουν καλά την αμυντική βουλιμική διάθεση του καταθλιπτικού ατόμου, που προσπαθεί να συγκαλύψει με “στοματικές” ικανοποιήσεις, όπως η καταναλωτική μανία, το έλλειμμα που βιώνει στο συναισθηματικό επίπεδο. Τυπικό το παράδειγμα της συζύγου, που προσπαθεί να ανακουφίσει το καταθλιπτικό άγχος της συναισθηματικής της στέρησης, “σηκώνοντας” τα μαγαζιά. Ο ίδιος μηχανισμός μας ωθεί να εκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στην προσπάθεια να αποφύγουμε τη συναίσθηση του εσωτερικού μας κενού και της δυσθυμικής μας διάθεσης.
Τι μας κάνει λοιπόν ομοθυμαδόν μελαγχολικούς και κατ’ ανάγκη συμμέτοχους της προκατασκευασμένης και ψευδεπίπλαστης ιλαρότητας που χαρακτηρίζει το κλίμα αυτών των ημερών; Αν τα Χριστούγεννα ήσαν εξ ορισμού άνευ Χριστού, μια γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου όπως ήταν προχριστιανικά η 25η Δεκεμβρίου, τότε ίσως δεν θα είχαν νόημα οι σκέψεις και οι προβληματισμοί. Θα μπορούσαμε να επαναπαυθούμε στη σιωπηλή συμφωνία ότι κάποιες ευκαιρίες διαφυγής από τη ρουτίνα είναι χρήσιμες· επομένως και να συμβιβαστούμε με την υποταγή στη χρησιμοθηρία του γιορτασμού. Όσο δε πιο εκκωφαντική η ανάπαυλα, τόσο πιο μεγάλη η συγκάλυψη του τραγικού στοιχείου της καθημερινότητάς μας.
Όμως το βαθύτερο αίτημα της λύτρωσής μας από τη φθορά, το χρόνο και την αναγκαιότητα δεν μπορεί να απαντηθεί με την υποταγή σε θεσμοθετημένες επιμέρους αναγκαιότητες, έστω διασκεδαστικές αλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές. Πόση χαρά μπορεί να περιέχει ένα πανηγύρι στο οποίο υποτίθεται ότι γιορτάζεται η γέννηση Εκείνου που θα μπορούσε να μας λυτρώσει από την δουλεία της πνευματικής μας ανελευθερίας και της υπαρξιακής μας μιζέριας, όταν Τον έχουμε ήδη εξορίσει από τη ζωή μας και από το νόημά της; Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεί τους πανηγυρισμούς και τις γιορταστικές υπερβολές όταν έχει εκδιωχθεί ο “νυμφίος”; Τέτοιοι “γάμοι” μοιάζουν περισσότερο με κηδείες των οποίων η λαμπρότητα οφείλεται κυρίως στις ενοχές των οικείων παρά στην αγάπη και τη χριστοκεντρική ελπίδα.
Η συγκαλυμμένη μελαγχολία των ημερών μπορεί να κρύβει το ενοχοποιημένο πένθος για τον εξοστρακισμό της ενσαρκωμένης μας ελπίδας· του προαιώνιου Θεού που “παιδίον γέγονεν” και αναζητά εγκάρδιες φάτνες για να τις μετατρέψει, φιλοξενούμενος εκεί, σε οίκους του Πατρός Του.
Παρόλο τον ξεπεσμό της υπάρχει κάτι θετικό και ελπιδοφόρο σ’ αυτή τη συνεχώς πιο εκκοσμικευμένη ατμόσφαιρα της γιορτής. Όσο πιο ψευδεπίπλαστα επιμένουμε να τη γιορτάζουμε, πνίγοντάς την σε φως από “νέον” και πλαστικά πλουμίδια, τόσο πιο κούφια και άπελπις θα είναι η γεύση που θα αφήνει. Καί τόσο πιο πολύ ο λαός “ο καθήμενος εν σκότει” θα αρχίσει να αναζητά το Μέγα Φως που το συλλογικό του ασυνείδητο θυμάται πως γνώρισε κάποτε. Ίσως λοιπόν τότε να ξαναζητήσει τον αστέρα που οδηγεί στη φάτνη. Στην προσωπική καρδιακή φάτνη του καθενός που θα κατανοήσει ότι όσο ταπεινή και βρώμικη κι αν είναι, ο Χριστός θα την καταδεχθεί, θα την ενοικήσει και θα την μετατρέψει σε σώμα της Βασιλείας του Θεού.
Μέχρι τότε, όσοι από μας θέλουν να βρίσκονται κοντύτερα στη φάτνη παρά στα ανάκτορα του Ηρώδη ας προσπαθήσουμε να ζήσουμε τη γιορτή και τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο, ώστε αν κάποιος μας ρωτήσει για το αστέρι των μάγων ή παρατηρήσει τη δική μας πορεία να βρεί το σωστό δρόμο. Τότε η χαρά της γιορτής θα ξαναβρεί το νόημα και την αυθεντικότητά της. Τότε η χαρά της γιορτής θα ξαναβρεί το νόημα και την αυθεντικότητά της. Τότε, αντί της παθητικής μας συμμετοχής σε ψευδοπαρηγορητικά τηλεοπτικά βαριετέ, ίσως σταθούμε ικανοί να απολαύσουμε την ευφρόσυνη και βιωματική μας συμμετοχή στον χαρμόσυνο ύμνο: “Χριστός γεννάται, δοξάσατε”.
Πηγή: http://e-theologia.blogspot.com/

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο Θαυμαστός Όσιος Μάρκος ο Αθηναίος


Οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι παραδομένοι στὸν σατανᾶν καὶ κυνηγᾶνε τὰ πλούτη καὶ τ’ ἄλλα καλὰ τῆς ζωῆς τούτης. Ἀμῆ, εἶναι καὶ κάτι, λίγοι ἀπὸ δαύτους, ποὺ πιστεύουνε μὲ ἁπλότητα στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πάλιν ἀπὸ δαύτους βρίσκονται λιγοστοί, ποὺ πᾶνε κι ἀσκητεύουνε μακρυὰ ἀπ τὸν κόσμο καὶ περπατᾶνε σ’ ὅλην τὴν ζωὴν τοὺς στὴν στενὴν καὶ στὴν θλιμμένη τὴν γιδόστρατα, πού μᾶς ἔδειξεν ὁ Κύριος. Πᾶνε στὴν ἔρημο καὶ γυρεύουνε νὰ βροῦνε τὴν πόρτα τὴν κρυμμένη τοῦ Παραδείσου. Αὐτοὶ οἱ βλογημένοι δὲν λαθεύουνε. Μόνο γνωρίζουν καλὰ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀρχαία Πατρίδα τους.
Ἤτανε μιὰ φορὰ στὴν παλιὰ τὴν Αἴγυπτο δυὸ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἀσκητεύανε μέσα στὴν βαθειὰ τὴν ἔρημο· ὁ ἕνας λεγότανε Ἰωάννης κι ὁ ἄλλος λεγότανε Σεραπίονας. Ἠσυχάζανε εἰς αὐτὸ τὸ μέρος ξεχασμένοι καὶ λογαριάζανε πὼς κανένας ἄλλος ἀσκητὴς δὲν εἶχε ἀποτραβηχτεῖ πιὸ μακρυὰ στὴν ἔρημο καὶ δοξάζανε τὸν θεόν.
Μιὰ νύχτα πλαγιάσανε νὰ κοιμηθοῦνε καὶ βλέπει ὁ Ἅγιος Σεραπίονας στὸν ὕπνο του, πὼς σταθήκανε ἀπὸ πάνω του δυὸ γέροντες, σεβάσμιοι καὶ τοῦ εἴπανε:
Πόσα χρόνια εὑρίσκεσαι σὲ τούτη τὴν ἔρημο καὶ δὲν γνωρίζεις τὴν πάρα μέσα ἔρημο, ποὺ εἶναι ἡ πόρτα τῆς Αἰθιοπίας. Ἐκεῖ πέρα βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης, καὶ σὲ δαῦτο ἀγωνίζεται ὁ Ἅγιος Μάρκος, γέροντας, βαθύγερος, ἑκατὸν τριάντα χρόνια. Κὶ’ ἔχει ἐννενήντα χρόνια νὰ δὴ ἄνθρωπο. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀσκητής, ποὺ νάφταξε στὰ μέτρα ποὺ ἔφταξε ἐκεῖνος ὁ Ἅγιος. Καὶ σὲ σαράντα μέρες ἀναπαύεται.

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΕΡΑΠΙΩΝ ΙΣΤΟΡΕΙ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ.
Ξημερώνοντας ἡ μέρα ἰστόρησε τ’ ὄνειρόν του ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας στὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη. Κὶ’ ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθη :
Ἀπὸ θεοῦ εἶναι τ’ ὄνειρό σου. Πλήν, ποῦ βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης; Κὶ’ ὁ Ἀββας Σεραπίονας τοῦ εἶπε:
Βλόγησε μὲ Γέροντα, καὶ ὁ θεὸς θὰ ἄνοιξη τὸν δρόμο μπροστά μου.
Περπάτησε κατὰ τὴν Ἀλεξάντρεια κι ἔφθασε σ’ ἐκείνη τὴν Μεγαλόπολιν σὲ πέντε μέρες κάνοντας διπλὸ δρόμο, ἀπ’ ὅσο κάμνει τὸ καμήλι, τὸ λεγόμενο χαμζίνι, περπατάμενος μέρα καὶ νύχτα ἤ καλλίτερα πετάμενος ἀπὸ τὴν χαρά του, σὰν τὸ καμηλοπούλι.

ΑΝΤΑΜΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗ.
Στὴν Ἀλεξάντρεια ἀντάμωσε ἕνα πραματευτὴ ἀπ ἐκείνους, ποὺ ταξιδεύουνε στὰ μακρυὰ τὰ μέρη καὶ τὸν ρώτηξε νὰ μάθη, ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης. Κὶ ὁ πραματευτὴς τ’ ἀποκρίθηκε:
Πολὺς δρόμος εἶναι, Ἀββᾶ Πατέρα μου. Ἀπὸ τὴν μεγάλη τὴ θάλασσα τῶν Χετταίων, γνωρίζω πὼς πηγαίνει κανένας σὲ εἴκοσι μέρες εἰδ’ ἄλλως ἀπὸ στεριᾶς χρειάζονται τριάντα μέρες, καὶ βάλε καὶ περισσότερο.
Ἐπῆρε, λοιπόν, ὁ Ἀββας Σεραπίονας μαζύ του, λιγοστοὺς χουρμάδες καὶ λίγο νερὸ μέσα σ’ ἕνα νεροκολόκυθο, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ τράβηξε τὸν δρόμο του. Περπάτησε σ’ ἐκείνη τὴν πυρωμένη τὴν ἔρημο εἴκοσι μέρες, σὰν νὰ περπατοῦσε ἐπάνω σὲ ἀθράκα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ δρόσισε τοὺς τρεῖς παῖδες μέσα στὸ καμίνι, ἀποσκέπαζε καὶ τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα καὶ δὲν τὸν τρυπούσανε οἱ φλογισμένες σαγίτες τοῦ ἥλιου, ποὺ κατακαίει σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ τῆς γῆς τὸ χῶμα. Δὲν εἶδε μηδ’ ἀγρίμι μηδὲ ὄρνιο, κᾶν μέρμηγκα, κᾶν ἄλλο ζωντανό, εἴτε χορτάρι, ἐπειδὴ ποτὲς δὲν ἔπεσε βροχὴ σ’ ἐκείνη τὴ γῆς.
ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΑΣ.
Στὶς εἴκοσι μέρες σώθηκε τὸ νερό, ποὺ εἶχε στὸ νεροκολόκυθο, κι’ ἔπεσε σὰν ἀποθαμένος. Ὅπου βλέπει πάλιν τοὺς δυὸ γέροντας καὶ σταθήκανε μπροστά του. Κὶ’ ὁ ἕνας ἀπὸ δαύτους τούδωσε κάποια ρίζα ἀπὸ δένδρο κομίδι καὶ τοῦ εἶπε:
Πάρε τούτη τὴ ρίζα καὶ πήγαινε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ. Ὕστερα τοῦ δείξανε τὸν δρόμο καὶ χαθήκανε. Καὶ παρευθὺς ξύπνησε καὶ κίνησε κατὰ τὸ μέρος, ποὺ τοῦ δείξανε.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ.
Περπάτηξε ἑπτὰ μέρες σὲ κάποια ἐρημιὰ ἀκόμη πιὸ τρομερώτερη κι’ ἔγλυφε τὴν ρίζα, ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του, γιὰ νὰ ξεδιψάση. Ὥσπου ἔφταξε σ’ ἕνα βουνὸ πολὺ ὑψηλό. Κὶ’ ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ εἶδε μιὰ θάλασσα μεγάλη. Κὶ ἔπιασε κι ἀνέβαινε ἄλλες ἑπτὰ μέρες. Καὶ στὶς ἑφτά μέρες νυχτώθηκε μπροστὰ σὲ μιὰ σπηλιά. Καὶ πῆγε μπροστὰ στὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς κι ἄκουσε τὸν Ἅγιο Μάρκο, νὰ κάνη τὴν προσευχὴ του μέσα στὴ σπηλιᾶ καὶ νὰ λέγη, ὅτι:
«Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοίς Σου, Κύριε, ὡς ἡ ἥμερα ἡ ἐχθές. Χίλια χρόνια, Κύριε, εἶναι στὰ μάτια Σου, σὰν τὴν χθεσινὴ ἡμερα».

ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ.
Κι ἅμα τελείωσε τὸ ψαλτήρι, ἔπιασε νὰ λέγη :
«Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή σου, Ἀββᾶ Μάρκε, γιατί δὲν τὴν λέρωσε ἡ λάσπη ἐτούτου τοῦ κόσμου».
«Μακάριο εἶναι τὸ κορμί σου, γιατί δὲν μολεύθηκε ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀχόρταγης σάρκας».
«Μακάρια τὰ μάτια σου, γιατί δὲν μπόρεσε ὁ διάβολος νὰ τὰ παλαίψη, γιὰ νὰ κυττάξουν ξένα πρόσωπα».
«Μακάρια τ’ αὐτιά σου, γιατί δὲν ἀκούσανε τὶς γυναῖκες, τὶς σειρῆνες ἐτούτου τοῦ μάταιου κόσμου».
«Μακάρια τὰ χέρια σου, γιατί δὲν πιάσανε καὶ δὲν ψηλαφήσανε τὰ μάταια πράγματα, ποὺ ἀγαπήσανε οἱ ἄνθρωποι».
«Μακάρια ἡ μύτη σου, γιατί δὲν τὴν φράξανε οἱ μυρουδιὲς τοῦ διαβόλου».
«Μακάρια τὰ πόδια σου, ποὺ δὲν περπατήσανε σὲ δρόμο ἁμαρτωλὸ καὶ καταραμένο».
«Μακάρια ἡ καρδιά σου, γιατί δὲν πίκρανες κανένα κι’ οὔτε ἔκλαψε κανένας γιὰ σένα».

Συνεχίζει Τὴν Προσευχήν Του Ὁ Ἀββᾶς Μάρκος.
Κὶ’ ὕστερα πάλιν ἔλεγε: «Δόξαζε ψυχή μου τὸν Κύριον κι’ ὅλα τὰ μέσα μου τ’ Ὄνομα Του τ’ Ἅγιο. Βλογημένος νᾶσαι, Κύριε. Τί θλίβεσαι ψυχή μου; Μὴν φοβᾶσαι. Δὲν θὰ σὲ κρατήσουν τὰ ἐναέρια τελώνια».
Κι’ ὑστέρα ἔπιασε κι ἔλεγε:
«Κύριε μὲ δοκίμασες καὶ μὲ γνώρισες. Ἔνοιωσες τοὺς λογισμούς μου καὶ κατάλαβες ἀπὸ μακρυὰ τὰ ὅσα συλλογίζομαι, κι ἐξιχνίασες τὸν δρόμον ποὺ περπατῶ. Κύριε, Ἐσὺ γνώρισες ὅλα τὰ τελευταῖα καὶ ἀρχαία. Ἐσὺ μ’ ἔπλασες κι ἔβαλες ἐπάνω μου τὸ χέρι Σου.
Τὸ κόκκαλό μου δὲν εἶναι κρυμμένο ἀπὸ Σένα, ποὺ τόπλασες νάναι κρυμμένο μέσα στὶς σάρκες. Καὶ τὰ μάτια Σου εἶδαν ἐμένα τὸν ταπεινό. Ὅλοι θὰ γραφτοῦνε στὸ βιβλίο Σου, κανένας δὲν θὰ ξεχασθῆ.
Κύριε, Ἐσὺ θὰ φωτίσης τὸ λυχνάρι μου. Ἐσὺ θὰ φωτίσης τὸ σκοτάδι μου. Ἔρριξες τὰ μάτια Σου στὴν ταπεινότητά μου, γλύτωσες ἀπὸ ἀνάγκες τὴν ψυχήν μου. Κι ἐγὼ εἶπα: θὰ βαστάξω τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ δὲν θὰ πέσω σὲ ἁμαρτία.
Κύριέ μου, γνώρισες τὸ τέλος μου καὶ πόσες εἶναι οἱ μέρες μου. Ὅλα εἶναι μάταια κι ἀδιαφόρετα, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζῆ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Σὰν ζωγραφιὰ περνὰ καὶ σβύνει, ὅποιος δὲν ἀκούμπησε σὲ Σένα Κύριε, ποὺ εἶσαι δοξασμένος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Ο ΆΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟΝ.
Κι’ ἀφοῦ εἶπε κι ἄλλα πολλὰ γράμματα ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκην καὶ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον, ἐβγῆκε στὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς καὶ φώναξε δακρυσμένος:
«Ἀββᾶ Σεραπίονα». Κὶ ὁ Ἀββας Σεραπίονας τ’ ἀποκρίθηκε φοβισμένος:
«Βλόγησε μὲ γέροντα». Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε:
«Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ νάναι πάνω σου. Ἔλα σίμωσε μέ, τέκνον μου». Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας πῆγε κοντὰ τοῦ κι ἔκαμε μετάνοια. Καὶ ὁ Μάρκος τοῦ λέγει:
«Ὁ Κύριος νά σου δώση τὸ μισθό σου, τέκνον μου, τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως, ἐπειδῆς ἔκαμες πολὺ κόπο νάρθης σὲ τοῦτο τ’άγριο τὸ μέρος, γιὰ μένα, τὸν καταφρονεμένον».
Καὶ μπήκανε μέσα στὴν σπηλιὰ καὶ καθήσανε μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Ἐννενηνταπέντε χρόνια ἔχω, ποὺ δὲν εἶδα ἄνθρωπο. Καὶ τώρα βλέπω τὰ’ Ἅγιο τὸ πρόσωπό σου.»

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ.
Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας τὸν ρώτησε: «Πές μου, Ἅγιε Γέροντα, πῶς ἦλθες σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιον;». Καὶ ὁ Ἅγιος τ’αποκρίθηκε:
«Ἐγὼ τέκνον μου, γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα, Ἕλληνας εἰδωλολάτρης. Οἱ γονιοί μου μὲ βάλανε νὰ σπουδάξω, νὰ γίνω φιλόσοφος, ὅπως γίνονται οἱ μάταιοι ἄνθρωποι τῆς πατρίδας μου. Μὰ ὁ Κύριος μὲ ἐλέησε κι ἔγινα Χριστιανός, κι ἔβγαλα ἀπὸ πάνω μου τὸν παληὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ φίδι βγάζει τὸ δέρμα του. Κὶ ἀποθάνανε οἱ γονιοί μου. Καὶ εἶπα: «θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου. Τί ὤφελος θὰ ἀπολάψω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο;».
Ἐσηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σ’ ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε κι ἐγὼ ἦρθα στὴν Ἀλεξάντρεια. Κὶ’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάντρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτησα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύχτες κι ἔφταξα σὲ μιὰν ἄλλη μεγάλη κι ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μείσεψα καὶ πέρασα πολλὴν ἄμμο κι ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο, γεμάτο εἴδωλα, ποὺ τὸ λέγανε Ἀναντά. Ὕστερα περπάτησα κάμποσες μέρες ἀπάνω σὲ γῆς κατάξερη, ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό. Κι ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κείνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι «οὐαχέ» καὶ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε «ὄαση», μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλά. Κι ἐκεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουν ἀκόμη στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἤμουνα καὶ τότες, ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο. Καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλὰ μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος, ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Περπάτηξα σ’ ἕνα λάκκο μεγάλο κι εἶδα δένδρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴν θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες, ὀδηγούμενος ἀπὸ τὸν θεὸν κι ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέραν ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιον, δίχως νὰ τὰ κυβερνῶ ἐγώ».

Ο ΆΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΙΣΤΟΡΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ.
Ἐννενήντα πέντε χρόνια δὲν εἶδα ἄνθρωπο, μήτε ἀγρίμι, μήτε πουλί, μήτε ψωμὶ ἔφαγα, μήτε ντύθηκα μὲ ροῦχο. Τριάντα χρόνια ἔζησα μὲ πολλὴ στενοχώρια, μὲ πείνα καὶ μὲ δίψα καὶ μὲ παγίδες τοῦ διαβόλου. Ἔφαγα, τέκνον μου, χῶμα ἀπὸ τὴν πολλὴν τὴν πείνα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν δίψα ἤπια νερὸ τῆς θάλασσας. Εἴκοσι χρόνια ἤμουνα γυμνός, ὡς ὁ Ἀδάμ. Τὰ δαιμόνια μὲ σέρνανε νὰ μὲ ρίξουνε στὴ θάλασσα καὶ φωνάζανε: «Φεύγα ἀπὸ τὸν τόπο μας καλόγερε. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου δὲν ἦρθε ἄνθρωπος σὲ τοῦτο τὸ μέρος καὶ σῦ πὼς ἀποκότησες καὶ ἦρθες;». Καὶ ἐγὼ καρτέρησα εἴκοσι χρόνια πεινασμένος καὶ γυμνός. Καὶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου ἔκανε κι ἀλλάξανε τὰ φυσικὰ τοῦ κορμιοῦ καὶ φυτρώσανε τρίχες σ’ ὅλο τὸ κορμί μου. Κὶ’ ἕνας ἄγγελός μου ἔφερνε νὰ φάγω, κι’ ἔβλεπα τοὺς ἀγγέλους νὰ κατεβαίνουνε κοντά μου, καὶ θωροῦσα τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ τὰ Μοναστήρια, ποὺ κάθονται οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων.
Κὶ ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Μάρκος πέρασε ἡ νύχτα καὶ γλυκοχάραξε ἡ μέρα. Κὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας εἶδε τότε τὸ κορμὶ τ’ Ἁγίου Μάρκου σκεπασμένο ἀπὸ τρίχες πυκνές, σᾶ νάτανε θηρίο, καὶ τὸν ἔπιασε φόβος καὶ τρόμαξε, γιατί δὲν εἶχε ὄψι ἀνθρώπινη, καὶ δὲν ξεχώριζε πὼς ἤτανε ἄνθρωπος, πάρεξ μονάχα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ποὺ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του. Κὶ’ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε:
«Μὴ φοβᾶσαι τέκνον μου ἀπὸ τὴν ὄψι ἐτούτου τοῦ κορμιοῦ, γιατί εἶναι πρόσκαιρο. Πλὴν πές μου, στέκεται ὁ κόσμος κι ἀνθίζει κατὰ τὴν ἀρχαία συνήθεια;». Κι ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας τ’ ἀποκρίθηκε:
«Ναὶ Πάτερ, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρὸ στέκεται κι ἀνθίζει ὁ κόσμος σήμερα». Κὶ’ εἶπε πάλιν ὁ Ἀββάς Μάρκος:
«Εἶναι ἀκόμα διωγμὸς κι Ἕλληνες εἰδωλολάτρες;» καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας:
«Ἂς ἔχει δόξαν ὁ θεός. Μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Ἁγίων ἔπαψε ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν». Κι’ ὁ Γέροντας χάρηκε καὶ ξαναρώτησε:
«Βρίσκονται κάποιοι Ἅγιοι στὸν κόσμο σήμερα ποὺ νὰ ἐνεργοῦνται δυνάμεις καὶ θαύματα, καὶ ποὺ νὰ ἔχουνε ἔργα κατὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο, πὼς ἂν ἔχετε πίστι σὰν τὸ σιναπόσπορο, θὰ πῆτε στὸ βουνὸ τοῦτο: «περπάτα ἀπὸ τὸν τόπον σου καὶ πέσε στὴν θάλασσα καὶ θὰ γίνη;».
Κὶ ἐκεῖ ποὺ τόλεγε αὐτὸ ὁ Ἅγιος Μάρκος, τὸ βουνὸ ποὺ εἴτανε ἀπὸ πάνω τους, σάλεψε καὶ μετατόπισε. Καὶ ὁ Ἅγιος σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ σὰν εἶδε τὸ βουνὸ νὰ σαλεύη, χτύπησε μὲ τὸ χέρι του τὴν πέτρα κι’ εἶπε: «Δὲν εἶπα νὰ μετατοπισθῆς, βουνὸ ἄψυχο, ποὺ εἶσαι πιὸ ὑπάκουο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στάσου στὸν τόπο σου. Καὶ στάθηκε στὸν τόπο του. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἔπεσε χάμω. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος τὸν σήκωσε καὶ τὸν ρώτησε:
«Δὲν εἶδες στὶς μέρες σου κανένα τέτοιο θαῦμα». Κι’ ὁ Ἅγιος Σεραπίονας ἀποκρίθηκε:
Ὄχι Γέροντα». Κὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναστέναξε κι ἔκλαψε κι εἶπε:
«Ἄλοιμονον στὸν κόσμο. Γιατί ὑπάρχουν Χριστιανοὶ μονάχα μὲ τ’ ὄνομα κι ὄχι μὲ τὰ ἔργα. Βλογημένος νάναι ὁ θεὸς ποὺ μ’ ἔφερε στὸν τόπον ἐτοῦτον, γιὰ νὰ μὴν πεθάνω στὴν Πατρίδα μου, νὰ θαφτῶ σὲ γῆς μολεμένη μὲ ἁμαρτίες πολλές».
Καὶ βράδυασε ἡ μέρα κι εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Τέκνον μου, Σεραπίονα, εἶναι καιρὸς νὰ κάνουμε ἀγάπη». Κὶ’ ἄπλωσε τὰ χέρια του καὶ προσευχήθηκε. Καὶ μπήκανε στὴ σπηλιὰ καὶ εἴδανε ἕνα τραπέζι κι ἕνα ψωμὶ π’ ἄχνιζε ἐπάνω στὸ τραπέζι καὶ δυὸ ψητὰ ψάρια καὶ λάχανα τρυφερὰ κι ἐληὲς καὶ χουρμάδες κι ἕναν μαστραπὰ νερὸ καὶ καθίσανε. Κι’ εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Εὐλόγησον». Καὶ παρευθεῖς φάνηκε ἕνα χέρι, κι εὐλόγησε τὴν τράπεζαν. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε: «Εὐλόγησον, Κύριε, τὴν βρώσιν καὶ τὴν πόσιν πάντοτε νῦν καὶ ἀεῖ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Καὶ σὰν ἀποφάγανε, ἔκανε τὴν εὐχαριστίαν ὁ Ἅγιος Μάρκος κι εἶπε: «Σ’ εὐχαριστοῦμε Δέσποτα, γιὰ τ’ ἀγαθὰ ποὺ δίνεις στοὺς ἀναξίους δούλους Σου. Πλούσιοι φτωχέψανε καὶ πεινάσανε, πλὴν ὅποιος ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριον δὲν θὰ στερηθῆ ἀπὸ τίποτα στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Καὶ παρευθὺς ἡ τράπεζα σηκώθηκε, ὅπως στρώθηκε.
Κι’ εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα: «Εἶδες, τέκνον μου, πόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τοὺς δούλους Του;» καὶ σώπασε... Μετὰ πολλὴ ὥρα ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ κι εἶπε: «Σήμερον, τέκνον μου, τελειώνει τὸ μέτρον τῆς ζωῆς μου, καὶ ἔστειλεν ὁ Κύριος νὰ κηδέψης μὲ τ’ ἀγιασμένα χέρια σου τὸ καταφρονεμένο κορμί μου. Καὶ δὲν εἶπεν ἄλλον λόγο ὅλην τὴν ἡμέρα. Καὶ πρὸς τὸ βράδυ λέγει στὸν Ἀββᾶ Σεραπείονα:
«Ἀδελφέ, συμπάθησε μὲ νὰ κάνουμε ἀγρυπνία τούτη τὴ νύχτα».
Καὶ ψάλλανε ἀπὸ τὸ ψαλτήρι. Κι ὁ Ἅγιος Μάρκος, σᾶ νάχε βιβλίο μπροστά του, δίχως νὰ μάθη ποτὲς τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας.
Κι Ἔψαλλε ὁ Ἅγιος Μάρκος λυπητερὰ καὶ ταπεινά. Κι εἶπε: -Δὲν φυλάξανε τὴν Διαθήκη τοῦ θεοῦ καὶ δὲν θελήσανε νὰ πορευτοῦνε κατὰ τὸν νόμον Του καὶ πειράξανε τὸν θεὸν μέσα στὶς καρδιές τους καὶ ζητήσανε νὰ τοὺς δώση φαγὶ νὰ φᾶνε. Καὶ καταλαλήσανε κατ’ ἐπάνω στὸν θεὸν κι’ εἴπανε: «Μήπως θὰ μπόρεση ὁ θεὸς νὰ στρώση τραπέζι στὴν ἔρημο; Κι’ ἔβρεξε, μάνα, γιὰ νὰ φᾶνε καὶ τοὺς ἔδωσε ψωμὶ τ’ οὐρανοῦ. Ψωμὶ ἀγγελικὸ ἔφαγε ὁ ἄνθρωπος. Τοὺς ἔστειλε τροφὴ νὰ χορτάσουνε».
Καὶ πάλι ἔψαλλε λυπητερά: «Μὴν παραδώσης στὰ θηρία ψυχή, ποὺ ξομολογιέται σὲ Σένα τὰ κρίματά της. Τὶς ψυχὲς τῶν φτωχῶν μὴν τὶς ξεχάσης ὀλότελας.
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Ὁ θεὸς εἶναι στὸ τόπο Του τὸν ἁγιασμένον. Βάζει νὰ καθήσουνε στὸ σπίτι Του κείνους, ποὺ ζοῦνε ἔρημοι καὶ δίχως συγγενάδια».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Ὁ θεὸς ἔσκυψε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δὴ ἂν εἶναι κανένας μὲ γνώσι, ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν θεὸν νὰ τὸν βοηθήση».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Τοῦτο τὸ ἔβαλα μὲ τὸ νοῦ μου, κι ἀνάβρυσε νερὸ δροσερὸ ἡ ψυχή μου, κι ἔνοιωσα πὼς θὰ πάω νὰ ξαποστάσω σὲ σκηνὴ θαυμαστὴ στὸ σπίτι τοῦ θεοῦ. Μὲ φωνὴ ἀναγαλλιασμένη, σᾶ νὰ ἀκούγεται κάποια γιορτὴ χαρούμενη. Γιατί ψυχή μου εἶσαι λυπημένη; Καὶ γιατί μ’ ἀναταράζεις;».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Καὶ ἔβαλε στὸ στόμα μου κάποιο καινούργιο τραγούδι, ἕναν ὕμνο στὸ θεό μας».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «θὰ βλογῶ τὸν Κύριον σὲ κάθε καιρό. Ἡ δοξολογία Του θὲ νάναι πάντα στὸ στόμα μου. Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ παινεφτὴ ἡ ψυχή μου. Ἂς τ’ ἀκούσουνε οἱ πράοι καὶ ἂς εὐφρανθοῦνε».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων. Ἀνοίξετε πόρτες τῆς δικαιοσύνης, γιὰ νὰ μπῶ μέσα καὶ νὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Κύριον. Τούτη ἡ πύλη τοῦ Κυρίου. Οἱ δίκαιοι θὰ μποῦνε ἀπὸ δαύτη».
Καὶ σὰν ἀποτελειώσανε τὸ ψαλτήρι, γύρισε ὁ Ἅγιος Μάρκος καὶ εἶπε στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα: «Ἀδελφὲ Σεραπίονα, τὸ σῶμα μου κήδεψέ το μέσα σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο. Κι’ ἄφησέ το μέσα, καὶ φράξε τὸ στόμα του μὲ πέτρες. Κι’ ὕστερα νὰ φύγης, νὰ μὴν μείνης σὲ τοῦτο τὸ μέρος».
Κὶ' ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἄρχισε νὰ κλαίη. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Μάρκος τοῦ εἶπε: «Μὴν κλαῖς, τέκνον μου, σήμερα ποὺ εἶναι ἡ μέρα τῆς χαρᾶς μου. Ὁ θεός, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο, γιὰ νὰ ἔλθης, θά σοῦ δείξη καὶ τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσης πίσω στὴν κέλλα σου. Πλὴν δὲν θὰ γυρίσης ἀπὸ τὸν δρόμο, ποὺ ἦρθες».
Ἀδελφὲ Σεραπίονα, τούτη ἡ μέρα εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μου. Σήμερα ἡ ψυχή μου ἀφίνει τὸ παθιασμένο τὸ κορμί μου καὶ πηγαίνει νὰ ξεκουραστὴ ἀπὸ τοὺς κόπους κι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Κὶ’ ἐκεῖ ποὺ τάλεγε αὐτὰ τὰ λόγια, γέμιζε ἡ σπηλιὰ φῶς, πιὸ δυνατὸ κι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὸ βουνὸ γέμισε εὐωδία. Κὶ’ ὁ Ἅγιος Μάρκος ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα, κι ἄρχισε νὰ λέγη: «Ἔχε γεια σπηλιά, ποὺ μέσα σου πέρασα τὴν ζωήν μου κι ἔκανα τὴν προσευχή μου, καὶ δάμασα τὸ κορμί μου. Καὶ πάλιν ἐσὺ θὰ τὸ φύλαξης σφαλισμένο, ἴσαμε τὴν φρικτὴ ἡμέρα, ποὺ θαναστηθοῦνε ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι.
Ἔχε γεια κι’ ἐσὺ κορμί μου, τὸ σπίτι ποὺ καθόντανε τόσο χρόνια οἱ κόποι κι οἱ πόνοι μου. Κύριε, σὲ Σένα τὸ παραδίνω, γιατί γιὰ Σένα ὑπέφερε τὴν πείνα, τὴν δίψα, τὸ κρύο, τὴ ζέστη καὶ τὴ γύμνια. Ἐσὺ Κύριε, ντύσε τὸ στολὴ ἄφθαρτη καὶ δοξασμένη κατὰ τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς Παρουσίας Σου.
Ἔχετε γειά μάτια μου, πού σᾶς κούρασα μὲ τὶς ὀλόνυχτες προσευχὲς καὶ μὲ τὶς σκληρὲς ἀγρυπνίες.
Ἔχετε γειά ζῶα καλοκάγαθα, δένδρα καὶ χορτάρια ἀθωότατα, σύννεφα πετούμενα, ἀγέρα ποὺ φυσὰς ἀπὸ τὸ βορριὰ καὶ ἀπὸ τὸ νοτιὰ κι ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀπὸ τὸν ἄμμο.
Ἔχετε γειά οἱ ἀσκητὲς κι ἀναχωρητὲς κι ἐρημίτες, ποὺ κοιμώσαστε μέσα στὰ φαράγγια τῶν βουνῶν.
Ἔχετε γειά τὰ τέσσαρα καλὰ κι εὐλογημένα σημάδια τοῦ κόσμου.
Ἔχε γειά ἐσὺ βουνό, ποὺ μ’ ἀποσκέπαζες καὶ μ’ ἔκρυβες.
Ἔχε γειά κι ἐσὺ ἔρημος, θηρίο ἄλαλο καὶ σκληρό, ποὺ μὲ προστάτεψες παντοτεινὰ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν κόσμο.
Χαῖρε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κι’ ὅλη ἡ Οἰκουμένη».
Καὶ σὰν εἶπε τούτα τὰ λόγια, γονάτισε καὶ σήκωσε τὰ χέρια του κι’ εἶπε: «Κύριε, Κύριε, προστάτεψε κι’ ἀποσκέπασε τὸν Κόσμον Σου, κρύψε ἀπὸ τὰ μάτια Σου τ’ ἁμαρτωλὰ τὰ ἔργα του».
Ὕστερα σηκώθηκε κι ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα κι᾿ εἶπε:
«Ἔχε γειά κι ἐσύ, ἀδελφὲ Σεραπίονα. Ὁ Χριστὸς νά σοῦ δώση τὸ μισθό σου, διὰ τοὺς κόπους ποὔκανες γιὰ μένα, τὴν ἡμέρα τῆς Παρουσίας Του.
Σ’ ἐξορκίζω, τέκνον μου, στ’ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νὰ μὴν πάρης τίποτε ἀπὸ τὸ κορμί μου, μήτε καὶ μιὰ τρίχα. Μὴν σιμώσης στὰ κορμί μου ροῦχο ἢ πανί, καὶ ἂς εἶναι γιὰ σάβανό μου οἱ τρίχες, ποὺ μ’ ἔντυσε ὁ Κύριος.
Καὶ σὰν ἔπαψε νὰ μίλα ἀκούσθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ κι’ ἔλεγε: «Φέρτε μου τὸν ἀγωνιστὴ τῆς ἐρήμου, τὸ στυλὸ τῆς ὑπομονῆς, τὸν βλογημένο καὶ τὸν πιστὸ τὸ δοῦλο μου. Μάρκε, Μάρκε ἔλα ν’ ἀναπαυτὴς στὴ χώρα τῆς δικαιοσύνης».
Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος λέγει στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα:
«Ἀδελφέ μου, Σεραπίονα, ἂς γονατίσουμε».
Κι’ ἐκεῖ καθὼς ἦσαν γονατισμένοι ἀκούσθηκε κάποια φωνὴ ποὺ ἔλεγε σὲ κάποιον ἄλλον: «Ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά σου».
Καὶ σηκώθηκε ἀπάνω ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας καὶ γύρισε καὶ εἶδε τὴν ψυχὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ντυμένη μ’ ἄσπρη στολὴ καὶ τὴν κρατούσανε οἱ Ἄγγελοι καὶ τὴν πηγαίνανε στὸν Οὐρανό. Κι’ ἄνοιξε ἡ σκέπη τ’ Οὐρανοῦ. Κι’ εἶδε τὰ ἐναέρια τελωνεία ποὺ θέλαν ν’ ἀρπάξουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Κι’ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ τρομερὴ ποὺ ἔλεγε:«Φύγετε πνεύματα τοῦ σκοταδιοῦ μπροστὰ στὸ Φῶς. Καὶ γίνηκε ταραχὴ μεγάλη καὶ μποδίστηκε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἴσαμε μία ὥρα. Κι’ ὕστερα ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ κι ἔλεγε:
«Σηκῶστε τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Μου». Καὶ τὰ δαιμόνια παραμερίσανε, κι εἶδε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἕνα χέρι π’ ἄπλωσε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ καὶ πῆρε τὴν ψυχὴ τ’ Ἅγιου Μάρκου. Καὶ δὲν τὴν ξαναεῖδε κι ἤτανε τρίτη ὥρα τῆς νύχτας.
Κὶ’ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας προσευχότανε ὅλη τὴν νύχτα. Καὶ σὰν ξημέρωσε ἔψαλλε τὰ νεκρώσιμα ἐπάνω στὸ Ἅγιο λείψανο. Καὶ δὲν τὸ ἄγγιξε, μήτε τὸ μετόπισε, μήτε σίμωσε σὲ δαῦτο ροῦχο, τίποτε.
Κι’ ὕστερα βγῆκε ἔξω καὶ πῆρε πέτρες κι’ ἔφραξε το στόμα τῆς σπηλιᾶς καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό. Καὶ παρακαλοῦσε ἀπὸ τὸν θεὸ νὰ τὸν στηρίξη νὰ περάση κείνη τὴν φοβερὴ τὴν ἔρημο. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, βλέπει μπροστὰ τοῦ δυὸ γέροντας, ποὺ τοὺς εἶχε εἰδωμένους στ’ ὄνειρό του, καὶ τοῦ εἴπανε: “Κήδεψες λείψανο, ποὺ δὲν τοῦ ἀξίζει ὅλος ὁ κόσμος. Ἔλα μαζύ μας καὶ θὰ περπατήσουμε ὅλη τὴ νύχτα, γιὰ νὰ μὴν χάσης τὴν δύναμίν σου ἀπὸ τὴν κάψα τῆς ἡμέρας».
Καὶ περπατήξανε καὶ οἱ τρεῖς μαζὺ ἴσαμε τὸ πρωί. Καὶ τὸ πρωὶ τοῦ εἴπανε: «Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ θεοῦ». Καὶ χαθήκανε ἀπὸ τὰ μάτια του κι εἶδε πὼς στεκόντανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας του. Καὶ θαύμασε καὶ θυμήθηκε τὰ λόγια, ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Μάρκος, πὼς «δὲν θὰ γυρίσης στὸν τόπο σου ἀπὸ τὴν ἴδια στράτα ποὺ ἦλθες». Κὶ’ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ἄκουσε τὴν φωνήν του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τοῦ εἶπε:
«Καλῶς ὥρισες Ἀββᾶ Σεραπίονα». Καὶ μπήκανε στὴν Ἐκκλησία καὶ δοξάσανε τὸν θεόν.
Κι’ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα:
«Ἀδελφέ, ἐκεῖνος ἤτανε ἀληθινὸς Χριστιανός. Ἐμεῖς εἴμαστε μὲ τ’ ὄνομα μονάχα Χριστιανοί. Πλὴν μὲ τὰ ἔργα δὲν εἴμαστε καθόλου ὁλότελα. Δόξα στὸ θεὸ πού μας ἀξιώνει νὰ βλέπουμε τοὺς Ἁγίους Του. Ἀμήν


(Από τον ιστοχώρο Ορθόδοξος δρόμος)

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2009/03/blog-post_04.html#ixzz3MXwUx4XF

Παράδεισος και Κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

 

Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση «μνείαν ποιούμεθα» του Συναξαρίου βεβαιώνει, ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, βιώνει στη λατρεία της τη Β’ Παρουσία του Χριστού μας ως «γεγονός» και όχι ως κάτι το ιστορικά αναμενόμενο. Και αυτό, διότι με τη Θεία Ευχαριστία μεθιστάμεθα στην ουράνια βασιλεία, στη μεταϊστορία. Σ’ αυτή την προοπτική προσεγγίζεται ορθόδοξα και το θέμα: παράδεισος-κόλαση.
 Στα Ευαγγέλια (Ματθ.κεφ.25) γίνεται λόγος για «βασιλεία» και «πυρ αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται στη Λειτουργία της Κυριακής της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), όχι διότι το θέλησε ο Θεός, αλλά διότι αυτοί δεν μετανοούν. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη»  για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. «Βασιλεία» (=άκτιστη δόξα) είναι ο παράδεισος, «πυρ» (αιώνιο) είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος»,στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός καλεί στον παράδεισο, στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παράδεισο και κόλαση. Τι σημαίνει αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Σπεύδουμε όμως να πούμε, ότι είναι κεντρικότατο θέμα της πίστεως μας, λυδία λίθος του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας.
1. Ο λόγος για παράδεισο και κόλαση στην Καινή Διαθήκη είναι συχνός. Στο Λουκ.23,43 ο Χριστός λέει στον ληστή: «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω  παραδείσω». Στο παράδεισο όμως αναφέρεται και ο ληστής λέγοντας(23.42): «μνήσθητι μου Κύριε […] εν τη βασιλεία σου». Κατά τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο (P.G.123,1106) «ο γαρ ληστής έστι μεν εν παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία». Ο Απ. Παύλος (Β’Κορ. 12, 3-4) ομολογεί ότι ήδη σ’ αυτόν τον κόσμο, «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (2,7) Και ο Αρέθας Καισαρείας ερμηνεύει: «παράδεισον την μακαρίας και αιωνίζουσαν εκληπτέον ζωήν». (P.G. 106,529). Παράδεισος-αιώνιος ζωή-βασιλεία Θεού ταυτίζονται.
Για την κόλαση: Ματθ.25.46 («εις κόλασιν αιώνιον»), 25,41 (πυρ αιώνιον), 25,30 «σκότος εξώτερον», 5,22 «γέεννα πυρός». Α΄ Ιω. 4,18 («…ότι ο φόβος κόλασιν έχει»). Με όλους αυτούς τους τρόπους δηλώνεται αυτό που εννοούμε με τον όρο «κόλασις».
2. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’ όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω.5.29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση («πυρ καταναλίσκον», Εβρ.12,29).
Παράδεισος και κόλαση είναι η ίδια πραγματικότητα. Αυτό δείχνει ο εικονισμός της Β΄ Παρουσίας. Από τον Χριστό απορρέει ένας ποταμός, φωτεινός ως χρυσίζον φως, στο άνω μέρος, όπου βρίσκονται οι άγιοι και ποταμός πύρινος στο κάτω μέρος, όπου βρίσκονται οι δαίμονες και οι αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», όπως λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της ημέρας). Γι’ αυτό στο Λουκ. 2,34 λέγεται περί του Χριστού ότι «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Ο Χριστός γίνεται σε άλλους μεν, όσους Τον δέχθηκαν και ακολούθησαν την προτεινόμενη από Αυτόν θεραπεία της καρδιάς, ανάστασις στην αιώνια ζωή Του και σ’ όλους που Τον απέρριψαν, πτώση και κόλαση.
Πατερικές μαρτυρίες: Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ) λέγει, ότι το άκτιστο φως του Χριστού είναι «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ε.Π.Ε 11,498) παρατηρεί: «Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον». Και αλλού (Συγγράμματα, εκδ. Χρήστου, Β’ σ.145): Το φως του Χριστού «ει δ’ εν ον, τοις πάσιν μεθεκτόν, ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται…».
Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας. Ο Θεός ουσιαστικά, δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία. Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς, τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής και της παραδόσεώς μας. Η κατάσταση του ανθρώπου (καθαρός-ακάθαρτος, μετανοημένος-αμετανόητος) συντελεί στο να δεχόμεθα το Φως του ως παράδεισο ή κόλαση.
3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα στην Ορθοδοξία είναι, πώς ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Χριστό ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία» Του. Και εδώ φαίνεται η διαφορά του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας από τα διάφορα θρησκεύματα. Τα τελευταία υπόσχονται κάποια «ευδαιμονία» και μάλιστα μετά θάνατον. Η Ορθοδοξία δεν είναι ζήτηση ευδαιμονίας, αλλά θεραπεία από την αρρώστια της θρησκείας, όπως συνεχώς κηρύσσει πατερικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Η Ορθοδοξία είναι ένα ανοικτό νοσοκομείο μέσα στην ιστορία («ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ι. Χρυσόστομο), που προσφέρει τη θεραπεία της καρδίας (κάθαρση) για να προχωρήσει κανείς στον «φωτισμό» της από το Άγιο Πνεύμα και τελικά να φθάσει στη «θέωση», τον μοναδικό προορισμό του ανθρώπου. Αυτή η πορεία, όπως πληρέστατα έχουν περιγράψει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (Βλάχος), είναι η θεραπεία του ανθρώπου, όπως την βιώνουν όλοι οι Άγιοι μας.
Η ζωή στο σώμα του Χριστού (στην Εκκλησία) αυτό το νόημα έχει. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ’ Ομιλία περί Β’ Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι να «χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας». Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει : «Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα (δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται».
4.Σημασία όμως έχει, ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πρόσκληση του Χριστού και γι’ αυτό δεν μετέχουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στην άκτιστη δόξα Του. Αυτό διδάσκεται από τον Χριστό στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου (Λουκ, κεφ. 16). Ο άνθρωπος αρνείται την προσφορά του Χριστού, γίνεται εχθρός του Θεού και απορρίπτει την προσφερόμενη από τον Χριστό σωτηρία (Αυτό είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι εν Αγίω Πνεύματι δεχόμεθα την κλήση του Χριστού). Αυτοί είναι οι «μηδέποτε μετανοήσαντες» του ύμνου. Ο Θεός «ουδέποτε εχθραίνει», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος, εμείς γινόμασθε εχθροί Του (εχθραίνομεν), Τον απορρίπτουμε. Ο αμετανόητος άνθρωπος δαιμονοποιείται, επειδή αυτός το επιλέγει. Ο Θεός δεν το θέλει αυτό. Γρηγόριος Παλαμάς: «…ου γαρ εμόν εστί τούτο προηγούμενον θέλημα, ουκ εις τούτο υμάς εποίησα, ουκ εφ’ υμάς ητοίμασα την πυράν· δια τους αμετάβλητον έχοντας της κακίας την έξιν δαίμονας προανκαύθη το άσβεστον πυρ, οις υμάς συνήψεν η κατ’ εκείνους αμετανόητος γνώμη». «Αυθαίρετος (=εκούσια) εστίν η μετά των πονηρών αγγέλων συμβίωσις» (όπ.π) Είναι δηλαδή ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.
Πλούσιος και Λάζαρος βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, τον Θεό στο άκτιστο φως Του. Ο πλούσιος φθάνει στην Αλήθεια, στη θέα του Χριστού, αλλά δεν μπορεί να μετάσχει σ’ αυτήν, όπως ο Λάζαρος. Ο Λάζαρος «παρακαλείται» (παρηγορείται), εκείνος όμως «οδυνάται» (βασανίζεται). Ο λόγος του Χριστού «έχουσι Μωσέα και τους προφήτας», για αυτούς που είναι ακόμη στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι όλοι είμεθα αδικαιολόγητοι. Διότι υπάρχουν οι Άγιοι, που έχουν την εμπειρία της θεώσεως και μας καλούν να ενταχθούμε στον τρόπο της δικής τους ζωής και να φθάσουμε στη θέωση, όπως εκείνοι. Άρα, οι κολαζόμενοι, όπως ο πλούσιος, είναι αδικαιολόγητοι.
Η στάση προς τον συνάνθρωπο δείχνει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και για αυτό είναι το κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι, παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν έχουμε Θεό μέσα μας ή όχι(πρβλ ανάλογες φράσεις στην ποτισμένη από την ορθοδοξία γλώσσα μας: ο αθεόφοβος· δεν έχει Θεό μέσα του…) Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθο ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.
5. Η εμπειρία του παραδείσου ή της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό (π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως «πυρ καταναλίσκον». Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη «φωτιστική» θέα του Θεού (παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13.8: «ου ζητεί τα εαυτής»). Δεν υπάρχει συνεπώς απουσία Θεού, παρά μόνο παρουσία Του. Γι’ αυτό είναι φρικτή η Β’ Παρουσία («Ω ποία ώρα τότε…», ψάλλουμε στους Αίνους). Είναι πραγματικότητα αδιάψευστη, στην οποία είναι μόνιμα προσανατολισμένη η Ορθοδοξία («προσδοκώ ανάσταστιν νεκρών…»). Οι κολαζόμενοι, όσοι έχουν πώρωση καρδίας, όπως οι Φαρισαίοι (Μαρκ. 3,5: «εν τη πωρώσει της καρδίας αυτών») βλέπουν αιώνια το πυρ ως σωτηρία! Διότι η κατάστασή τους δεν επιδέχεται άλλη μορφή σωτηρίας. «Τελειούνται» και αυτοί, φθάνουν στο «τέλος» της πορείας τους, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειώνονται σωζόμενοι. Εκείνοι τελειώνονται κολαζόμενοι. Σωτηρία γι' αυτούς είναι η κόλαση, αφού στη ζωή της επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Ο πλούσιος της παραβολής «απήλαυσε τα αγαθά του». Ο Λάζαρος υπέμεινε αγόγγυστα «τα κακά». Αυτό εκφράζει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 3,13-15): «Εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ αυτό δοκιμάσει. Ει τίνος του έργον μένει, ο επωκοδόμησεν, μισθόν λήψεται· ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός». Δίκαιοι και αμετανόητοι περνούν από το άκτιστο «πυρ» της θείας παρουσίας. Ο ένας όμως περνά αλώβητος, ο δε άλλος καίγεται. «Σώζεται», αλλά όπως περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Ο Ευθύμιος Ζιγαβινός (ιβ’ αι.) παρατηρεί σχετικά: «Πυρ τον Θεόν ως φωτίζοντα μεν και λαμπρύνοντα τους καθαρούς, φλογίζοντα δε και σκοτίζοντα τους ρυπαρούς». Και ο Θεοδώρητος Κύρου για το «σωθήσεται» γράφει: «σωθήσεται δια πυρός και αυτός δοκιμαζόμενος», όπως δηλαδή περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Αν έχει κάλυμμα κατάλληλο δεν καίγεται, διαφορετικά «σώζεται» μεν, αλλά τσουρουφλισμένος!
Το πυρ της κολάσεως, συνεπώς, δεν έχει σχέση με το φραγκικό «πουργατόριο» (καθαρτήριο), ούτε κτιστό είναι, ούτε τιμωρία, ούτε κάποια ενδιάμεση κατάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι μετάθεση της ευθύνης στον Θεό. Η ευθύνη είναι όλη δική μας, αποδοχή ή απόρριψη της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας (θεραπείας). Ο «πνευματικός θάνατος» είναι η θέα του ακτίστου φωτός, της θείας δόξης, ως πυρός, φωτιάς. Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στον Θ’ Λόγο του στην Α’ Κορινθ. Σημειώνει: «αθάνατος η κόλασις…οι αμαρτάνοντες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον. Το δε «κατακαήσεται», τουτ’ έστιν, ουκ οίσει (δεν θα αντέξει) του πυρός την ρώμην». Και συνεχίζει: «Ο δε λέγει (δηλαδή ο Παύλος), τούτο εστιν· ουχί και αυτός ούτως απολείται, ως τα έργα, εις το μηδέν χωρών(=στην ανυπαρξία), αλλά μένει εν τω πυρί. Σωτηρία γουν το πράγμα καλεί… Και γαρ και ημίν έθος λέγειν «εν τω πυρί σώζεται», περί των μη κατακαιομένων ευθέως υλών».
Οι σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση) πέρασαν και στο δικό μας χώρο, έχουν συνέπειες που φθάνουν σε ειδωλολατρικές εκδοχές. Π.χ. ο χωρισμός παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων. Αυτό γίνεται λόγω της μη διακρίσεως κτιστού και ακτίστου. Επίσης η άρνηση της αιωνιότητας της κολάσεως, με την έννοια της «αποκαταστάσεως» των πάντων ή με την έννοια του «καλού Θεού» (Bon Dieu). Ο Θεός είναι όντως «αγαθός» (Ματθ. 8,17), αφού προσφέρει σωτηρία σ’ όλους. «Πάντας θέλει σωθήναι…» (Α’ Τιμ. 2,4). Είναι φοβερός όμως ο λόγος του Χριστού μας, που ακούεται στις κηδείες: «Ου δύναμαι απ’ εμαυτού ποιείν ουδέν· καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. 5.30). Πλαστή είναι εξάλλου και η έννοια της «θεοδικίας», που εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση. Όλα ανάγονται τελικά στον Θεό (θα σώσει ή θα κολάσει), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η «συνέργεια» ως παράγων σωτηρίας. Σωτηρία είναι δυνατή μόνο στα όρια συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου με τη Θεία Χάρη. Κατά τον Ι. Χρυστόστομο, «Το πλέον, σχεδόν δε το παν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τι» είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. Ο ληστής σώθηκε «βαλών κλείδα το, μνήσθητί μου»! Ειδωλολατρική είναι και η αντίληψη για Θεό οργιζόμενο κατά του αμαρτωλού, ενώ ο Θεός, όπως είδαμε. «ουδέποτε εχθραίνει». Αυτή είναι δικανική αντίληψη για τον Θεό, που οδηγεί και στην εκδοχή των «επιτιμίων» στην εξομολόγηση ως ποινών και όχι ως φαρμάκων (θεραπευτικών μέσων).
6. Το μυστήριο παραδείσου-κολάσεως βιώνεται και στη ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Στα μυστήρια πραγματοποιείται μέθεξη του πιστού στη Χάρη, για να ενεργοποιηθεί η Χάρη στη ζωή μας με την εν Χριστώ πορεία μας. Κυρίως δε στη Θ. Ευχαριστία το άκτιστο, η θεία κοινωνία, γίνεται μέσα μας ή παράδεισος ή κόλαση, ανάλογα με την κατάστασή μας. Κυρίως η μετοχή στη θεία κοινωνία είναι μετοχή στον παράδεισο ή την κόλαση μέσα στην ιστορία. Γι' αυτό συνδέεται η μετοχή στη θεία κοινωνία με την όλη πνευματική πορεία του πιστού. Όταν προσερχόμεθα ακάθαρτοι και αμετανόητοι, κολαζόμασθε (καιόμεθα). Γίνεται δε μέσα μας η Θεία Κοινωνία «κόλαση» και «πνευματικός θάνατος». Όχι διότι μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο φυσικά, αλλά διότι η ακαθαρσία μας δεν μπορεί να τη δεχθεί ως "παράδεισο" Δεδομένου δε ότι η θεία κοινωνία ονομάζεται «φάρμακον αθανασίας» (άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, β’ αι..), συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με ένα φάρμακο. Αν ο οργανισμός μας δεν έχει προϋποθέσεις να το δεχθεί, τότε παρενεργεί το φάρμακο και αντί να θεραπεύει, σκοτώνει. Όχι διότι ευθύνεται αυτό, αλλά η κατάσταση του οργανισμού μας. Πρέπει δε να λεχθεί, ότι αν δεν δεχθούμε τον χριστιανισμό ως θεραπευτική διαδικασία και τα μυστήρια ως φάρμακα πνευματικά, τότε οδηγούμεθα στη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού, δηλαδή στην ειδωλολατρικοποίησή του. Και αυτό δυστυχώς γίνεται συχνότατα, όταν νοούμε τον χριστιανισμό ως «θρησκεία».
Η παρούσα ζωή εξάλλου, αξιολογείται από το φως του διδύμου παραδείσου/ κολάσεως. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού» συνιστά ο Χριστός μας (Ματθ .6.33). «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν…» λέγει ο Μ. Βασίλειος στους Νέους (κεφ.3) Η ζωή μας πρέπει να είναι διαρκής προετοιμασία για τη μετοχή στον «παράδεισο», δηλαδή στην κοινωνία με το Άκτιστο (πρβλ. Ιωάν. 17.3) Και αυτό αρχίζει ήδη στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό λέγει ο απ. Παύλος: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ 6.2). Κάθε στιγμή της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε την αιωνιότητα, την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, ή τη χάνουμε. Γι' αυτό τα ανατολικά θρησκεύματα και λατρείες που κηρύσσουν μετενσαρκώσεις, αδικούν τον άνθρωπο. Διότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε άλλες (ανύπαρκτες φυσικά) ζωές. Μία ζωή όμως υπάρχει, στην οποία ή σωνόμαστε ή χανόμαστε. Γι’ αυτό συνεχίσει ο Μ. Βασίλειος: «α μεν ουν αν συντελή προς τούτον (=τον βίον) ημίν, αγαπάν τε και διώκειν παντί σθένει χρήναι φαμέν, τα δε ουκ εξικνούμενα προς εκείνον, ως ουδενός άξια παροράν». Αυτό είναι το κριτήριο του χριστιανικού βίου. Ο Χριστιανός επλέγει συνεχώς ό,τι συντελεί στη σωτηρία του. Σ’ αυτή τη ζωή κερδίζουμε τον παράδεισο ή τον χάνουμε και καταλήγουμε στην κόλαση. Γι’ αυτό λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης : «Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται· ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού» (3,18)
Έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, δεν είναι να «στέλνει» στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά να ετοιμάζει τον άνθρωπο για την τελική κρίση. Το έργο του Κλήρου είναι θεραπευτικό και όχι ηθικολογικό-ηθικοπλαστικό, με την κοσμική έννοια του όρου. Η ουσία της εν Χριστώ ζωής διατηρείται στα μοναστήρια, όταν είναι φυσικά ορθόδοξα, δηλαδή πατερικά. Σκοπός της προσφερόμενης από την Εκκλησία θεραπείας δεν είναι η δημιουργία «χρηστών» πολιτών και κατ’ ουσίαν ευχρήστων, αλλά πολιτών της ουράνιας (άκτιστης) βασιλείας. Αυτοί είναι οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, οι αληθινοί πιστοί, οι Άγιοι.
Έτσι όμως ελέγχεται και η ιεραποστολή μας. Πού καλούμε; Στην Εκκλησία-Νοσοκομείο/ Θεραπευτήριο ή σε μια ιδεολογία, που ονομάζεται χριστιανική; Αντί για θεραπεία ζητούμε συνήθως εξασφάλιση θέσεως στον «παράδεισο». Γι’ αυτό ασχολούμεθα με τελετές και όχι με θεραπεία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια απόρριψη της λατρείας. Αλλά χωρίς άσκηση (ασκητικό βίο, πράξη θεραπείας) ή λατρείας δεν μπορεί να μας αγιάσει. Μένει ανενέργητη μέσα μας η απορρέουσα από αυτήν χάρη. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται ότι στέλνει τον άνθρωπο σε κάποιο παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, αλλά έχει τη δύναμη, όπως φαίνεται στα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα των Αγίων της (αφθαρσία= θέωση), να προετοιμάσει τον άνθρωπο, ώστε να βλέπει αιώνια την Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία του Χριστού ως παράδεισο και όχι ως κόλαση.

Στις θλίψεις ο Θεός δίνει την αληθινή παρηγοριά

Γέροντας Παϊσιος

Ο Θεός βλέπει από κοντά τις ταλαιπωρίες των παιδιών Του και τα παρηγορεί σαν καλός Πατέρας. Γιατί, τι νομίζεις, θέλει να βλέπη το παιδάκι Του να ταλαιπωρήται; Όλα τα βάσανά του, τα κλάματά του, τα λαμβάνει υπ’ όψιν Του και ύστερα πληρώνει. Μόνον ο Θεός δίνει στις θλίψεις την αληθινή παρηγοριά. Γι’ αυτό, άνθρωπος που δεν πιστεύει στην αληθινή ζωή, που δεν πιστεύει στον Θεό, για να Του ζητήση το έλεός Του στις δοκιμασίες που περνάει, είναι όλο απελπισία και δεν έχει νόημα η ζωή του. Πάντα μένει αβοήθητος, απαρηγόρητος και βασανισμένος σ’ αυτήν την ζωή, αλλά καταδικάζει και αιώνια την ψυχή του.

Οι πνευματικοί όμως άνθρωποι, επειδή όλες τις δοκιμασίες τις αντιμετωπίζουν κοντά στον Χριστό, δεν έχουν δικές τους θλίψεις. Μαζεύουν τις πολλές πίκρες των άλλων, αλλά παράλληλα μαζεύουν και την πολλή αγάπη του Θεού. Όταν ψάλλω το τροπάριο «Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα», καμμιά φορά σταματώ στο «αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου…».

Αφού δεν έχω θλίψη, πως να πω «θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι»; Ψέμματα να πω; Στην πνευματική αντιμετώπιση δεν υπάρχει θλίψη, γιατί, όταν ο άνθρωπος τοποθετηθή σωστά, πνευματικά, όλα αλλάζουν. Αν ο άνθρωπος ακουμπήση την πίκρα του πόνου του στον γλυκύ Ιησού, οι πίκρες και τα φαρμάκια του μεταβάλλονται σε μέλι.

Αν καταλάβη κανείς τα μυστικά της πνευματικής ζωής και τον μυστικό τρόπο με τον οποίο εργάζεται ο Θεός, παύει να στεναχωριέται για ό,τι του συμβαίνει, γιατί δέχεται με χαρά τα πικρά φάρμακα που του δίνει ο Θεός για την υγεία της ψυχής του. Όλα τα θεωρεί αποτελέσματα της προσευχής του, αφού ζητάει συνέχεια από τον Θεό να του λευκάνη την ψυχή. Όταν όμως οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις δοκιμασίες κοσμικά, βασανίζονται. Αφού ο Θεός όλους μας παρακολουθεί, πρέπει να παραδίνεται κανείς εν λευκώ σ’ Αυτόν. Αλλιώς είναι βάσανο· ζητάει να του έρθουν όλα, όπως εκείνος θέλει, αλλά δεν του έρχονται όλα όπως τα θέλει, και ανάπαυση δε βρίσκει.

Είτε χορτάτος είναι κανείς είτε νηστικός, είτε τον επαινούν, είτε τον αδικούν, πρέπει να χαίρεται και να τα αντιμετωπίζη όλα ταπεινά και με υπομονή. Τότε ο Θεός συνέχεια θα του δίνη ευλογίες, ώσπου να φθάση η ψυχή του σε σημείο να μη χωράη, να μην αντέχη την καλωσύνη του Θεού. Και, όσο θα προχωράη πνευματικά, τόσο θα βλέπη την αγάπη του Θεού σε μεγαλύτερο βαθμό και θα λειώνη από την αγάπη Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου: Δ’ Οικογενειακή ζωή”

Η μετά θάνατον ζωή


Γέροντας Παϊσιος
Οι υπόδικοι νεκροί
-Γέροντα, όταν πεθάνει ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιόκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώσει λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαί­νει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύσει, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλα­βαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συ­νέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγει από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρου­σία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λά­βουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύ­χονται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρί­σκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοή­σουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μό­νοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περι­μένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέ­ρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλα­δή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μετα­φέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προ­σευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνη­μόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τε­λική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει πλέον δυνα­τότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διά­βολο να πει: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσό­τερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προ­σευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι' αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγό­ρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνα­τότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπεί- ρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία»[6], λέει η Γρα­φή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουρα­μπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορ­τάζει, για να έχουν την ευλογία του.
- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
- Εμ, όταν μπαίνει κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι' αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός -θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν- και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προ­σευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη[7] σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθεί ο Θεός και να τον ελεήσει. Έτσι, ο,τι δεν έκανε εκείνος, το κά­νουμε εμείς γι' αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλοσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευ­ματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιά­σθηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχό­μουν».
- Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι' αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
- Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι' αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημέ­νοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι' αυτούς!
Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι' αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
- Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμιά σχέση με την Εκκλησία.
- Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγ­μή. Πότε σε απασχολεί; Κάθε Σάββατο;
- Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
- Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμη­μένοι.
- Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι' αυτούς βοηθιούνται από τις προσευ­χές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
- Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κλπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν». Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου. Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, τον είδα ολόκληρο μπροστά μου μετά την Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα ολόκληρο γραμμένο με τα ονό­ματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονευόταν στην Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
Το καλύτερο μνημόσυνο για τους κεκοιμημένους
Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγμα­τα και από τα ψυχικά πάθη, έκτος από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας. Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό. Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κε­κοιμημένοι γονείς μας, ο πάππους μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευ­ματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγι­ναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή που θα δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε στον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.
Επομένως, αξίζει τον κόπο να χτυπήσουμε τον πα­λαιό μας άνθρωπο, για να γίνει καινός και να μη βλάπτει πια ούτε τον εαυτό του ούτε άλλους ανθρώπους, αλλά να βοηθάει και τον εαυτό του και τους άλλους, είτε ζώντες είναι είτε κεκοιμημένοι.
Η παρρησία των δικαίων προς τον Θεό
- Γέροντα, στην προς Αρχαρίους Επιστολή σας γρά­φετε: «Παρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί μοναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέ­ρος της χαράς του Παραδείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι περισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώπους με την προσευχή, να επεμβαίνει ο Θεός και να βοηθιέται ο κόσμος»[8].
- Γράψε: «Θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να συ­μπάσχουν με τους ανθρώπους και να τους βοηθούν με την προσευχή».
- Στην άλλη ζωή, Γέροντα, ένας σωστός μοναχός πάλι δεν θα βοηθάει με την προσευχή του τους ανθρώπους;
- Και στην άλλη ζωή θα βοηθάει με την προσευχή του, αλλά δεν θα υποφέρει, ενώ τώρα συμπάσχει δεν περνάει χαρούμενα εδώ, «με χαρούμενη την όψη και με βλέμμα λαμπερό»! Όσο όμως υποφέρει για τον πλη­σίον του, τόσο ανταμείβεται με θεία παρηγοριά, και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο και η πληροφορία ότι βοηθιέται ο άλλος. Αύτη η παραδεισένια χαρά είναι η θεία ανταμοιβή για τον πόνο που νιώθει για τον αδελφό του.
- Δηλαδή, Γέροντα, οι Άγιοι που επικαλούμαστε να μας βοηθήσουν δεν συμπάσχουν μαζί μας;
- Εκεί δεν έχει πόνο, βρε παιδάκι μου! Στον Παρά­δεισο υποφέρουν; «Ένθα ουκ έστι πόνος ου λύπη ου στεναγμός»[9] δεν λέει;
Ύστερα οι Άγιοι έχουν υπ όψιν τους την θεία ανταμοιβή που θα λάβουν όσοι άνθρωποι βασανί­ζονται σ' αυτήν την ζωή και αυτό τους κάνει να χαίρονται. Μα και ο Ίδιος ο Θεός που έχει τόση αγάπη, τόση ευσπλαχνία, πως αντέχει αυτόν τον μεγάλο πόνο των ανθρώπων; Αντέχει, γιατί έχει υπ' όψιν Του την θεία ανταμοιβή που τους περιμένει. Όσο δηλαδή βα­σανίζονται εδώ οι άνθρωποι, τόσο τους αποταμιεύει εκεί ουράνιο μισθό. Ενώ εμείς αυτά δεν τα βλέπουμε και συμπάσχουμε με όσους υποφέρουν. Γι' αυτό, όταν κάποιος τα βλέπει λίγο αυτά και έχη υπ' όψιν του την ανταμοιβή που θα λάβουν, δεν υποφέρει τόσο πολύ.
- Όταν, Γέροντα, παρακαλούμε τον Θεό να βοηθήσει κάποιον κεκοιμημένο που δεν έχει ανάγκη, πάει χα­μένη αυτή η προσευχή;
- Πως να πάει χαμένη; Όταν λέμε «ανάπαυσον τον τάδε» και αυτός είναι σε καλή θέση στην άλλη ζωή, δεν παρεξηγείται ίσα- ίσα συγκινείται. «Για δες, λέει, εγώ είμαι σε καλή θέση και εκείνοι αγωνιούν», οπότε φιλοτιμείται και μας βοηθάει πιο πολύ, πρεσβεύοντας στον Θεό για μας. Άλλα που να ξέρεις σε τι κατάσταση βρίσκεται ο άλλος; Φυσιολογικά κάνεις ευχή πρώτα γι' αυτούς που γνωρίζεις ότι με την ζωή τους λύπησαν τον Θεό και εύχεσαι και για άλλες ανάλογες περιπτώσεις και ύστερα εύχεσαι και για όλους τους κεκοιμημένους.
Η μέλλουσα Κρίση
- Γέροντα, πως εξαγνίζεται η ψυχή;
- Όταν ο άνθρωπος εργασθεί τις εντολές του Θεού, κάνει δουλειά στον εαυτό του και καθαρισθεί από τα πάθη, τότε ο νους φωτίζεται, φθάνει σε ύψος θεωρίας, και η ψυχή λαμπρύνεται και γίνεται όπως ήταν πριν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σε τέτοια κατάσταση θα βρίσκεται μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος να δη την ανάσταση της ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθεί τελείως από τα πάθη. Το σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άυλο, και δεν θα νοιάζεται για τροφή υλική.
- Γέροντα, πως θα γίνει η μέλλουσα Κρίση;
- Στην μέλλουσα Κρίση θα αποκαλυφθεί σε μια στι­γμή η κατάσταση του κάθε ανθρώπου και μόνος του καθένας θα τραβήξει για 'κει που είναι. Καθένας θα βλέπει σαν σε τηλεόραση τα δικά του χάλια και την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζει τον εαυτό του στον άλλον και θα σκύβει το κεφάλι και θα πηγαίνει στην θέση του. Δεν θα μπορεί λ.χ. να πει μια νύφη που καθόταν μπροστά στην πεθερά της σταυρο- πόδι και η πεθερά της με σπασμένο πόδι φρόντιζε το εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου στον Παράδεισο κι εμένα δεν με βάζεις;», επειδή θα έρχεται μπροστά της εκείνη η σκηνή. Θα θυμάται την πεθερά της που στεκόταν όρθια με σπασμένο πόδι και φρόντιζε το εγγονάκι της και δεν θα έχηειμούτρα να πάει στον Παράδεισο, αλλά ούτε και θα χωράει στον Παρά­δεισο. Ή οι μοναχοί θα βλέπουν τι δυσκολίες, τι δο­κιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πως τις αντιμετώπισαν και, αν δεν έχουν ζήσει σωστά, θα σκύψουν το κεφάλι και θα τραβήξουν μόνοι τους για εκεί που θα είναι.
Θα δουν εκεί οι μοναχές, που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις ευλογίες και τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πως αγωνίσθηκαν και σε τι κατάσταση πνευματική έφθασαν, και εκείνες, καλόγριες, με τι μικροπρέπειες ασχολούνταν και βασανίζονταν, και θα ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι θα γίνει η Κρίση. Δεν θα πει δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τι έκανες;» η «εσύ θα πας στην κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θα συγκρίνει τον εαυτό του με τον άλλον και θα τραβήξει για εκεί που θα είναι.

Η μέλλουσα ζωή
- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.
- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πείτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λεί­ψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήσει ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψη­λοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχει δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παρά­δεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχει μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξα­μενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχει περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπει στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθεί από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθεί από την δική του κα­θαρότητα.
- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλα­ση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παρά­δεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Πα­ράδεισο και την κόλαση τα ζει η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθει φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχει αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παρά­δεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγμα­τα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβει τίποτε. Αν Του σπάσεις τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβει. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγμα­τικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνει ο άνθρωπος, αν πάει στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθείτε να ζει κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξεις για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξει- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό κα­λύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;
- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Κα­λά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξει, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάει στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώσει καλή μετάνοια, για να μας βρει ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Η μετά θάνατον ζωή

Γιατί παραχωρεί ο Θεός στο διάβολο να μας πολεμά;

 Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής 
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής απαριθμεί πέντε αιτίες για τις οποίες παραχωρεί ο Θεός τη δυνατότητα στον διάβολο να πολεμά τους ανθρώπους:
Πρώτη αιτία, είναι για να μάθουμε να διακρίνουμε την αρετήν από την κακίαν μέσα από την εμπειρία αυτού του πολέμου.
Δεύτερη αιτία, είναι για να «εξαναγκαστούμε» τρόπον τινά, να προσκολληθούμε με βεβαιότητα και ακλόνητα στην αρετή.
Τρίτη αιτία, για να μην υπερηφανευόμαστε όταν προκόπτουμε στην αρετή, αλλά να συνειδητοποιήσουμε εκ της εμπειρίας του πνευματικού αυτού αγώνα ότι κάθε προκοπή είναι δωρεά του Θεού.
Τέταρτη αιτία, για να ταπεινωθούμε και για να συνειδητοποιήσουμε και μισήσουμε και ομολογήσουμε (εξομολόγησις) και εγκαταλείψουμε τις αμαρτίες μας, που γίνονται αιτία πειρασμών.
Πέμπτη αιτία, για να μην ξεχάσουμε την ιδική μας ασθένεια και την του Θεού δύναμη, όταν προοδεύοντας στον πνευματικό αγώνα αξιωθούμε και φθάσουμε σε κάποιαν αρετή.
Μέσα στις πιο πάνω αιτίες διαφαίνεται η Αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον. Ας μην ξεχνούμε ότι και οι θλίψεις και οι πειρασμοί είναι δώρα της φιλανθρωπίας του Θεού γιατί μέσα στις δοκιμασίες αυτές μπορούμε -αν το θελήσουμε- να συναντήσουμε τον πάσχοντα και σταυρωμένο Χριστό μας, και Αυτός θα μας αναστήση στην αιώνια ζωή.
Σε τελευταία ανάλυση, ο διάβολος με όλα τα τεχνάσματά του και παρ’ όλες τις μηχανουργίες του εναντίον μας, εν τούτοις αυτοκαταστρέφεται και θριαμβεύει η θεία φιλανθρωπία! Όπως η σταυρική παγίδα, που έστησεν ο διάβολος στον Χριστόν, απέβη τελικά η συντριβή του ίδιου του διαβόλου και η νίκη του Ιησού, (για αυτό και ο Σταυρός είναι από τότε το φοβερότερον όπλο κατά του διαβόλου), έτσι και κάθε παγίδα που στήνει ο διάβολος και σε μας, μπορεί να αποβή ήττα του Σατανά και αφορμή για τη σωτηρία μας. Με μίαν όμως απαραίτητη προϋπόθεση: ότι θα αντιμετωπίζουμε τους εκάστοτε πειρασμούς με κόψιμο του δικού μας θελήματος (δηλαδή του εγωισμού μας) και υπακοή «άνευ όρων» στο θέλημα του Θεού.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr

Μπροστά στο θάνατο οι άνθρωποι είναι αδύναμοι


                                                                 Ιουστίνος Πόποβιτς

Μπροστὰ στὸν θάνατο οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύναμοι σὰν τὰ κουνούπια, σὰν τὰ πετραδάκια.
Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα καυχᾶσθε ὦ ἄνθρωποι;
Γιὰ τὸν πλοῦτο, τὴν ἐπιστήμη, τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κουλτούρα;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι σκύβαλα - σὺ καὶ ἐγὼ δοῦλοι τοῦ θανάτου! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος τοῦ φόβου, δοῦλος τοῦ θανάτου.
Μπορεῖ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ χαρά;
Ὄχι δὲν μπορεῖ.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἀντικρίσει σοβαρὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ σοβαρότητα θὰ κοιτάξει τὸν θάνατο σὰν τὸν ἔσχατο σταθμὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει χαρὰ σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει γι' αὐτὸν καμιὰ ἀπόλαυση ἐδῶ. Ὅλες οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἕνα ψέμα, ἐὰν ὁ θάνατος ἀποτελεῖ γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα τὸν τελευταῖο σταθμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Ποιὸς εἰσήγαγε τὸν θάνατο σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο;
Ποιὸς ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;
Στὸν ἄνθρωπο ἀνήκει δυστυχῶς, αὐτὸς ὁ γεμάτος ντροπὴ ρόλος αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῆς εἰσαγωγῆς δηλ. τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Δὲν τὸ ἔπραξαν αὐτὸ μήτε οἱ τίγρεις μήτε οἱ ἀλεποῦδες, τὸ ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος.
Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλάσμα ντροπιασμένο μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ ζώα καὶ ὅλα τὰ φυτά καὶ ὅλα τὰ πετούμενα.
Πρέπει νὰ ντρέπεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ συγνώμη ἀπὸ τὸ κάθε πουλὶ γιὰ τὸ ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο στὸν κόσμο αὐτό, ἔφερε τὸν θάνατο καὶ στὰ πουλιά καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ φυτά.
Τὰ πάντα φθείρονται καὶ ἀποθνήσκουν.
Μέχρι πότε ὅμως;
Μέχρι τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅταν ὁ Κύριος θὰ κρίνει τὸν κόσμο καί, στὴ θέση τῆς παλαιᾶς γῆς, θὰ δώση καινὴ γῆ, ὅταν ὅλα θὰ γίνουν ἀθάνατα ἐπάνω της.
Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε μὰ οὔτε καὶ ξέρουμε νὰ τὸ συλλάβουμε, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ καλὴ εἴδηση τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ μας. 
Ιουστίνος Πόποβιτς