Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Η οντολογία της θείας Χάριτος κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά


       Η οντολογία τής θεοποιού Χάριτος κατά τον υπέρμαχο τού Ησυχασμου - Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη

Αποτελεί επεξεργασμένη μορφή μιας παραγράφου της μελέτης μας, Χάρη και ελευθερία κατά την Πατερική Παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 21-39.

Η Χάρη του Θεού κατά την θεολογία και την πνευματική εμπειρία των Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής αποτελεί θεολογικό όρο με σαφές δογματικό περιεχόμενο.

Ο όρος «Χάρις Θεού» στο πλαίσιο της θεολογίας δηλώνει κατά τον ησυχαστή άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά μία συγκεκριμένη φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού, που όταν γίνεται μεθεκτή, θεώνει χαρισματικώς τους μετόχους της[1]. 

Είναι κατά συνέπεια προφανής η σωτηριολογικού χαρακτήρα σημασία της, γι’ αυτό και δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις άλλες ενέργειες[2] του Τριαδικού Θεού...

O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεμελιώνει βιβλικώς τον όρο «χάρις» προσδίδοντας ιδιαίτερη θεολογική σημασία σε διάφορες λεκτικές διαρυπώσεις τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης, που υποδηλώνουν τον δογματικό χαρακτήρα της. Ειδικότερα, αναφερόμενος στο χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης: «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» [3], ταυτίζει την διδόμενη στους ταπεινούς χάρη με την θεία Χάρη, η οποία «διά φωτός επιφαίνεται» [4]. 

Παράλληλα, επαναλαμβάνει την χριστολογική ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου[5] στο ψαλμικό χωρίο: «εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου» [6], για να διακηρύξει τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος[7], ενώ προσεγγίζοντας ερμηνευτικά το χωρίο του προφήτη Ιερεμία: «εμέ εγκατέλιπον πηγήν ύδατος ζώντος» [8] παρατηρεί, ότι το «ζων ύδωρ» είναι η θεία Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος[9]. 

Αλλά, η θεία Χάρη ως δόξα και λαμπρότητα του Θεού είναι κατά τον Παλαμά το «φως», με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός κατά τον Ψαλμωδό[10]. 

Το φως αυτό είναι το θείο και άυλο «πυρ», που φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων[11] και τους καθοδηγεί[12] προς τον Θεό.

 Άλλωστε, και ο «άρτος των αγγέλων», που κατά τον Ψαλμωδό έφαγε ο λαός του Θεού στην έρημο[13], είναι κατά τον Παλαμά αυτό το φως της θείας Χάριτος[14], με το οποίο τρέφονται πνευματικώς οι άγγελοι αλλά και οι πνευματικοί άνθρωποι.

Φανέρωση του φωτός αυτού της θείας Χάριτος έχουμε στη φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη βάτο[15], στο πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά κρατώντας τον «Δεκάλογο» των θείων εντολών[16], στην ανάληψη του προφήτη Ηλία στον ουρανό με το «άρμα πυρός»[17], αλλά και στον «ως υπό πυρός καιόμενον τα σπλάχνα» προφήτη Ιερεμία[18].

Tέλος, στο χωρίο του προφήτη Ιωήλ: «εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα» [19] επισημαίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την θεία Χάρη, που επαγγέλθηκε ο Χριστός στους μαθητές του και σε όλους τους πιστούς του[20], μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας του.

Αλλά, η Χάρη του Θεού, που προαναγγέλθηκε στην Παλαιά Διαθήκη και αποκαλύφθηκε μερικώς μέσα στην ιστορία της, παρέχεται πλούσια μέσα στη νέα πραγματικότητα, που εγκαινίασε η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και η έλευση του Παρακλήτου. Η Παλαιά Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη και η μέλλουσα βασιλεία του Θεού, κατά τον υπέρμαχο του Ησυχασμού, δεν χωρίζονται στεγανώς, αλλά συνδέονται λειτουργικώς. 

Έτσι, η «εν φωτί δόξα του Θεού», που είδαν, αν και αμυδρότερα, οι προφήτες Μωυσής και Ηλίας αποτελούν σύμβολα[21] και τύπους της θεοφάνειας του Θαβώρ, ενώ η άκτιστη δόξα της μεταμορφώσεως του Χριστού αποτελεί προοίμιο και σύμβολο της ίδιας δόξας, που θα αποκαλυφθεί στη μέλλουσα βασιλεία[22]. 
                                                                          
Ο υπέρμαχος του Ησυχασμού διακρίνει σαφώς στα κείμενά του την αΐδια ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος ως προσώπου από την εν χρόνω αποστολή του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο ταυτίζοντας απερίφραστα την φανέρωση του Αγίου Πνεύματος με την Χάρη και την ενέργειά του.

 Έτσι, όταν ο Παλαμάς αναφέρεται στο «καταβαίνον πνεύμα» κατά την βάπτιση του Χριστού, [23] παρατηρεί, ότι αυτό δεν είναι η υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, όπως εσφαλμένα νομίζει ο Ακίνδυνος, αλλά η όλη Χάρη και ενέργειά του[24]. Αλλά και η θαυματουργική δύναμη του Χριστού, η οποία κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά «ιάτο πάντας» [25] και ο θαυμασμός του λαού «επί τοις λόγοις της χάριτος τοις εκπορευομένοις εκ του στόματος αυτού» [26], οφείλονταν στην ίδια θεία Χάρη, «δι’ ης εδίδασκε και δι’ ης εθαυματούργει ο Χριστός» [27]. 

Οι «λόγοι της Χάριτος», άλλωστε, που έβγαιναν από το στόμα του Χριστού, αποκλείουν όχι μόνο το αυθυπόστατο της θείας Χάριτος αλλά και την ταύτισή της με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος[28]. Αυτή την Χάρη την ονομάζει ο Χριστός «πνεύμα» λέγοντας ότι «τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμά εστι και ζωή εστιν» [29].

Εύλογα, λοιπόν, ταυτίζει ο μεγάλος ησυχαστής ιεράρχης την θεία Χάρη με την χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος, σημειώνοντας επιγραμματικά ότι η «κυρίως παρά του θείου πνεύματος εκχεομένη χάρις πνεύμα άγιον εστίν» [30].

Το θεολογικό περιεχόμενο της θείας Χάριτος συναντάται και στην Καινή Διαθήκη, όπως, άλλωστε, και στην Παλαιά Διαθήκη, με διάφορες ονομασίες. Έτσι, αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος στο χωρίο Ιω. 4, 10-14 ταυτίζει το «ζων ύδωρ», για το οποίο κάνει λόγο ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα, με την θεία Χάρη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος[31]. 

Αλλά και στο Θαβώρ οι τρεις μαθητές είδαν «αμυδράν αυγήν της θεότητος μεριζομένης αμερίστως της Χάριτος και λαμπρότητος και ενεργείας του πνεύματος» [32]. 


Την λαμπρότητα αυτή της θείας φύσεως, που είδαν οι μαθητές κατά τη μεταμόρφωση του Χριστού, την ταυτίζει ο Παλαμάς με την θεοποιό Χάρη και παρατηρεί, ότι κατ’ αυτήν θα λάμψουν οι δίκαιοι, όπως ο ήλιος[33], στη μέλλουσα βασιλεία του Θεού[34].

Η δόξα του Θεού ταυτίζεται οντολογικώς με τη θεοποιό Χάρη του Θεού. Έτσι, ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, ο οποίος «πλήρης ων πνεύματος αγίου είδεν την δόξαν του Θεού» [35], είδε, κατά τον άγιο ησυχαστή μας, «την χάριν του πνεύματος» [36]. Αλλά και το φως του Χριστού, που φωτίζει το σκοτάδι[37] και καθιστά τους μαθητές του φως[38], είναι «η θεοποιός δωρεά του πνεύματος» [39]. 

Το φως αυτό της θείας Χάριτος ονομάζεται από τον Παλαμά θείο και άυλο «πυρ» [40]. Αυτό το άυλο «πυρ» ήταν εκείνο, που ενήργησε ως θεία Χάρη, όταν οι μαθητές του Χριστού δέχτηκαν τις «πύρινες γλώσσες» [41] την Πεντηκοστή.

Aλλά και εκείνο, που τύφλωσε τους αισθητούς οφθαλμούς του αποστόλου Παύλου και φώτισε τους οφθαλμούς της καρδιάς του, όταν πήγαινε απειλητικώς στην Δαμασκό[42]. Τούτο θέρμανε την καρδιά του Κλεόπα και του συνοδού του, όταν τους μιλούσε ο Χριστός μετά την ανάστασή του καθ’ οδόν προς Εμμαούς[43]. Το φως αυτό είναι άκτιστη και αΐδια ζωή, που, όταν βρίσκεται στον μέτοχό της, δεν χωρίζεται από τον Θεό[44].

Η θεία Χάρη υποδηλώνεται με πλήθος ονομάτων, που εκφράζουν ένα οντολογικό περιεχόμενο. Έτσι, η θεία Χάρη ονομάζεται και είναι το «άκτιστον φως» [45], η «θέωσις»[46], η «αγαθαρχία», η «αυτοαγαθότης», η «αυτοθεότης», η «αυτοθέωσις»[47]. Είναι, τέλος, η «δόξα», η «λαμπρότης» και η «βασιλεία» του Θεού[48]. Όλα όμως αυτά τα ονόματα, που προσδίδονται στη θεία Χάρη, δηλώνουν απλώς μερικές εκφάνσεις της χωρίς ποτέ να εξαντλούν και το περιεχόμενό της, το οποίο παραμένει ουσιαστικά ανώνυμο[49].

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η θεία Χάρη δεν αποτελεί ουσία ούτε και υπάρχει «εν ιδία υποστάσει». Δεν είναι δηλαδή αυθυπόσταστη, αλλά ενυπόστατη. Και λέμε ότι είναι ενυπόστατη, επειδή θεωρείται στην υπόσταση άλλου[50]. Προέρχεται από την άκτιστη θεία ουσία και παραμένει αδιάσπαστα ενωμένη με αυτήν[51], ως φυσική ενέργειά της. Ενυπόστατη όμως παραμένει η θεία Χάρη και στα κτίσματα, που μετέχουν σ’ αυτήν, με την έννοια ότι και στα κτίσματα, δεν υπάρχει ως «συμβεβηκός», αλλά ενυπάρχει σ’ αυτά φυσικώς. 

Αυτό σημαίνει ότι η θεία Χάρη, ενώ δεν αποτελεί ποτέ φυσικό ιδίωμα των κτισμάτων, βρίσκεται σ’ αυτά όχι με μια εξωτερική σχέση αλλά με μια χαρισματικώς φυσική σχέση.

Εδώ παρατηρούμε, ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μεταφέρει με πολλή επιτυχία την έννοια του ενυπόστατου από τη Χριστολογία –όπου καθιερώθηκε από τον Λεόντιο τον Βυζάντιο[52] - στην θεολογία και ακόμη ειδικότερα στην θεολογία της θείας Χάριτος. Ο θεολόγος της Χάριτος ορίζει τελικώς την θεία Χάρη ως την ενέργεια εκείνη του Θεού, που κατέρχεται φιλάνθρωπα για την σωτηρία, όσων αξιώνονται την ενότητα με τον Χριστό[53].

Ποια είναι όμως η πηγή και η αιτία της θείας Χάριτος; Ποιος είναι ο χαρακτήρας της, και πώς αποκαλύπτεται στην κτίση και ειδικότερα στον άνθρωπο; 

Τα ερωτήματα αυτά αφορούν καίρια την θεολογία της Χάριτος, ενώ η απάντησή τους σχετίζεται οπωσδήποτε με την οντολογία της.

Πηγή της θείας Χάριτος είναι η αΐδια και άκτιστη θεία ουσία[54],δηλαδή όλος ο Τριαδικός Θεός. «Έστιν ουν», σημειώνει ο άγιος ιεράρχης, «και ο πατήρ και ο υιός και το πνεύμα το άγιον ομού πηγή του ζώντος ύδατος, τουτέστιν της θείας Χάριτος»[55]. Η θεία Χάρη ως φυσική και ουσιώδης ενέργεια του Θεού είναι μία και για τα τρία θεία πρόσωπα[56] και παρέχεται τριαδικώς· «παρά του πατρός δι’ υιού εν πνεύματι αγίω»[57]. Αν η θεία Χάρη δεν ήταν μία και κοινή για τα τρία θεία πρόσωπα, αν δηλαδή υπήρχε ετερότητα ενέργειας για την κάθε υπόσταση, αυτό θα σήμαινε και ετερότητα της φύσεως κάθε θείου προσώπου. Έτσι όμως θα διασαλευόταν καίρια η ενότητα του Τριαδικού Θεού.

Κατά την θεολογία και την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, η Χάρη του Θεού είναι άκτιστη, επειδή αποτελεί ουσιώδη ενέργεια της άκτιστης θείας φύσεως. Τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος τον κατοχυρώνει ο Παλαμάς και βιβλικώς παραπέμποντας στο χωρίο Β’ Τιμ. 1, 9: «κατ’ ιδίαν πρόθεσιν και χάριν την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων». «Οράς», σημειώνει χαρακτηριστικά ο υπέρμαχος του Ησυχασμού, «ότι προαιωνίως ημίν η Χάρις ητοίμασται; Πώς ουν κτιστόν το προ αιώνων ητοιμασμένον;»[58]. 

Και, επειδή η θεία Χάρη είναι άκτιστη, γίνεται κατανοητό, πώς οι πιστοί «γεννώνται εκ Θεού» [59] και γιατί «πνεύμά εισιν ως εκ πνεύματος γεγεννημένοι»[60]. 

Με άλλα λόγια οι πιστοί καθίστανται πραγματικά πνευματικοί άνθρωποι ως φορείς του Αγίου Πνεύματος, εξαιτίας της χαρισματικής γεννήσεώς τους από την άκτιστη Χάρη ή διαφορετικά από το Πνεύμα του Θεού.

Ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος συντασσόμενοι με τους Λατίνους υποστηρίζουν, ότι η θεία Χάρη είναι κτιστή και ορατή με τις αισθήσεις[61]. Θεωρώντας όμως οι Αντιησυχαστές την θεία Χάρη κτιστή την χωρίζουν αναγκαστικά από τη θεία φύση[62]. Δεχόμενοι οι Αντιπαλαμίτες κτιστό τον χαρακτήρα της θείας Χάριτος εξομοιώνονται κατά τον Παλαμά με τον Άρειο και τον Ευνόμιο, επειδή αρνούνται ουσιαστικά τον άκτιστο χαρακτήρα της θεότητας, ενώ ταυτόχρονα βλασφημούν και κατά του Αγίου Πνεύματος, που ενοικεί χαρισματικώς στους αγίους[63]. 

Η θεολογική, συλλογιστική, σκέψη του υπέρμαχου της θεοποιού Χάριτος είναι πολύ σαφής. Αν η θεία Χάρη ως φυσική ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, τότε θα πρέπει και η θεία ουσία να είναι κτιστή, αφού αποτελεί αξίωμα, ότι η κτιστή ενέργεια δηλώνει κτιστή φύση και η άκτιστη ενέργεια χαρακτηρίζει άκτιστη ουσία[64].

Κατά συνέπεια, όταν ο Βαρλαάμ –αλλά και η Δυτική σχολαστική θεολογία γενικότερα- υποστηρίζουν ότι η θεία Χάρη είναι κτιστή, ενώ παράλληλα ταυτίζουν το θείο φως και την θεία δόξα με την θεία φύση, αρνούνται ουσιαστικά τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας φύσεως, και οδηγούνται κατά λογική συνέπεια στην ανυπαρξία του Θεού[65].

 Όσοι δηλαδή αρνούνται τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος, αρνούνται ουσιαστικά τον ίδιο τον Θεό, έστω και αν υποστηρίζουν ότι δέχονται την ουσία του[66].

Η θεολογική αντίληψη για κτιστή θεία Χάρη έρχεται σε οξεία αντίθεση με την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η θεία Χάρη αποτελεί «έλλαμψιν υπερφυά και απόρρητον και θείαν ενέργειαν», η οποία οράται «αοράτως» και νοείται «απερινοήτως»[67], εξαιτίας του άκτιστου χαρακτήρα της.

Αν όμως η θεία Χάρη είναι κτίσμα, όπως υποστηρίζουν οι Αντιπαλαμίτες, τότε κατά τον Παλαμά δεν καταστρέφεται μόνον η θεολογία αλλά και η σωτηριολογία της Εκκλησίας, επειδή, έτσι, αναιρείται η άμεση κοινωνία και η χαρισματική ένωση των αγίων με τον Θεό[68]. 

Η Χάρη του Θεού, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας, είναι άκτιστη «ως αληθώς», δηλαδή κυριολεκτικώς, και όχι άκτιστη «κατά χάριν»[69]. Η μετεχόμενη Χάρη του Θεού αποτελεί σύμφωνα με τον Τόμο 1351 άκτιστη σχέση με τον θεούμενο άνθρωπο[70]. Η άκτιστη αυτή σχέση ονομάζεται και «άσχετη» σχέση για να δηλώσει, ότι δεν είναι ίδιον της κτιστής ανθρώπινης φύσεως και δυνάμεως. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί φανέρωση φυσικής ενέργειας του ανθρώπου[71].

Πώς αποκαλύπτεται όμως η θεία Χάρη ως συγκεκριμένη άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού; Καταρχήν, η Χάρη του Θεού, παραμένοντας πάντοτε αχώριστη από την θεία φύση, είναι πανταχού παρούσα, όπως άλλωστε και η θεία ουσία.

Ερμηνεύοντας ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την πανταχού παρουσία του Θεού, παρατηρεί, ότι η θεία ουσία παραμένει άγνωστη, απρόσιτη και αμέθεκτη για κάθε κτίσμα. Έτσι όμως, η θεία ουσία θεωρείται για όλα τα κτίσματα ως απούσα. Αντίθετα, η θεία Χάρη θεωρείται ως απούσα μόνον σ’ όσους στερούνται τις προϋποθέσεις για την θέα και την βίωσή της[72], ενώ φανερώνεται και μετέχεται απ’ όσους έχουν κατάλληλες, πνευματικές αισθήσεις[73]. 

Ο Θεός, λοιπόν, φανερώνεται μόνο κατά την ενέργεια και την Χάρη του και ποτέ κατά την ουσία του.

Η έκχυση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς αποτελεί φανέρωση της θείας Χάριτος, φανέρωση δηλαδή του ίδιου του Θεού.

Ο τρόπος όμως κατά τον οποίο εκχέεται η θεία Χάρη στους πιστούς παραμένει απόρρητος.

Κατά την φανέρωσή της η θεία Χάρη «μερίζεται αμερίστως», και όπως κάθε ενέργεια του Θεού «ου χρονικώς μόνον αλλά και πληθυντικώς προάγεται»[74]. Η φανέρωση της Χάριτος του Θεού ταυτίζεται θεολογικώς με την πέμψη του Αγίου Πνεύματος. 

Το Άγιο Πνεύμα εδώ νοείται όχι με την αΐδια και υποστατική ύπαρξή του αλλά με την οικονομική και χαρισματική φανέρωσή του. 


Νοείται ως Χάρη και ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού. Αλλά, ενώ το Άγιο Πνεύμα ως Χάρη του Τριαδικού Θεού πέμπεται στην κτίση από τον όλο Τριαδικό Θεό, προχέεται όμως και φανερώνεται «δι’ Υιού»[75].

Στηριζόμενος στις παραπάνω διευκρινήσεις ο υπέρμαχος και ηγέτης του Ησυχασμού του ΙΔ’ αιώνα επισημαίνει:τις εσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις των Λατίνων, οι οποίες οδήγησαν στην αίρεση του Filioque και κατ’ επέκταση στην αλλοίωση του Τριαδικού δόγματος της Εκκλησίας.

 Οι Λατίνοι, επειδή δεν διακρίνουν ουσία και ενέργεια[76], συγχέουν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα του Τριαδικού Θεού, συγχέουν δηλαδή τα υποστατικά ιδιώματα με τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειές του. Έτσι αποδίδουν το εκπορευτικό ιδίωμα όχι μόνο στην υπόσταση του Θεού Πατέρα αλλά και στην υπόσταση του Υιού. Στην περίπτωση όμως, που το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο έχει ως συναίτιό του τον Πατέρα και τον Υιό, δεν μπορεί να είναι Θεός αλλά κτίσμα, αφού αποτελεί βασική θεολογική αρχή, ότι μόνο «επί των κτισμάτων τω Πατρί ο Υιός συναίτιος»[77]. 

Αν πάλι ταυτιστούν τα υποστατικά με τα φυσικά προσόντα του Θεού, τότε ο Άγιο Πνεύμα θα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα και τον Υιό, αλλά και από τον εαυτό του. Έτσι, άλλο θα είναι το εκπορεύον Πνεύμα και άλλο το εκπορευόμενο, οπότε στον Θεό αντί για Τριάδα θα έχουμε Τετράδα. Κατά συνέπεια, το εκπορευτικό ιδίωμα δεν μπορεί να είναι κοινό ιδίωμα των θείων προσώπων. Κοινά και για τα τρία θεία πρόσωπα είναι μόνο τα ιδιώματα της μιας θείας φύσεώς τους, δηλαδή μόνον οι άκτιστες, φυσικές ενέργειες της θείας φύσεως.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και την Ορθόδοξη θεολογία στο σύνολό της, γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στη φύση, τις υποστάσεις και τις ενέργειες του Θεού. Έτσι, το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο εκπορεύεται αϊδίως από τον Πατέρα και αναπαύεται στον Υιό.

Προέρχεται όμως ή εκχέεται ως Χάρη και ενέργεια «εξ αμφοίν», δηλαδή και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Άλλωστε, αν η εκχεόμενη και παρεχόμενη θεία Χάρη ταυτιστεί με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, όπως υποστηρίζουν οι Λατίνοι, τότε οι άγιοι ως πραγματικώς μέτοχοι της θείας Χάριτος γίνονται ομόθεοι και ομότιμοι με τον Χριστό, γιατί ενώνονται υποστατικώς με το Άγιο Πνεύμα[78].

Μια τέτοια όμως θεώρηση του Αγίου Πνεύματος και της θείας Χάριτος αλλοιώνει σε οντολογικό επίπεδο όχι μόνο την θεολογία αλλά και την ανθρωπολογία της Εκκλησίας. Επομένως, μόνον όταν γίνεται σαφής και οντολογικού χαρακτήρα διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού, μπορεί να αποδίδεται η υπαρκτική πρόοδος του Αγίου Πνεύματος στον Πατέρα, ενώ η εκφαντορική και ενεργητική πρόοδος στον Υιό. 

Παράλληλα, μόνο μετά την παραπάνω διάκριση μπορεί να κατανοείται σωστά η βιβλική αλήθεια της Εκκλησίας, ότι οι πιστοί γίνονται «κοινωνοί θείας φύσεως»[79], όταν μετέχουν στην Χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία αποτελεί άκτιστη, φυσική ενέργεια της θείας φύσεως. Τελικώς, από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι Λατίνοι –εξαιτίας των θεολογικών προϋποθέσεών τους- συγχέουν την αΐδια με την οικονομική Τριάδα, γιατί αποδίδουν στην αΐδια Τριάδα όσα αφορούν το Άγιο Πνεύμα στην οικονομική Τριάδα.

Είπαμε ήδη ότι η θεία Χάρη είναι μία και η αυτή και για τα τρία θεία πρόσωπα, επειδή αποτελεί ενέργεια της μίας και ενιαίας θείας φύσεως.

Επιπροσθέτως, υπογραμμίσαμε ότι αυτή παρέχεται τριαδικώς, όπως συμβαίνει, άλλωστε, και με κάθε άλλη ουσιώδη ενέργεια του Τριαδικού Θεού. 

Τι γίνεται όμως, όταν η μία και η αυτή θεία Χάρη ενεργεί την σωτηρία και θέωση του πιστού; Δεν «απολειτουργικοποιεί»[80] σωτηριολογικώς τα θεία πρόσωπα η θεία Χάρη ως ενέργεια του όλου Τριαδικού Θεού;

 Όχι, δεν τα «απολειτουργικοποιεί», όπως, άλλωστε, δεν τα «απολειτουργικοποιούν» και οι άλλες άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Και δεν τα «απολειτουργικοποιεί», επειδή καθένα από τα θεία πρόσωπα επιτελεί ιδιάζον έργο[81]. 

Στην προκειμένη περίπτωση η παροχή της θείας Χάριτος για την σωτηρία και θέωση του ανθρώπου αποτελεί κατεξοχήν έργο του Θεανθρώπου. 

Γι’ αυτό, τόσο η Καινή Διαθήκη[82] όσο και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας κάνουν λόγο για την Χάρη του Χριστού. 

«Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών», σημειώνεται στην Αναφορά της θείας Λειτουργίας[83].

Η θεία Χάρη χορηγείται και φανερώνεται στην κτίση και τον άνθρωπο με τον Χριστό[84] και ειδικότερα με το σωτηριώδες έργο του Χριστού.

Σημειώσεις:

[1] Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια φυσικά κ.λ.π. 93, PG 150, 1188Β.

[2] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 31, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 643.

[3] Παροιμ. 3, 4.

[4] Βλ. Επιστολή προς Ακίνδυνον, 1, 39, έκδ. Π. Χρήστου. Τόμ. Α’, σ. 247.

[5] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ψαλμόν 44, PG55, 185-186.

[6] Ψαλμ. 44, 3.

[7] Βλ. Επιστολή προς Αθανάσιον Κυζίκου 21, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 432.

[8] Ιερ. 2, 13.

[9] Βλ. Αποδεικτικός 2, 64, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 136.

[10] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2, 3, 18, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 555 με αναφορά στο Ψαλμ. 103, 2.

[11] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 40, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 652.

[12] Βλ. Ψαλμ. 42, 3, στο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 7, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 417.

[13] Βλ. Ψαλμ. 77, 25.

[14] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 3, 25, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 436.

[15] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 40, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 652, με αναφορά στο Έξ. 3, 2.

[16] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων1, 2, 31, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 442, με αναφορά στο Έξ. 34, 29.

[17] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 2, 25, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 435, με αναφορά στο Δ’ Βας. 2, 11.

[18] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1, 2, 25, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 435-436, με αναφορά στο Ιερ. 20, 9.

[19] Ιωήλ 3, 1.

[20] Βλ. Επιστολή προς Αθανάσιον Κυζίκου 26, έκδ. Π. Χρήστου, τομ. Β’, σ. 437.

[21] Εδώ πρόκειται, κατά τον Παλαμά, για φυσικά σύμβολα. Χαρακτηριστικό του φυσικού συμβόλου είναι, ότι αυτό συνυπάρχει πάντοτε με την συμβολιζόμενη πραγματικότητα, γιατί προέρχεται από την φύση αυτής της πραγματικότητας. Και, επειδή στην συγκεκριμένη περίπτωση η φύση του συμβολιζομένου πράγματος είναι άκτιστη, άκτιστο είναι και το σύμβολό της, η αποκαλυπτόμενη δηλαδή ως φως δόξα του Θεού. Περισσότερα για την παλαμική διάκριση των συμβόλων βλ. στο, Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 14, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 627-628.

[22] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 5, 8, 34, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 312-313.

[23] Βλ. Ιω. 1, 33.

[24] Βλ. Προς Αθανάσιον Κυζίκου 21, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 432-433.

[25] Λκ. 6, 19.

[26] Λκ. 4, 22.

[27] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3, 7, 17-18, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 175. Ο Άγιος Γρηγόριος υιοθετεί εδώ την σχετική ερμηνεία του ιερού Χρυσοστόμου. Βλ. σχετικώς, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ψαλμόν 44, 2, PG 55, 186.

[28] Βλ. Αποδεικτικός 1, 73, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’ σ. 145.

[29] Ιω. 6, 63.

[30] Αντιρρητικός 5, 23, 91, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 356. Πρβλ. και Περί θείων ενεργειών 32, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 119: «Ου μην, αλλά και το την θεοποιόν παρέχον χάριν το πνεύμα το άγιόν εστι, και η παρεχομένη χάρις το πνεύμα το άγιόν εστι».

[31] Βλ. Αποδεικτικός 2, 65, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 136.

[32] Βλ. Αντιρρητικός 3, 7, 19, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 176.

[33] Βλ. Μθ. 13, 43.

[34] Βλ. Προς Δαμιανόν 9, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 465.

[35] Πρξ. 7, 55-56.

[36] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 3, 5, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 684.

[37] Ιω. 1, 5.

[38] Βλ. Μθ. 5, 14-15.

[39] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 35, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 647.

[40] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 40, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 452.

[41] Βλ. Πρξ. 2, 3 εξ.

[42] Βλ. Πρξ. 9, 3 εξ.

[43] Βλ. Λκ. 24, 32.

[44] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 38, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 650.

[45] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 7, 4, 9, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 465.

[46] Βλ. ό.π.

[47] Βλ. Προς Αρσένιον 6, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 319. Πρβλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Επιστολή 2, PG 3, 1068Α. Και του ιδίου Περί θείων ονομάτων 11, 6, PG 3. 953D-956A.

[48] Βλ. Ομιλία 35, PG 151, 448C.

[49] Βλ. Προς Αθανάσιον Κυζίκου 16, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 427

[50] Βλ. Διάλογος ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 26, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 188 και Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 19, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 623.

[51] Βλ. Αντεπιγραφή 7, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 168.

[52] Βλ. Λόγος Α’ κατά Νεστοριανών και Ευτυχιανιστών, PG 86, 1277CD: «Η μεν γαρ υπόστασις τον τινά δηλοί, το δε ενυπόστατον την ουσίαν· και η μεν υπόστασις πρόσωπον αφορίζει τοις χαρακτηριστικοίς ιδιώμασι· το δε ενυπόστατον, το μη είναι αυτό συμβεβηκός δηλοί, ο εν ετέρω έχει το είναι, και ουκ εν εαυτώ θεωρείται». Για την σημασία του όρου «ενυπόστατον» βλ. του ιδίου, Σχόλια 7, 2, PG 86. 1240CD. Αναστασίου Σιναΐτου, Οδηγός 2, PG 89, 61AB. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Μαρίνον, PG 91, 149BC.

[53] Βλ. Προς νομοφύλακα Συμεών 7, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 402.

[54] Βλ. Αντεπιγραφή 7, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 168.

[55] Αποδεικτικός 2, 65, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 136.

[56] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 3, 9, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 687.

[57] Κεφάλαια φυσικά κλπ. 112, PG 150, 1197BC. Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Προς Σεραπίωνα 1, PG 26, 600C.

[58] Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3, 20, 94, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σ. 228.

[59] Βλ. Ιω. 1, 13.

[60] Βλ. Ιω. 3, 6, στο Περί θεοποιού μεθέξεως 2, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 138.

[61] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 3, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 617, και Προς Αθανάσιον Κυζίκου 33, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 443. Οι Ρωμαιοκαθολικοί εξακολουθούν και σήμερα να κάνουν λόγο για την κτιστή Χάρη, που αγιάζει τον άνθρωπο. Βλ. σχετικώς, G. Greshake, Geschenkte Freiheit, Einführung in die Gnadelehre, Freiburg-Basel-Wien 1981, σ. 56-60. Η διδασκαλία αυτή είναι σύμφωνη προς την σχολαστική θεολογία του Θωμά Ακινάτη, όπως αναπτύσσεται στη Summa Theologiae I-II 109 και 110. Πρβλ. O.-H. Pesch – A. Peters, Einführung in die Lehre von Gnade und Rechtfertigung, Darmstadt 1981, σ. 80-90. Για τη διάκριση κτιστής και άκτιστης Χάριτος στον Ρωμαιοκαθολικισμό βλ. Ir. Willing, Geschaffene und ungeschaffene Gnade, Münster 1966, σ. 169-172.

[62] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3, 18, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’ 309-310.

[63] Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1088Β.

[64] Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 740Β. Πρβλ. Μαξίμου Ομολογητού, Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 341 Α και Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 59, PG 94, 1056C.

[65] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3, 3, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 297-298.

[66] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 1, 7, 18, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 52.

[67] Βλ. Αγιορειτικός Τόμος, PG 151, 1229Β.

[68] Βλ. Προς Αθανάσιον Κυζίκου 33, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Β’, σ. 443.

[69] Βλ. Αντιρρητικός προς Ακίνδυνον 3, 17, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 309. Περισσότερα για τον άκτιστο χαρακτήρα της θείας Χάριτος βλ. Γ. Μαντζαρίδου, «Η άκτιστος χάρις κατά Γρηγόριον τον Παλαμάν», στο έργο του ιδίου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 34-36.

[70] Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 745Β: «Ουκ εμπόδιόν εστι το σχέσιν είναι προς το άκτιστον είναι. Ώστε ουδέ η θεοποιός δωρεά του Πνεύματος, αυτή η θέωσις, έστι κτιστή, διότι σχέσις εστί προς τα θεούμενα».

[71] Βλ. Αγιορειτικός Τόμος, PG 150, 1229C.

[72] Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 93, PG 150, 1188Β. Η ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά για την πανταχού παρουσία της θείας φύσεως δεν έρχεται σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει ο Μ. Αθανάσιος στο Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 17, PG 25, 125ΑΒ: «εκτός μεν εστι του παντός κατ’ ουσίαν, εν πάσι δε εστι ταις εαυτού δυνάμεσι, τα πάντα διακοσμών, και εις πάντα εν πάσι την εαυτού πρόνοιαν εφαπλών, και έκαστον και πάντα ομού ζωοποιών». Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό δεν σημαίνει διαίρεση του Θεού. Έτσι, όταν ο ησυχαστής άγιος υποστηρίζει, ότι και η ουσία του Θεού είναι πανταχού παρούσα αλλά απρόσιτη, άγνωστη και αμέθεκτη από τα κτίσματα, διασφαλίζει από τον κίνδυνο του πανθεϊσμού, ενώ παράλληλα προβάλλει το αδιαίρετο της μιας θεότητας. Για την πανταχού παρουσία του Θεού βλ. και Δ. Στανιλοάε, Ο Θεός είναι αγάπη, (μετάφραση-προλεγόμενα), Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 70-84.

[73] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 31, 34, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 646.

[74] Κεφάλαια φυσικά κλπ. 68, PG 150, 1169AC.

[75] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 1, 3, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 618.

[76] Δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας η Δυτική θεολογία εξακολουθεί να απορρίπτει την διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό. Βλ. σχετικώς, M. Jugie, “Palamas”, στο Dictionnaire de Theologie Catholique 11, στ. 1735-1818. E. v. Ivanka, “Hellenisches im Hesychasmus. Das antinomische der Energienlehre”, στο Epektasis Mélanges patristiques offerts au Cardinal Jean Daniélou, Paris 1972, Γ. Μαρτζέλου, «Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και η νεότερη δυτική θεολογία». Ανάτυπο από τα Πρακτικά θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά (12-14 Νοεμβρίου 1984), Θεσσαλονίκη 1986, σ. 6-12.

[77] Αποδεικτικός 15, έκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σ. 44.

[78] Βλ. Προς Αθανάσιον Κυζίκου 33, τόμ. Β’, σ. 443.

[79] Β’ Πετρ. 1, 4.

[80] Τελευταίως, η προτεστάντισσα θεολόγος D. Wendebourg υποστήριξε, ότι ο Παλαμάς «απολειτουργικοποίησε» σωτηριολογικώς τις θείες υποστάσεις με την διδασκαλία του για την θέωση του ανθρώπου μέσω των ενεργειών του Θεού. Βλ. την μελέτη της, Geist oder Energie? Zur Frage der innergöttlichen Verankerung des christlichen Lebens in der byzantinischen Theologie, München 1980, σ. 199 κ.εξ. Οι ισχυρισμοί όμως της Wendebourg δεν ευσταθούν, γιατί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει όχι μόνο την τριαδοκεντρικότητα της θεώσεως αλλά και το ιδιάζον έργο των θείων προσώπων. Βλ. στη μελέτη της τις σελ. 160-161. Περισσότερα για το ιδιάζον έργο του Θεού Λόγου στη θέωση του ανθρώπου βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 30-38 και Α. Ράντοβιτς, Το μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 61 κ.εξ. Εκτενή αναίρεση των ισχυρισμών της Wendebourg βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μ. Βασίλειον, Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 117-119, υποσ. 3.

[81] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Β’, PG 150, 532D-533A: «Ει γαρ μιά φιλανθρωπία το γένος έσωσεν η Τριάς, αλλ’ όμως των υποστάσεων εκάστη των μακαρίων ιδίαν τινά λέγεται συντέλειαν εισενέγκαι. Ο μεν γαρ Πατήρ διήλλακται, ο δε Υιός διήλλαξε, το δε Πνεύμα το άγιον φίλοις ήδη καταστάσι δώρον εγένετο… Και ο μεν ανέπλασε, τω δε ανεπλάσθημεν, το δε Πνεύμα εστί ζωοποιούν, επεί και κατά την πρώτην δημιουργίαν η Τριάς ως εν σκιαίς εγράφετο. Ο μεν γαρ έπλασεν, ο δε χειρ ην τω πλάττοντι, ο δε Παράκλητος πνεύμα την ζωήν εμφυσώντι».

[82] Βλ. Β’ Κορ. 13, 13.

[83] Βλ. και ερμηνευτικό σχολιασμό του από τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα στην Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας 26, PG 150, 424CD. Πρβλ. Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η θεία λειτουργία, Σχόλια, Αθήνα 1982, σ. 282-284.

[84] Βλ. Ιω. 1, 17. 


Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ
Μελέτες Συμβατικής Θεολογίας - Εκδόσεις Πουρναρά 
impantokratoros.gr

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

ΑΣ ΣΩΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ . 25/10/2015. ΚΩΝ/ΝΟΣ ΓΑΝΩΤΗΣ.

Κωνσταντίνος Γανωτής: "Ο σημερινός νέος είναι προδρομένος από τους γονείς του"


Στο «Ενοριακό Αρχονταρίκι» της Δευτέρας 11 Νοεμβρίου 2013 στο πλαίσιο του Προγράμματος "ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει...", προσκεκλημένος ήταν ο Φιλόλογος,
συγγραφέας και παραγωγός του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Πειραϊκή Εκκλησία» κ. Κωνσταντίνος Γανωτής.

Η συζήτηση ξεκίνησε με τον κ. Νίκο Σαμπαζιώτη ο οποίος και τον φιλοξενούσε. Συγκεκριμένα ο κ. Σαμπαζιώτης ανέφερε ότι περιδιαβαίνοντας το εξαίρετο βιβλίο του κ. Γανωτή με τίτλο «Χάνω το παιδί μου» δεν μπορεί να μην σταθεί κανείς στο κεφάλαιο με τίτλο «Πώς μπορούν οι καρδιές να κρατηθούν αγαπημένες;»

Στο σημείο αυτό ο κ. Γανωτής ανέφερε ότι: «Η οικογένεια ζει και λειτουργεί σωστά με τον σεβασμό και την εκτίμηση των μελών της μεταξύ τους. Αυτός ο σεβασμός δεν επιβάλλεται με πειθαρχική αγωγή. Γεννιέται και συντηρείται με τη μεταφυσική, τη θρησκευτική αγωγή. Έτσι η δεμένη, η σωστή οικογένεια συντηρεί και το ήθος της κοινωνίας. Αυτό είναι ακόμα ένας λόγος που κάνει να μη παρασύρονται οι υγιείς αυτές οικογένειες από καταστροφολογίες και απειλές. Με την πίστη τους και την αρετή τους συντηρούν την ειρήνη μέσα τους.»

Στη συνέχεια ρωτήθηκε ο κ. Γανωτής, γιατί αποτυγχάνουμε στις σχέσεις μας;

«Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων επιτυχιών και κατορθωμάτων της επιστήμης, της τεχνικής και της πολιτικής», είπε ο κ. Γανωτής «συγχρόνως όμως και σε εποχή μεγάλων και τραγικών διαψεύσεων στις ανθρώπινες σχέσεις και στην αίσθηση μιας ασφαλισμένης ευτυχίας… Η Εκκλησία φέρνει τη μοναδική επανάσταση στις σχέσεις με τους ανθρώπους, αλλά και με το Θεο, και αυτή είναι η μετάνοια. Με τη μετάνοια διακόπτεται η συνέχεια του χρόνου και κάθε στιγμη, που κυριαρχείται από τη μετάνοια, είναι ένας καινούργιος χρόνος, μια καινούργια δημιουργία…

Όταν ξεκινήσει ένα ζευγάρι τη σταδιοδρομία της οικογένειας μ’ αυτό το ήθος, μπορούν να περάσουν μια ζωή μέσα σε πολλούς πειρασμούς και παρ’ όλ’ αυτά να κρατήσουν την αγάπη τους και την ευτυχία της σχέσης τους.

Όταν αυτό το ήθος της Ανάστασης χαρακτηρίζει τη ζωή, στα πρόσωπα των ανθρώπων ζωγραφίζεται το πρόσωπο του Χριστού και η σχέση των ανθρώπων γίνεται αθάνατη όπως και η ζωή ολόκληρη. Έτσι σμίγουν ο έρωτας με την αγιότητα, όσο κι αν τον μάχεται αυτόν τον συνδυασμό το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα.»

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


Ξαναδιαβάζοντας Παπαδιαμάντη, «Στὴν Ἁγ’Ἀναστασά»: Μιὰ διαφορετικὴ ἀνάγνωση καὶ κατανόηση τοῦ ἔργου
«Στὴν Ἁγ’Ἀναστασά» Μιὰ διαφορετικὴ ἀνάγνωση καὶ κατανόηση τοῦ ἔργου / Κωνσταντίνος Γανωτής. - 1η έκδοση – ΠΑΡΡΗΣΙΑ- Αθήνα, 2008.
Ἕνας στοχαστικὸς ἄνθρωπος σὰν τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ 19ου αἰῶνα ἔβλεπε ὅτι αὐτὸς ὁ ὄμορφος κόσμος ἔτρεφε καὶ φιλοξενοῦσε στοὺς κόρφους του δυὸ εἴδη ἀνθρώπων, σχεδὸν θὰ λέγαμε δυὸ εἴδη λαοῦ, τοὺς διανοούμενους καὶ τὸν ἁπλὸ λαό.

Τὸν ἕνα λαὸ τὸν σκηνοθετεῖ ὁ συγγραφέας στὸ διήγημα «Στὴν Ἁγι-Ἀνασταςὰ» νὰ εἶναι ἀρχαιολόγοι μὲ δίοπτρα, τὸν ἄλλον μὲ τὸν Γιάννη τὸν Κούτρη, ποὺ ἀπεκαλεῖτο καὶ Γιάννης ἡ γριά, γιατί ἦταν ἄτριχος (. . .)

Καὶ οἱ δυὸ ὁμάδες χωριστὰ ἡ κάθε μία κινοῦνται γύρω ἀπὸ τὸ ἐρείπιο, ποὺ ὁ λαὸς τὸ ὀνόμαζε Ἁγι-Ἀναστασά, γιατί πίστευε ὅτι κάποτε ἦταν χριστιανικὸς ναός. Οἱ ἀρχαιολόγοι δὲν ἀρκοῦνταν στὴ λαϊκὴ παράδοση, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐπιστημονικές τους γνώσεις διετύπωναν θεωρίες γιὰ τὸ τί ἦταν στὸ παρελθὸν αὐτὰ τὰ χαλάσματα. (. . .)

(Ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ ὀπισθόφυλλου τοῦ βιβλίου)

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ


Ἡ Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου
Κωνσταντῖνος Σ. Γανωτής. - 2η ἔκδοση. - Ἀθήνα : Πηλός, 2009.
Ἡ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου εἶναι μία Ὀδύσσεια. Γι' αὐτὸ ἡ Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου εἶναι πάντα ἐπίκαιρη καὶ ταιριαστὴ στὴ ζωή μας. Κι ὅμως τόσο συχνὰ μέσα στὸ μεθύσι τῆς αὐτοδυναμίας τὸ ξεχνοῦμε αὐτὸ καὶ φτιάχνομε μία ψεύτικη οὐτοπικὴ εἰκόνα γιὰ τὴ ζωή μας κι ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἐπιμένει πάντα νὰ εἶναι μία Ὀδύσσεια, ἡ σύγκρουση τοῦ ψεύτικου ὀνείρου μας μὲ τὴν ἀπαραίτητη Ὀδύσσεια, δημιουργεῖ τὴν τραγῳδία. Γι' αὐτὸ ἐνῷ ἡ ἱστορία τοῦ Ὀδυσσέα ἦταν μία Ὀδύσσεια, ἡ ἱστορία τῶν συντρόφων του, τῶν "ἑταίρων" ἦταν μία τραγῳδία.

ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΗΣ ΓΑΝΩΤΗΣ




Ὅταν ἔχεις ἕνα ζῶο στὴν ὑπηρεσία σου καὶ στὴν ἐξουσία σου, τὸ νοιάζεσαι, τὸ ποτίζεις, τὸ ταΐζεις ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ ζεῖ κι αὐτὸ ὅπως κι ἐσὺ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ σὲ ὑπηρετεῖ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀγωγή σου πρὸς τὸ ζῷο, ποὺ τὸ ἀγαπᾷς βέβαια καὶ τὸ θέλεις εὐχαριστημένο. Καὶ ὅταν γιὰ πολὺ καιρὸ τὸ συνηθίζεις στὴν ὁρισμένη τροφή, στὴν ὁρισμένη ὥρα, συνηθίζει κι αὐτὸ σ’αὐτὴ τὴν τάξη καὶ δὲν ζητάει περισσότερα. Εἶναι δηλαδὴ κι αὐτὸ ἀναπαυμένο στὴν τροφή του, κι ἐσὺ ποὺ τὸ φροντίζεις εἶσαι ἀναπαυμένος στὴ συνείδησή σου.

Βάσει τῶν παραπάνω περιγράφω συμβολικὰ αὐτὸ ποὺ λέμε στὴ χριστιανικὴ ζωή, ἄσκηση. Ὅταν ὁ κύριος τοῦ ζώου ἐπιβάλλει καὶ στὸν ἑαυτό του τὴν ἴδια ἀγωγή, τότε ἔχουμε μπροστά μας ἕναν ἀσκητή. Σκοπὸς τῆς ἄσκησης εἶναι νὰ ἐπιβάλλουμε στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχολογία μας ἕνα κανόνα ζωῆς, ποὺ νὰ μᾶς ἀφήνει ἀπερίσπαστους νὰ ἐρευνοῦμε καὶ νὰ γευόμαστε τὴν καλλονὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἔπλασε “ κατ’εἰκόνα ” του καὶ μᾶς περιμένει νὰ τοῦ παρουσιαστοῦμε “καθ’ὁμοίωση”. Κατ’εἰκόνα σημαίνει τὴ σύσταση τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἔχει τὶς προϋποθέσεις τῆς θέωσης, ὅπως ἡ ἐλευθερία, ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Πλάστη καὶ πρὸς τὸν κόσμο του, ἐνῷ “καθ’ ὁμοίωση” σημαίνει τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δωρεᾶς αὐτῆς τῶν προϋποθέσεων, ὥστε νὰ προχωρήσουμε τοὐλάχιστον πρὸς τὴ θέωση. Λέω “τοὐλάχιστον” γιατὶ οἱ πολλοὶ μόλις ποὺ ξεκινοῦνε, ἐνῷ οἱ ἀσκητᾶδες καὶ οἱ μάρτυρες ἔχουν κάνει πολλὰ βήματα.


Αὐτὰ τὰ λίγα ἢ τὰ πολλὰ βήματα πρὸς τὴν ὁμοίωση εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς θέλησής μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φτάσουμε νὰ θέλουμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, αὐτὸ εἶναι ἡ θέωσή μας. Ἡ θέλησή μας ἔχει μέσα της μιὰ αὐτοσυνείδηση τῆς δικῆς της ὕπαρξης καὶ μιὰ καλλιεργημένη μέσα στὸ χρόνο ἔπαρση· αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ὅταν κάνει ὅ,τι θέλει. Τότε νιώθει ἕνα σκοτεινὸ μεγαλεῖο, σὰν νὰ εἶναι ἕνας θεὸς κι αὐτὸς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ γλύκα αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου φτάνει στὸ ἔπακρο μὲ τὴν αὐτοκτονία.

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ




Στὴν Ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα λέμε καὶ τὰ θεωρητικὰ πρακτικά, γιατὶ δὲν ὑπάρχει σκέψη ἀκίνητη, ἀπὸ τότε ποὺ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἔγινε δημιουργική. Στὴν παράδοση τοῦ κόσμου “ θεωρητικὰ ” λέμε τὶς σκέψεις, ποὺ νιώθουν αὐτάρκεια, γιατὶ ἀρκοῦνται νὰ θαυμάζουν τὸν ἑαυτό τους κι ὄχι νἀγαποῦν καὶ νὰ ὠφελοῦν τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ πρῶτο οἰκοδομικὸ στοιχεῖο-θεμέλιο τῆς οἰκογένειας εἶναι ὁ Χριστός. Ἂν πεῖς πὼς εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων, ἀφίνεις ἀπ’ ἔξω τὸν Χριστό, χορηγὸ τῆς ἀγάπης, γιατὶ “ πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον . . .” Ὅσοι ἔχουμε λίγη πεῖρα καὶ λίγη φώτιση Θεοῦ, βλέπουμε συχνὰ τὰ αἰσθήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ πιὸ εὐγενικὰ νὰ μεταβάλλονται ὅπως ἡ πίστη τοῦ Πέτρου ποὺ ἔφτασε στὴν ἄρνηση. Ἂς σκεφτοῦμε ἀκόμα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θοῦ, ποὺ ἔγιναν δαίμονες. Ἄρα ὅλα τὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα θεϊκά.

Συχνά, πολὺ συχνὰ οἱ νεόνυμφοι συγκλονίζονται τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ σαρκικὰ στοιχεῖα τοῦ ἔρωτα, ὥστε νὰ τὰ θεωροῦν αὐθύπαρκτα καὶ τελείως ἄσχετα μὲ τὸ δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Καὶ χάνουν ἢ ἀπωθοῦν τὴν εὐσέβειά τους, γιὰ νὰ τὰ χαροῦν περισσότερο. Τί ἔκπληξη ὅμως θὰ αἰσθανθοῦν, ὅταν φωτιστοῦν καὶ καταλάβουν ὅτι καὶ τὶς πιὸ ἀπίθανες σαρκικές, λειτουργικὲς λεπτομέρειες τὶς ἔχει πλάσει ὁ Θεός, ποὺ προνοεῖ νὰ εὐχαριστήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴ ψυχὴ καὶ στὶς αἰσθήσεις του. Ἔτσι μ’ αὐτὴ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ θὰ εὐτυχοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν οἰκογένεια καὶ μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ τὶς εὐλογημένες ἀπολαύσεις τους, ποὺ εἶναι κι αὐτὲς εὐσέβεια, ὅταν βιώνονται μὲ εὐχαριστία.

Ὁ/Ἡ σύζυγος μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ θὰ μαντεύσει ὅτι στὴν καρδιὰ τοῦ/τῆς συζύγου ὑπάρχει ἕνας θησαυρὸς καλοσύνης, ἁγιότητας καὶ θ’ἀπευθύνεται σ’ αὐτὸ τὸ βάθος. Θὰ θεωρεῖ αὐτονόητη τὴν καλὴ θέληση τοῦ ἄλλου κι ἔτσι θὰ ροκαλεῖ τὸ φιλότιμο. Δείχνω τὸν καλὸ ἑαυτό μου, γιατὶ διαπιστώνω ὅτι ὁ ἄλλος τὸν θεωρεῖ αὐτονόητο καὶ δὲν θέλω νὰ τὸν διαψεύσω.

Πρέπει νὰ πειστοῦμε ὅτι τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει ὡς πραγματικότητα, γιατὶ δὲν τὸ δημιούργησε ὁ Θεός · εἶναι μιὰ προσποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἕνα θέατρο, ποὺ τὸ πιστεύει ὁ ἴδιος ὡς πραγματικὸ καὶ γι’αὐτὸ τὸ παίζει λάθος. Τὰ πάθη ποὺ κυριεύουν τὸ σῶμα φαίνονται σὰν πραγματικότητα αὐθύπαρκτη ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπ’ τὸ Θεό. Καὶ στὰ πνευματικὰ πάθη συμβαίνει τὸ ἴδιο ( ἐγωϊσμός, κατάκριση κλπ ). Τὸ σταθερὸ καὶ αἰώνιο κι ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός, καὶ ὁ ἑαυτός μας αὐταπατᾶται καὶ ἡ δημιουργία διαστρέφεται, ἐπειδὴ παρατείνεται ἡ ἀποστασία μας ἀπ’τὸ Θεό. Λατρεύουμε ὡς Θεὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ ἀναζητοῦμε ψυχὴ καὶ σῶμα ἕναν ἄλλο Θεό, καὶ σὰν τέτοιος ἔρχεται ὁ δαίμονας καὶ μᾶς κυριεύει. Ὁ δαίμονας κι αὐτὸς εἶναι ὑπὸ κατάργηση ἀλλὰ διεκδικεῖ νὰ θεωρεῖται πραγματικότητα, ἐνῷ δὲν εἶναι.

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ




Ἡ πιὸ τρυφερὴ καὶ εὐαίσθητη σχέση στὴ ζωὴ εἶναι ἡ σχέση τοῦ ζευγαριοῦ. Κι αὐτὴ ἡ σχέση ἔχει ἕνα στόχο , ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν πεῖ καὶ προορισμό · ὁ προορισμός του εἶναι νὰ γίνουν ἕνα σῶμα μὲ δύο πρόσωπα, δηλαδὴ νὰ πραγματώσουν τὴν τέλεια ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὀντότητα “ ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως ”, ὅπως λέμε γιὰ τὰ τρία πρόσωπα-ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Καὶ ὅσο τρυφερή, μεγαλειώδης, κεφαλαιώδους σημασίας γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ προορισμοῦ καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτὴ ἡ σχέση, τόσο εὐαίσθητη εἶναι σὲ ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ἐσωτερικοὺς πειρασμούς. Βλέπομε ἄλλωστε πόσες ἀποτυχημένες ἀπόπειρες κάνουν οἱ νέοι, γιὰ νὰ πετύχουν μιὰ καλὴ σχέση, πόσο βασανίζονται καὶ πληγώνονται συχνὰ ἀπὸ τὶς ἀποτυχίες καὶ διαψεύσεις · καὶ ἡ σχέση κινδυνεύει νὰ διαφθαρεῖ καὶ διαλύεται πολὺ συχνά. Ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες, ἐμπόδια, ἀντιπάλους τοῦ ζευγαριοῦ στὴν πραγμάτωση τοῦ προορισμοῦ του ἂς τὰ ὀνομάσουμε ἐχθροὺς τοῦ ζευγαριοῦ καὶ πρῶτα ἂς τοὺς ἐπισημάνουμε αὐτοὺς τοὺς ἐχθροὺς.

Ὁ πρῶτος ἐχθρὸς τοῦ ζευγαριοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἠ σφοδρότητα τοῦ συναισθήματος, ποὺ τοὺς κυριεύει. Αὐτὴ ἡ σφοδρότητα τοὺς κάνει τολμηροὺς καὶ συχνὰ καυχῶνται γι’αὐτό. Στὴν πράξη ὅμως αὐτὴ ἡ σφοδρότητα ἀποδεικνύεται συνήθως σεξουαλικὴ καὶ αὐτὸ ξεστολίζει τὸν ἔρωτα ἀπὸ τὰ ψυχολογικὰ καὶ ἠθικά του στολίδια καὶ τὸν κατεβάζει στοὺς τρόπους τῆς πορνείας. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἔρωτα ἀντιμάχεται τὴν πορνεία. Ἡ προσπάθεια καὶ ἡ ἐπιτυχία τοῦ ζευγαριοῦ νὰ ἐλέγξει τὶς ἔντονες ἐπιθυμίες εἶναι ἠ δόξα καὶ ἡ ἀλληλοεκτίμησή τους.

Ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐρωτικὴ ὁρμὴ πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο κυρίως ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ γάμο ἀποτελεῖ ἔνδειξη τοὐλάχιστον τῆς πορνικῆς ἐμπειρίας τῶν νέων πρὶν νὰ γνωριστοῦν. Ἔτσι ὁ ἀγῶνας νὰ συντηρήσουν οἱ δύο νέοι τὸ ὑψηλὸ ἐπίπεδο τῆς σχέσης τους τοὺς γεμίζει ἀξιοπρέπεια καὶ βαθαίνει τὸν ἔρωτά τους.

Ὁ ἄλλος ἐχθρὸς τοῦ ζευγαριοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ συγγενεῖς τους, κυρίως οἱ γονεῖς. Μπορεῖ νὰ φέρνουν ἐμπόδια στὴ σχέση τοῦ ζευγαριοῦ, ἐπειδὴ φοβοῦνται γιὰ τὴν ἀνωριμότητά τους, ποὺ δὲν βοηθάει στὴ σωστὴ ἐπιλογή. Οἱ γονεῖς συνήθως λογαριάζουν τὴ σχέση τῶν παιδιῶν τους μὲ κριτήρια οἰκονομικὰ καὶ ἐπαγγελματικά. Δὲν μποροῦν ἢ καὶ δὲν θέλουν νὰ ἐκτιμήσουν τὴ δυναμικὴ τοῦ ἔρωτα, ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ ὁ δικός τους νεανικὸς ἔρωτας ἔχει ἤδη ὑποβιβαστεῖ σὲ μιὰ πεζὴ συμβίωση. Ἄλλοτε πάλι κάποιοι ἐνήλικοι συγγενεῖς φθονοῦν τὴ νεανικότητα τοῦ ζευγαριοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι τὴν ἔχουν χάσει.

ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ- ΓΑΝΩΤΗΣ




Βλέπω τὰ πρόσωπα τῶν νέων μας πόσο βαρύθυμα εἶναι, πόσο ἄκεφα, θλιμμένα καὶ ἀμίλητα. Ἔγινε κατάσταση πλέον νὰ μιλοῦνε γρήγορα καὶ ὑπόκωφα μὲ μιςὲς λέξεις ἢ νὰ κραυγάζουν μὲ ἄναρθρες κραυγὲς μὲ φωνή, ποὺ δὲν εἶναι δική τους · εἶναι μιὰ φωνή, ποὺ μιμεῖται κάποια ἀκούσματα καὶ ὁ νέος μας ἀκούει ὁ ἴδιος τὴ φωνή του καὶ δὲν τὴν ἀναγνωρίζει.

Οἱ κοπέλες μας εἶναι ἀρκετὰ φυσιολογικότερες ἀλλὰ κυρίως μέσα σὲ στενὸ κύκλο καὶ μέσα στὸ σπίτι τους · ἐκεῖ ποὺ μιλοῦν δυνατά, σὲ ἀνοικτοὺς κύκλους, ἐκεῖ εἶναι κι αὐτὲς ἀσυνείδητα ἴσως ἐπιτηδευμένες μὲ φωνή, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζεται οὔτε ἀπὸ τὶς ἴδιες. Πόσο πρέπει νὰ κουράζει τὰ παιδιά μας αὐτὴ ἡ προσποίηση ! . . Τὰ παιδιά μας μιμοῦνται τοὺς πρίγκιπες τῆς δημοσιότητας, ποὺ φτιάχνονται πολὺ πρὶν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στοὺς φακούς · ἔτσι γίνονται μιμητὲς ἐπιτηδευμένων προτύπων. Ἐδὼ εἶναι ποὺ ταιριάζει ὁ στίχος τοῦ Ἐλύτη : “ Ποῦ νὰ βρῶ τὴν ψυχή μου τὸ τετράφυλλο δάκρυ ”. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀνακαλύπτει κανεὶς τὴν ψυχή του μέσα σὲ δάκρυα θλίψεων, μέχρι ποὺ νὰ αἰσθάνεται τὴν ψυχή του σὰν ἕνα δάκρυ μεγάλο. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀπ’ τὸν μεγάλο πόνο. Πῶς μπορεῖς ὅμως νἀντέξεις τὸν πόνο τῶν νέων ἀνθρώπων, ποὺ ὅσο κι ἂν εἶναι ἀποκαλυπτικὸς τῆς γνήσιας ψυχῆς τους εἶναι καὶ τόσο ἀταίριαστος μὲ τὰ ὄμορφα καὶ ζωηρά τους πρόσωπα ; . . .

Συχνὰ οἱ νέοι μας ἀποφεύγουν ν’ ἀντικρύσουν τὸν πόνο φίλων καὶ συγγενῶν, ἀκόμα καὶ νὰ παραδεχτοῦν τὸν δικό τους καὶ δείχνουν μιὰ ἀφασία μπροστὰ στὸν πόνο καὶ στέκονται μακριά. Φοβοῦνται, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, μήπως ἀποκαλυφθεῖ μέσα τους ἡ ἁπλὴ καὶ εἰλικρινὴς ψυχή τους. Αἰσθάνονται τρόμο μπροστὰ στὸν ἀληθινὸ ἑαυτό τους, ποὺ τόσα χρόνια τὸν κρατοῦσαν κρυμμένον ἐπιμελῶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφεύγουν κάθε λεπτὴ συγκίνηση, θαυμασμό, κατάνυξη, εὐλάβεια, συμπόνια · φοβοῦνται μήπως ἀποκαλυφθεῖ ἡ γνήσια εὐαισθησία τους.

Ἀπέναντι σ’ αὐτὲς τὶς προκλήσεις ψυχικῆς γνησιότητας πολλοὶ νέοι στέκονται μὲ εἰρωνεία, “σνομπάρουν” συναισθηματικὲς ἢ παραδοσιακὲς ἐκδηλώσεις, τὶς οἰκογενειακὲς συγκεντρώσεις καὶ ἄλλα τέτοια.

Πάντως αὐτὴ ἡ ἔνταση μεταξὺ αὐθεντικῆς ἀλήθειας καὶ προσχήματος μοντέρνου ὕφους προδιαθέτει τοὺς σημερινοὺς νέους μας γιὰ κατάθλιψη, καταχρήσεις, μέχρι και αὐτοκτονία. Ἔρχεται ἡ στιγμή, ποὺ αἰσθάνεται ὁ αὐτόχειρας ὅτι, κάνοντας κακὸ στὸν ἑαυτό του, πληγώνει ἢ σκοτώνει κάποιον ἄλλον καὶ ὄχι τὸν ἴδιο.

Ἐκεῖνο ποὺ καταδικάζει ὅμως τοὺς νέους μας καὶ κάνει τὸ πρόβλημά τους ἄλυτο, εἶναι ἡ ἀσαφὴς ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς κοινωνίας γενικότερα, ποὺ δείχνουν νὰ βρίσκονται στὴν ἴδια περίπου κατάσταση. Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀνακάλυψη τῶν ἐνοχῶν αὐτῆς τῆς διαφθορᾶς τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν ἐννοιῶν στὶς ψυχὲς τῶν νέων. Τίποτα δὲν γίνεται ἀπότομα καὶ ἀπροειδοποίητα στὴ ζωή.

ΠΟΙΟΙ ΔΙΑΦΘΕΙΡΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ




Τὰ παιδιά μας δὲν τὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ποιός λόγου χάριν σχεδίασε τὴ μορφή τους ; Τὰ παιδιὰ χαροποιοῦν τοὺς γονεῖς, τοὺς δίνουν πρωτόγνωρα συναισθήματα καὶ μία κοινωνικὴ καταξίωση· γι’ αὐτὸ τὰ ἀποζητοῦν ὅσοι τὰ ἀποζητοῦν. Μὲ τὴ γρήγορη καταβαράθρωση τῆς γενικῆς πνευματικῆς παράδοσης, ἡ κοινωνικὴ καταξίωση λιγοστεύει καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὴν ἀποζητοῦν πιὰ τόσο πολὺ μὲ τὰ παιδιὰ · τὴν ἀναζητοῦν μὲ τὸν πλοῦτο, τὴ φήμη, τὴν πολιτικὴ καὶ τέτοια.

Γιατὶ τὰ παιδιὰ φέρνουν πόνο, ἀναστάτωση, εὐθύνη, θυσίες καὶ τρομοκρατεῖ τὸ κόστος τῆς ἀνατροφῆς τους.
Μεγαλώνοντας ὅμως γίνονται κακὰ παιδιὰ καὶ κακοὶ ἄνθρωποι σὲ πολὺ μεγάλο ποσοστὸ · διαφθείρονται δηλαδή. Ἀπόδειξη οἱ ἀπαιτήσεις τους, ἡ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς, οἱ ἀνεξέλεγκτες σχέσεις τους, οἱ ἐκτρώσεις τῶν δεκαπεντάχρονων κοριτσιῶν, οἱ ἐλεύθερες συμβιώσεις, οἱ ὁμοφυλοφιλίες, τὰ διαζύγια, ἡ ἐγκατάλειψη τῶν βρεφῶν στὰ νοσοκομεῖα ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπερηλίκων γονέων.

Οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπποῦδες-γιαγιάδες ἢ θὰ δυστυχήσουν μπροστὰ σ’αὐτή τὴν πραγματικότητα, ὅπως καὶ δυστυχοῦν ἤδη, ἢ θὰ προσαρμοστοῦν καὶ θὰ γελοιοποιηθοῦν καὶ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό τους καὶ ἀπέναντι στὸν κόσμο. Ὅταν οἱ συνέπειες τῆς διαφθορᾶς τῶν παιδιῶν μας πέφτουν ἐπάνω μας καὶ γίνονται μαρτύριο, προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἐνόχους ἔξω ἀπὸ ἐμᾶς. Βασανιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀγανακτισμένη ἀπορία γιατί τὰ παιδιά μας μᾶς φέρνονται ἔτσι. Κάποιοι φταῖνε, οἱ δάσκαλοι, οἱ γείτονες, οἱ φίλοι, οἱ πολιτικοί, οἱ ἀόρατες μυστικὲς ὀργανώσεις « Νέα Τάξη », ἡ μασονία, ὁ κινηματογράφος, τὰ μπαράκια, οἱ ἔμποροι ναρκωτικῶν, οἱ παρατάξεις καὶ οὕτω κάθε ἑξῆς.
Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχουν καὶ λίγες ἔστω οἰκογένειες, ποὺ βγάζουν καλὰ παιδιὰ στὴν κοινωνία ἢ τοὐλάχιστον κάπως καλύτερα, διαψεύδουν ἐν μέρει ἔστω τὴν ἐνοχοποίηση ὅλων τῶν παραπάνω συντελεστῶν τῆς διαφθορᾶς τῶν παιδιῶν.

ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΗΣ - ΓΑΝΩΤΗΣ




Ὅταν ἔχεις ἕνα ζῶο στὴν ὑπηρεσία σου καὶ στὴν ἐξουσία σου, τὸ νοιάζεσαι, τὸ ποτίζεις, τὸ ταΐζεις ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ ζεῖ κι αὐτὸ ὅπως κι ἐσὺ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ σὲ ὑπηρετεῖ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀγωγή σου πρὸς τὸ ζῷο, ποὺ τὸ ἀγαπᾷς βέβαια καὶ τὸ θέλεις εὐχαριστημένο. Καὶ ὅταν γιὰ πολὺ καιρὸ τὸ συνηθίζεις στὴν ὁρισμένη τροφή, στὴν ὁρισμένη ὥρα, συνηθίζει κι αὐτὸ σ’αὐτὴ τὴν τάξη καὶ δὲν ζητάει περισσότερα. Εἶναι δηλαδὴ κι αὐτὸ ἀναπαυμένο στὴν τροφή του, κι ἐσὺ ποὺ τὸ φροντίζεις εἶσαι ἀναπαυμένος στὴ συνείδησή σου.

Βάσει τῶν παραπάνω περιγράφω συμβολικὰ αὐτὸ ποὺ λέμε στὴ χριστιανικὴ ζωή, ἄσκηση. Ὅταν ὁ κύριος τοῦ ζώου ἐπιβάλλει καὶ στὸν ἑαυτό του τὴν ἴδια ἀγωγή, τότε ἔχουμε μπροστά μας ἕναν ἀσκητή. Σκοπὸς τῆς ἄσκησης εἶναι νὰ ἐπιβάλλουμε στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχολογία μας ἕνα κανόνα ζωῆς, ποὺ νὰ μᾶς ἀφήνει ἀπερίσπαστους νὰ ἐρευνοῦμε καὶ νὰ γευόμαστε τὴν καλλονὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἔπλασε “ κατ’εἰκόνα ” του καὶ μᾶς περιμένει νὰ τοῦ παρουσιαστοῦμε “καθ’ὁμοίωση”. Κατ’εἰκόνα σημαίνει τὴ σύσταση τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἔχει τὶς προϋποθέσεις τῆς θέωσης, ὅπως ἡ ἐλευθερία, ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Πλάστη καὶ πρὸς τὸν κόσμο του, ἐνῷ “καθ’ ὁμοίωση” σημαίνει τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δωρεᾶς αὐτῆς τῶν προϋποθέσεων, ὥστε νὰ προχωρήσουμε τοὐλάχιστον πρὸς τὴ θέωση. Λέω “τοὐλάχιστον” γιατὶ οἱ πολλοὶ μόλις ποὺ ξεκινοῦνε, ἐνῷ οἱ ἀσκητᾶδες καὶ οἱ μάρτυρες ἔχουν κάνει πολλὰ βήματα.


Αὐτὰ τὰ λίγα ἢ τὰ πολλὰ βήματα πρὸς τὴν ὁμοίωση εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς θέλησής μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φτάσουμε νὰ θέλουμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, αὐτὸ εἶναι ἡ θέωσή μας. Ἡ θέλησή μας ἔχει μέσα της μιὰ αὐτοσυνείδηση τῆς δικῆς της ὕπαρξης καὶ μιὰ καλλιεργημένη μέσα στὸ χρόνο ἔπαρση· αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ὅταν κάνει ὅ,τι θέλει. Τότε νιώθει ἕνα σκοτεινὸ μεγαλεῖο, σὰν νὰ εἶναι ἕνας θεὸς κι αὐτὸς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ γλύκα αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου φτάνει στὸ ἔπακρο μὲ τὴν αὐτοκτονία.

«Για τους βουλευτές» – Ένα σχόλιο από τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Γανωτή (κείμενο και αρχείο ήχου, mp3).


Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 130-ο τεύχος (Ιούλιος Αύγουστος του 2011) του ηχητικού περιοδικού μας, Ορθόδοξη Πορεία.
«Για τους βουλευτές» – Ένα σχόλιο από τον φιλόλογο Κωνσταντίνο Γανωτή.mp3
Για τους βουλευτές, που με ρωτάτε, θα ’θελα να σας θυμίσω, γιατί εσείς πια δεν θυμάστε, την εποχή μας που τους βουλευτές και τους υπουργούς τους βλέπαμε με απέραντο σεβασμό. Κι όταν τους συναντούσαμε, θέλαμε να τους φιλήσουμε το χέρι, σα να ήταν ο ουρανός μας, ο μπαμπάς μας, ή ξέρω γω τι, ας πούμε ο δάσκαλός μας. Τώρα τους παρακολουθούμε και κάνουμε χάζι μαζί τους, σαν να παίζουν καμιά επιθεώρηση στην τηλεόραση. Παρ’ όλα αυτά όμως έχουμε ακόμα την απαίτηση απ’ αυτούς να ωφελούμαστε, είτε με τα νομοσχέδια τα οποία ψηφίζουν, είτε και με την εν γένει συμπεριφορά τους και με την φιλοσοφία που θα πρέπει να δείχνουν οι λόγοι τους.
Λοιπόν ακούστε τι άκουσα εγώ και τι είδα σε μια συζήτηση τηλεοπτική. Χιλιάδες Έλληνες και φυσικά και ξένοι, μέσω δορυφόρου, παρακολουθούν στην τηλεόραση μια αναμέτρηση κομματικών στελεχών της τωρινής κυβέρνησης και της παλιάς. Το θέμα είναι η κοινοποίηση της λαθροχειρίας, σχετικά με τα δημοσιονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας. Άλλοι το λέγαν λαθροχειρία, άλλοι το λέγαν αλλαγή μεθόδου, δεν έχει σημασία. Γινόταν λοιπόν συζήτηση επάνω στο θέμα αυτό, στο οποίο δεν παίρνω θέση, για το ποιος έχει δίκιο. Οι καινούριοι υποστήριζαν ότι είναι αποφασισμένοι να αποκαλύψουν την αλήθεια που απέκρυψαν οι παλαιοί. Με οποιοδήποτε κόστος της εθνικής οικονομίας μας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημοσίου. Ο εκπρόσωπος της προηγούμενης κυβέρνησης δεν αρνείται την απόκρυψη, την λαθροχειρία που λέγαν οι άλλοι και τα λοιπά, αλλά πετάει στο τραπέζι μία βαρύγδουπη ερώτηση. Και ποια ωφέλεια θα είχαμε από την αποκάλυψη της αλήθειας; Ο τέως υπουργός – γιατί περί τέως υπουργού πρόκειται – ξεστόμισε την ερώτησή του αυτή, με ένα χαμόγελο αυτοικανοποίησης για την ευφυϊα του και για το δοκιμασμένο έργο της πολιτικής φιλοσοφίας!