Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Υμνογράφος Χαράλαμπος Μπούσιας Ο Θεός ποτίζει τη δίψα για αγάπη

Κάθε διψασμένο για αγάπη ποτίζει ο Θεός.
Κάθε διψασμένο για απάτη ποτίζει ο πονηρός.

Με τον ερχομό μας σ’ αυτή τη ζωή ξεκινάμε μια εξαντλητική πορεία προς το άγνωστο. Καθημερινά διψάμε και αποκάμνουμε από την κόπωση και τον ιδρώτα του ανηφορικού μας Γολγοθά. Και η δίψα μας είναι διπλή, σωματική και ψυχική, αφού ως άνθρωποι έχουμε σώμα και ψυχή. Και όπως διψάει το σώμα και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νερό, έτσι διψάει και η ψυχή. Ποιά, όμως, είναι η δίψα της; Μα οι ευγενείς πόθοι, οι επιθυμίες και τα όνειρα. Αν στα ζώα πετάξεις λίγο σανό μένουν ευχαριστημένα, τον άνθρωπο, όμως, μπορεί να τον βάλεις μέσα σε παλάτι, μπορεί να του δώσεις όλα τα υλικά αγαθά, μπορεί να τον ντύσεις με μετάξια και πορφύρες και να παραμένει ανικανοποίητος. Τούτο συμβαίνει γιατί αυτός  ζητάει κάτι ανώτερο, κάτι υψηλότερο.
Ο Δημιουργός και Θεός μας έχει μεριμνήσει τόσο για το ξεδίψασμα του σώματός μας όσο και της ψυχής μας. Στην πορεία μας έχει δημιουργήσει πηγές με ολόδροσο νερό, που ευφραίνει και δυναμώνει σωματικά τους οδοιπόρους της ζωής. Δεν φτάνουν, όμως, μόνο λίγες πηγές, γιατί το ξεδίψασμά μας είναι προσωρινό. Μετά από λίγο θα θελήσουμε πάλι να πιούμε νερό και μέχρι το τέλος της πορείας μας θα χρειασθούμε αμέτρητες πηγές, για να μην πεθάνουμε από τη δίψα. Για το ξεδίψασμα των ψυχών χρειάζεται νερό άϋλο, νερό τονωτικό μεγάλης διάρκειας, και γι’ αυτό μας προσφέρεται ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, ο γλυκύτατος Ιησούς μας, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής και μας φωνάζει: «Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ  37). Όποιος διψάει ας έρθει σ’ Εμένα και ας πιεί. Και όποιος πιεί από το νερό, που Εγώ θα του δώσω «ου μη διψήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. δ  14), δεν πρόκειται να ξαναδιψάσει μέχρι το τέλος της ζωής του, που θα τον φέρει κοντά Μου, στην ουράνια Βασιλεία Μου.
xristdipsa2
Δεν είναι τραγικό να έχουμε δίπλα μας ολόδροσα, τρεχούμενα νερά, να μας περιβάλλουν καταρράκτες χάριτος, και εμείς να καιγόμαστε από δίψα; Να βλέπουμε τα νερά και να μην τα πλησιάζουμε; Να διψούμε μέχρι θανάτου και να μην σκύβουμε να πιούμε από το νερό που μας προσφέρεται πλούσια από το Χριστό μας, τον μόνο που μας αγαπά ειλικρινά και θέλει τη σωτηρία μας;
Δυστυχώς για εμάς τους ανθρώπους κυριαρχεί το αναπάντητο ερώτημα: Αλήθεια, διψάμε για το «ύδωρ το ζων» (Ιωάν. δ  11), διψάμε για αλήθεια, για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ειλικρίνεια, για ειρήνη; Διψούμε για ζωή, μιας άλλης ποιότητας; Αν ναι, τότε διψάμε για Χριστό και Εκείνος μας ποτίζει με το το νερό της χάριτός Του, της παντοτινής χαράς, της θεϊκής Του δυνάμεως, της υγείας, της επιζητήσεως της αιωνιότητος. Αν όχι τότε προσπαθούμε να σβήσουμε τη δίψα μας με διάφορες φιλοσοφικές  θεωρίες, με  διασκεδάσεις, με ξέφρενο κυνήγι χρημάτων, φήμης και δόξας που δεν μας συνοδεύει μετά το θάνατό μας, αφού είναι δόξα πρόσκαιρη, δόξα που την παρασύρει σαν ατμό ο αέρας του θανάτου. Και τότε η καρδιά μας παραμένει ανικανοποίητη, στεγνή.
Διψάμε για αγάπη; Θέλουμε να μας αγαπούν ανυπόκριτα οι άλλοι και να αγαπάμε πραγματικά; Να, ο Χριστός μας, η αυταγάπη, που μας καλεί κοντά Του λέγοντάς μας: «Ελάτε κοντά μου, να μάθετε να αγαπάτε άδολα όλους, «καθώς εγώ ηγάπησα υμάς». Ελάτε κοντά μου και προσπαθείστε να βρίσκεσθε σε συνεχή  εγρήγορση  και αγώνα. Αλλά μην ελπίζετε ότι θα ξεδιψάσετε με τα έργα σας η με την αξία και τα προσόντα σας, αυτά που Εγώ σας έδωσα. Μόνο το έλεος Μου ξεδιψάει και σώζει. Η βασιλεία των ουρανών δεν λαμβάνεται ως αντιμίσθιο των έργων σας, αλλά χάρη των οικτιρμών Μου, γι’ αυτό με ταπεινό φρόνημα, αυτό που Με συγκινεί,να λέτε: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17. 10).
Όταν διψάμε για αγάπη μας ποτίζει με το νερό της αγάπης Του ο ίδιος ο Θεός μας. Όταν, όμως, διψάμε για κακία και απάτη, τότε μας ποτίζει με το φαρμακερό νερό του ο πονηρός, και φαρμακωμένους μας οδηγεί κοντά του, στο «σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κε  30).
Διψάμε για ελευθερία; Οι ηγέτες μιλούν για ελευθερία, ενώ φτιάχνουν θηλιές για τις ψυχές των λαών τους. Μόνον ο Υιός του Θεού της Αγάπης μπορεί να μας ελευθερώσει από τα πάθη που μας πνίγουν και να είμαστε αληθινά ελεύθεροι.
Το νερό δεν μας ξεδιψάει, όταν το κοιτάμε, αλλ’ όταν το πίνουμε. Και πρέπει να πιούμε πολύ. Ο Χριστός να μπει μέχρι το βάθος των σκέψεων, των αισθημάτων, της υπάρξεώς μας με τη διαρκή επιζήτησή Του, με την ασίγητη προσευχή μας και με τη μετάληψη του Σώματος και Αίματός Του.
Σκεφθείτε ένα ζωγράφο να έχει πάρει όλα τα σύνεργά του μαζί με ραδιόφωνα, καπέλλα, φωτογραφικές μηχανές και ο,τι ο τεχνικός πολιτισμός προστάζει και να έχει πάει σε μια έρημο να ζωγραφίσει έχοντας όμως ξεχάσει το πιο απαραίτητο, το παγούρι με το νερό. Μπορεί να ανοίγει το ραδιόφωνο και να  ακούει απατηλά λόγια και τραγούδια. Όταν, όμως, θα διψάσει, τι να τα κάνει όλα αυτά που προσφέρει ο μηχανικός πολιτισμός; Μένει διψασμένος στην έρημο. Αυτή την εικόνα παρουσιάζει ο προφήτης Δαυίδ λέγοντας· Δίψασε η ψυχή μου, Κύριε, μέσα σε τούτη την έρημο· «Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. 62,1).
     Εμείς οι πιστοί διψασμένοι οδοιπόροι στην έρημο της ζωής δεν χρειάζεται παρά να σκύψουμε και να πιούμε. Η πίστη μας είναι πηγή ύδατος ζώντος. Το λέει και  ο Προφήτης Ιεζεκιήλ στην Παλαιά Διαθήκη. Είδε αυτός ένα όραμα. Είδε να  βγαίνει νερό από το Ναό και να γίνεται ρυάκι.Για χίλια μέτρα μήκος το νερό έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Στα επόμενα χίλια μέτρα ανέβηκε ως τα γόνατα, στα επόμενα χίλια έφτασε μέχρι τη ζώνη, και στα επόμενα χίλια έγινε πλέον ποταμός αδιαπέραστος. Στις όχθες του αναπτύχθηκε πλουσία βλάστηση και καρποφόρα δέντρα, ενώ στα ζωογόνα νερά του κατοικούσαν άφθονα ψάρια. Ο ποταμός αυτός εικονίζει την πίστη μας και την αύξησή της μέσα στους αιώνες. Είναι το ρυάκι, που πήγασε από τις πληγές του Εσταυρωμένου. Σιγά – σιγά μεγάλωσε και  έγινε αείρροος ποταμός που αρδεύει συνεχώς με τα νάματά του το πρόσωπο όλης της γης. Αυτή είνε η Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ευλογούμενος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ἡ καθολικὴ ἐλευθερία σέβ. Μητρ. Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλοχίου (Ράντοβιτς)

σέβ. Μητρ. Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλοχίου (Ράντοβιτς)

Τὸ «θηρίο» μὲ τὴν «ἀπάτη» του ἔχει ἕνα μοναδικὸ σκοπό: τὴ διάσπαση καὶ τὸν ἐκμηδενισμὸ τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ νοήματός της. 

Καὶ αὐτὸ κατορθώνεται μὲ τὴ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας ὡς κ α θ ο λ ι κ ῆ ς κ ο ι ν ω ν ί α ς καὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς π ρ ο σ ώ π ο υ.

Ἡ ἀπάτη αὐτὴ αἰχμαλωτίζει τὴ ρίζα τῶν λογικῶν ὄντων, τὴν ἐλευθερία τους. Χωρὶς τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας καὶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ σύμπαν καλύπτονται ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ζόφο τῆς ἀναγκαιότητας. Στὸ βυθὸ τῆς ἀλογίας τὸ πρῶτο ποὺ λείπει εἶναι ἡ ἐλευθερία. Καὶ θὰ λείπη ἡ ἐλευθερία πάντοτε ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου δὲν σώζονται οἱ τριαδικὲς «ἑνώσεις» καὶ «διακρίσεις», δηλαδὴ ἐκεῖ, ὅπου βασιλεύει ἡ σύγχυση ἀνάμεσα στὴ «φύση» καὶ στὸ «πρόσωπο», εἴτε αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ Θεὸ εἴτε στὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

Ἡ ἀπάτη εἶναι «ἀνυπόστατη» καὶ τοῦτο γιατὶ ἀκριβῶς διαλύει τὴν «ὑπόσταση», ποὺ εἶναι ἡ καθολικὴ Ἀλήθεια. Ἡ διάλυση ἔρχεται εἴτε μὲ τὴν αὐθαίρετη καὶ τελικὰ ἀνύπαρκτη σ ύ γ χ υ σ η καὶ ἀ ν ά μ ι ξ η τῶν δύο αὐτῶν στοιχείων, ποὺ στὴν αὐθεντικότητά τους εἶναι πάντοτε ἑνωμένα, ἀλλὰ συνάμα καὶ διακρίνονται (δηλαδὴ τῆς φύσεως καὶ τοῦ προσώπου), εἴτε μὲ τὴν αὐθαίρετη διάσπαση τῆς ἑνότητάς τους. Ἔτσι τρόπος ὑπάρξεως τῶν πραγμάτων καταντάει ὁ «ἀμοιβαῖος ἐκβιασμὸς» καὶ ἡ κάθε εἴδους κοινωνία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας τρόπος ἐκβιασμοῦ. Αὐτὴ ἡ ἄρση τῆς ἐλευθερίας, στὴν ὀποία ὁδηγεῖται ἀναπότρεπτα βαδίζοντας τὸ δρόμο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ἔγινε φανερὸ πὼς ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἐπιγνώσεως γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀλήθεια τῶν ὄντων καὶ γιὰ τὴν πραγματικὴ ἀξία τῶν ἀνθρώπων, στὴν ἄγνοια τῶν νημάτων, ποὺ συνδέουν τὸν ἕνα ἄνθρωπο μὲ τὸν ἄλλο καὶ γενικὰ μὲ ὅλη τὴν πραγματικότητα.

Ὁ Θεάνθρωπος φανέρωσε τὴν Ἀλήθεια γιὰ τὴν Τριάδα καὶ ταυτόχρονα πραγματοποίησε − καὶ πραγματοποιώντας φανέρωσε − τὴν ἀλήθεια τῆς κτίσεως. Ἡ διπλὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη ἔχει ἕνα σκοπό. Ὁ Χριστὸς θέλησε μέσα στὸ θεανθρώπινο χωνευτήριο τῆς Ἐκκλησίας Του νὰ διαλύση μὲ τὴν ὑπόστασή Του τὴν «ἀνυπόστατη ἀπάτη». Ἔτσι, ἀπὸ τότε ποὺ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», ἀποκαλύφθηκε πὼς ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι τὸ φῶς· πὼς ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἁγιότης. Ἡ ρίζα τῶν πάντων εἶναι ἡ κοινωνία καὶ τὸ νόημα τῶν πάντων εἶναι πάλιν ἡ κοινωνία. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τ ὸ ἐ σ ώ τ α τ ο μ υ σ τ ή ρ ι ο τ ῶ ν π ά ν τ ω ν ε ἶ ν α ι τ ὸ Π ρ ό σ ω π ο.

Ὁ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἕνωσε καὶ συμπεριέλαβε μέσα Του τὸ πᾶν: Ἕνωσε τὸ ἄρσεν καὶ τὸ θῆλυ μὲ τὴ γέννησή Του, τὴν οἰκουμένη καὶ τὸν παράδεισο μὲ τὴ ζωή Του, τὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό (τὸ κτιστὸ καὶ τὸ ἄκτιστο) μὲ τὴ σάρκωση καὶ τὴν ἀνάληψή Του. Ἀφθαρτοποίησε τὴ φύση μὲ τὴν ἀνάστασή Του καὶ ὡδήγησε τὴν ἀνθρώπινη θέληση στὴ μόνη πραγματικὴ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸ ἐκλαμβάνει ὡς τὸ ἐσώτατο καὶ οἰκειότατο μέτρο καὶ τύπο τοῦ Ἴδιου Του τοῦ Ἑαυτοῦ. Αὐτὸς ὡδήγησε καὶ προσκαλεῖ μὲ τὸ Πρόσωπό Του στὴν ἐλευθερία τὸ ἀπομονωμένο ἄτομο, ποὺ κινδυνεύει αἰώνια νὰ ἐμπλακῆ στὰ δίκτυα τῆς «ἀνυπόστατης ἀπάτης».

Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι «καταδικασμένος νὰ εἶναι ἐλεύθερος» (πίσω ἀπὸ τούτη τὴ θέση τοῦ Σὰρτρ γελάει μὲ τὴν ἀπαίσια γκριμάτσα τὸ προσωπεῖο τῆς θεᾶς Ἀνάγκης), ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καλεσμένος στὴν ἐλευθερία, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἀλήθεια: «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» ( Ἰω. η΄ 32). Στὸν ὀρθόδοξο χῶρο αὐτῆς τῆς καθολικότητας πρόκειται γιὰ μιὰν ἐλευθερία, ποὺ ἐκπηγάζει παράδοξα ἀπὸ τὴν ὑ π α κ ο ή. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι πραγματικὰ ἐκείνη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κοινωνία μὲ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἐγωιστικῆς ἀπομόνωσης καὶ τὴν οἰκείωση τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας.

Ἡ ἀναζήτηση αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας στὴ σφαίρα τοῦ ἀλόγου (Irrational) καὶ ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς «ἀκτίστου ἐλευθερίας», ποὺ «προϋπάρχει τοῦ εἶναι» (Μπερδιάεφ), ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας στὰ πλαίσια τοῦ ἁπλοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι, σημαίνει ἐκ τῶν προτέρων τὴν κηδεία της. Γιατὶ καὶ μὲ καὶ μὲ τὸν ἕνα καὶ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο ἡ ἐλευθερία ξεριζώνεται ἀπὸ τὸ Π ρ ό σ ω π ο καὶ ἀπὸ τὴν κ ο ι ν ω ν ί α τ ῶ ν Π ρ ο σ ώ π ω ν, ποὺ εἶναι ἡ πρωταρχικὴ καὶ μοναδικὴ ρίζα καὶ ἑστία της.

Τὸ μυστήριο τῆς ἐλευθερίας λοιπὸν παραμένει καὶ εἶναι τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς «ἀλληλοπεριχωρήσεως» τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῆς Τριάδος ὡς τοῦ τρόπου ζωῆς ἀπὸ τὰ λογικὰ ὄντα ε ἶ ν α ι κ α ὶ ἀ π ο δ ο χ ὴ τ ῆ ς ἐ λ ε υ θ ε ρ ί α ς. Ἡ πραγμάτωση δὲ τῆς ἐλευθερίας γίνεται μέσα στὴν κένωση, τὴν ἕνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν κένωση τοῦ καθενὸς χτίζει ὁ Θεὸς τὸ μεγαλεῖο τῶν πάντων καὶ τοῦ καθενὸς χωριστά. Ὅταν κατέβη ὁ ἄνθρωπος στὸ «μηδέν», ἐκεῖ δηλαδὴ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς δημιουργίας του, ἀντικρύζει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ φωτεινὸ τρισυπόστατο ὑπόβαθρό του καὶ ἑνώνεται μὲ αὐτό, καὶ τότε μόνο ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ δυσβάστακτο βάρος τῆς «ἐπιθυμίας τῆς σαρκός» καὶ τῆς «ἀλαζονείας τοῦ βίου», ποὺ «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστίν» (Α΄ Ἰω. β΄ 16 - 17). Ἐκεῖ, στὸ «μηδέν», συναντιῶνται καὶ ὁ βαπτισμένος καὶ ριζωμένος στὴν Τριάδα καὶ ὁ ἀβάπτιστος. Μονάχα ποὺ τὸ «μηδὲν» γιὰ τὸν ἕνα μὲν γίνεται «τάφος», ἀφοῦ ὁ κόσμος, ποὺ μένει ἡ μόνη τροφὴ καὶ ἐλευθερία του, «παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ», ἐνῶ γιὰ τὸν ἄλλο γίνεται «τάφος» βέβαια, ἀλλὰ συνάμα καὶ «μήτηρ» («τὸ σωτήριον ὕδωρ καὶ τάφος ὑμῖν ἐγένετο καὶ μήτηρ», Ἁγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων), γιατὶ «ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς μένει εἰς τὸν αἰώνα» (Α΄ Ἰω. β΄ 17), γιατὶ ἀντλεῖ τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀκένωτη πηγὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ζωῆς.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ξανασυγκεντρώνονται τὰ διασκορπισμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ συναντιῶνται στὴν ἕνωση, ποὺ δὲν ἔχει πλέον καμιὰ διαίρεση. Ἡ καθολικότης εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ σύναξη («ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ θεῶν», Ψάλμ. 81,1), ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸ Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀλλότρια γῆ στὴν πρωταρχικὴ καθολικότητα. Τοῦ δίνει γιὰ τ ρ ο φ ὴ τὴ θεότητά Του «δι’ ἧς γίνεται ἡ τὲ τοῦ τυράννου καθαίρεσις καὶ ἡ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ κρατουμένων ἐλευθερία» (Ἁγ. Γρηγόριος Νύσσης).

Τὴν «ἀνυπόστατη ἀπάτη» λοιπόν, σὰν ψέμμα καὶ ψευτοελευθερία, τὴν ἀναιρεῖ ἡ Ἀλήθεια, ὡς Πρόσωπο καὶ ὡς καθολικὴ ἐλευθερία. Ὅλα δὲ αὐτὰ δὲν σημαίνουν παρὰ ὅτι τὰ Θ ε ο φ ά ν ε ι α εἶναι ταυτόχρονα καὶ τὰ ἀ ν θ ρ ω π ο φ ά ν ε ι α, ἡ διπλὴ ἐν μονάδι ἀλήθεια, κατὰ πάντα καθολική.



Τμῆμα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἡ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας», δημοσιευμένο στὸ βιβλίο «Μαρτυρία Ὀρθοδοξίας» ἐκδ. Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 1971.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὴν Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τχ 211 (Ἰανουάριος 2010).

TO ΣΩMA TOY ANΘΡΩΠOY (Ἀπό Ὀρθόδοξη καί Θεολογική ἄποψη) Παντελῆ Παπαδόπουλου, Θεολόγου

Παντελῆ Παπαδόπουλου, Θεολόγου

«Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμίν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν;» (Α΄ Κορ. στ΄19).

Στήν Χριστιανική καί Ὀρθόδοξη Θεολογία τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται βασικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυές «ὑλικοπνευματικό ὄν», δηλ. ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί ψυχή. Αὐτά τά δύο δέν χωρίζονται. Τά δύο αὐτά στοιχεῖα μαζί συνιστοῦν τήν ἀνθρώπινη ὀντότητα. ΄Ἔτσι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἐκφράζεται μέσα ἀπό τά δύο αὐτά κανάλια.


Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέει, πῶς ὁ σύνδεσμος σώματος καί ψυχῆς εἶναι πάρα πολύ στενός. Ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γής καί ἐνεφύσησεν ἐν αὐτῷ πνοήν ζωῆς» (Γέν. Β’ 7), γιά νά μήν λέμε ὅτι τό σῶμα μας εἶναι ἐχθρικό πρός τήν ψυχή καί τό μισοῦμε, «ἶνα μή ὡς ἀλλότριον (ξένο) πείθωσιν τινές μισεῖν».

Οἴ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, ἀλλά καί ἄλλοι λαοί (Αἰγύπτιοι, Ἀσσύριοι, Πέρσες, κ.λ.π) ὅπως καί οἴ σημερινοί φιλόσοφοι, κυρίως Ἀνατολικῶν καί γνωστικῶν θρησκειῶν, διακηρύττουν πώς τό σῶμα εἶναι φυλακή τῆς ψυχῆς. π.χ. Ὁ Πλάτων, στόν μῦθο τοῦ Φαίδρου, ἀναφέρει ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, χάνοντας τό φτέρωμά της, κατακρημνίζεται στόν κόσμο τῆς διαιρέσεως καί τῆς φθορᾶς καί φυλακίζεται μέσα στό σῶμα, ὅπως ἀκριβῶς φυλακίζεται κάποιος μέσα σ’ ἕνα μνῆμα. Οἴ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἔλεγαν «Τό μέν σῶμα ἐστίν ὑμίν σῆμα (δηλ. μνῆμα)», δηλ. τό σῶμα μας εἶναι μνῆμα καί φθορά.

Ὑπῆρξαν ὅμως διάφοροι φιλόσοφοι καί αἱρετικοί κατά καιρούς (τούς ὁποίους βεβαίως καταδίκασε ἡ Ἐκκλησία), πού πίστευαν ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν κακῶν. Γιά παράδειγμα, ὁ μεγάλος νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος (3ος μ..Χ. αἰῶνας) «αἰσθανόταν ντροπή πού εἶχε σῶμα». Ἀπέφευγε νά μιλάει γιά τήν καταγωγή του, τούς προγόνους του ἤ τήν πατρίδα του. Δέν δεχόταν οὔτε καν νά τόν πλησιάσει γλύπτης ἤ ζωγράφος, γιά νά φτιάξουν τήν προτομή ἤ τό πορτραῖτο του. ΄Ἔλεγε δέ χαρακτηριστικά: «Δέν φτάνει πού ἔχουμε φορτωθεῖ αὐτή τήν ἐφήμερη μορφή (τό σῶμα), γιατί νά θέλει κανείς νά τήν διατηρήσει περισσότερο καιρό, σάν νά εἶναι κάτι πού ἀξίζει» (βλ. Πορφυρίου: ’’Περί Πλωτίνου Βίου’’).

Σημειώνουμε ὅτι ὁ βιογράφος τοῦ Πλωτίνου Πορφύριος, ἦταν μαθητής καί φίλος του. Ἡ μαρτυρία αὐτή ἔχει ἰδιαίτερη σημασία διότι εἶναι ἀντιπροσωπευτική τῶν ἀπόψεων πού δέσποζαν τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅταν ὁ Χριστιανισμός ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τόν ἀρχαῖο κόσμο.

Στόν ἀρχαῖο κόσμο διατυπώθηκαν ποικίλες ἀπόψεις γιά τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἀπό τήν «εἰδωλοποίηση» τῆς ὀμορφιᾶς του μέχρι τήν «ἄκρα περιφρόνησή του», λόγω τῆς φθαρτότητάς του. Κατά τούς Ἑλληνιστικούς χρόνους, μεγάλη ἀπήχηση εἶχε ἡ ἄποψη τοῦ Πλατωνισμοῦ ὅτι μεγαλύτερη προτεραιότητα καί ἀξία ἔχει ἡ ψυχή, ἐνῷ τό σῶμα εἶναι «σῆμα» δηλ. ὁ τάφος της. Τό σῶμα δηλ. ἐθεωρεῖτο τάφος ἤ περίβλημα καί φυλακή τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία καί ἔπρεπε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ αὐτό. Ὁ στωϊκός φιλόσοφος καί Αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης Μᾶρκος Αὐρήλιος ἔγραφε χαρακτηριστικά: «Εἶσαι μία φτωχή ψυχή πού κουβαλάει ἕνα πτῶμα». Μόνο ἡ ψυχή ὡς πνευματική ὀντότητα προσέδιδε στό ἀνθρώπινο ὄν τήν πραγματική του ἀξία.

Στίς Ἀνατολικές θρησκεῖες (Ἰνδουϊσμό, Βουδισμό, Νέα Ἐποχή κ.λ.π), πού πιστεύουν στή δοξασία τῆς Μετενσάρκωσης ἡ ἐπανάληψη τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, πολλές φορές μέ νέο σῶμα κάθε φορᾶ, ὑποβαθμίζει ἐκ τῶν πραγμάτων τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Διότι αὐτό θά θεωρεῖται πλέον ἀναλώσιμο, ἕνα εἶδος «ὑποκάμισου», πού ὅταν παλιώσει καί φθαρεῖ, τό ἀλλάζουμε.

Ἀντίθετα πρός τίς ἀπόψεις αὐτές, ἡ Χριστιανική διδασκαλία θεώρησε πάντοτε τόν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα. Τό σῶμα ἔχει καθ’ ἑαυτό μεγάλη ἀξία καί δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα «περιτύλιγμα», ἀλλά βασικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας καί τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου. Οἴ ἀνθρώπινες λειτουργίες εἶναι ἔκφραση τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Σέ ὁρισμένους κύκλους (ἀκόμα καί θρησκευτικούς), εἶναι διαδεδομένη ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ Χριστιανισμός θεωρεῖ τό σῶμα ὡς κάτι κατώτερο, ἤ ὡς ἕδρα τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό βεβαίως δέν εἶναι ἀλήθεια καί ἀποτελεῖ διαστρέβλωση τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας, τῆς ὁποίας ἡ στάση ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς πολύ θετική ἀπέναντι στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ὥστε ὁ Ἐθνικός συγγραφέας Κέλσος (2ος μ.Χ αἰῶνας) (βλ. ‘’Ὠριγένους: Κατά Κέλσου Ζ’ 39’’) ἀποκαλοῦσε χλευαστικά τούς Χριστιανούς «γένος φιλοσώματον».



Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ Παλαιά Διαθήκη διδάσκει ὅτι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ὅπως βγῆκε ἀρχικά «ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ» εἶναι «καλό λίαν» (δηλ. πάρα πολύ καλό): «καί εἶδεν ὁ Θεός τά πάντα ὅσα ἐποίησεν καί ἰδού καλά λίαν» (Γέν. α΄ 31). Στήν καινή Διαθήκη βρίσκουμε τά χωρία πού ἀφοροῦν τήν σάρκωση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας (τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ), πού γίνεται ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο χωρίς νά παραβιάσει τήν θέλησή του: «τοσοῦτον ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἶνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπολλυται ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» καί «ὄτε ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου…», ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν»(Ἰωάν. Α΄ 14). Ὁ προαιώνιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος, ὄντας συγχρόνως καί Θεός, σαρκωθεῖς ἐκ τῶν παρθενικῶν αἱμάτων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἐάν ἡ ἀνθρώπινη σάρκα ἦταν κάτι κακό δέν θά τήν προσελάμβανε ὁ Χριστός νά τήν κάνει καί δική του καί νά τήν λυτρώσει ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο. «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον» ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θέλοντας νά ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σάρκα θεραπεύτηκε, ἀφθαρτίστηκε καί θεώθηκε ἀκριβῶς ἐπειδή τήν προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ νέος Ἀδάμ τῆς σωτηρίας, σέ ἀντίθεση μέ τόν πρῶτο Ἀδάμ τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστός ὅταν θεράπευε τούς ἀσθενεῖς, θεράπευε καί τά σώματα καί τίς ψυχές τους. Ἐπίσης τούς προέτρεπε νά μήν ἁμαρτάνουν γιά μήν πάθουν χειρότερα ἀπό αὐτό πού ἤσαν π.χ. στόν παράλυτ τῆς Βηθεσδᾶ εἶπε: «ἴδε ὑγιής γέγονας, πορεύου καί μηκέτι ἁμάρτανε, ἶνα μή χεῖρον τί σοί γένηται» (Ἰωάν ε΄ 14). Θεωροῦσε ὅτι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς ἀντανακλᾶ καί στό σῶμα ἤ ἀντίστροφα οἱ ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς ἔχουν βλαβερές συνέπειες καί στήν ὑγεία τοῦ σώματος.

Ἐάν τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν κακό, δέν θά μᾶς προέτρεπε ὁ Κύριος νά κοινωνοῦμε συχνά καί τό δικό του σῶμα καί αἷμα: “ Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει καγῶ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν στ΄56). Ἤ «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν στ΄ 57) ἤ ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστί βρῶσις καί τό αἷμα μου ἀληθῶς ἐστί πόσις» (Ἰωάν στ΄ 55), ἤ «ὁ τρώγων με κακεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ» (Ἰωάν στ΄ 57). Σχολιάζοντας τά παραπάνω ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὑλικοπνευματικός. Γι’ αὐτό καί τήν θεία κοινωνία τοῦ τήν δίνει ὁ Θεός μέ τόν ἴδιο τρόπο. Δέν τοῦ δίνει γυμνή τήν χάρη, ἀλλά μέσα ἀπό τόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας», δηλ. μέσῳ τῆς ὕλης. Ἡ θεία εὐχαριστία ἔχει τό ἀόρατο καί θεϊκό στοιχεῖο (δηλ. τήν θεία χάρη), ἀλλά καί τό αἰσθητό ὑλικό στοιχεῖο (τόν ἄρτο καί τόν οἶνο). Ἔτσι ὁ πιστός μεταλαμβάνει εἰς ἴαση ψυχῆς καί σώματος.



Γιατί κατηγορεῖται τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου

Δέν κατηγοροῦμε τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά τήν κακή καί ἁμαρτωλή του προαίρεση. Δέν καταγγέλλουμε τήν σάρκα, ἀλλά τό σαρκικό φρόνημα. ΄Ὅλα τά ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν τήν αἰτία τούς ὄχι στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά στήν ἁμαρτωλή προαίρεση τῆς ψυχῆς. Ἡ διαφθορά τοῦ σώματος ὀφείλεται στίς ἁμαρτωλές διαθέσεις τῆς ψυχῆς. Δηλ. τό σῶμα δέν εἶναι ὑπεύθυνο γιά τήν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία συλλαμβάνεται ἀπό τήν ψυχή καί πραγματοποιεῖται ἀπό τό σῶμα.

Ὁ Ἄπ. Παῦλος τό περιγράφει αὐτό πολύ καθαρά, ὅταν λέγει: «ὑποπιάζω τό σῶμα μου καί δουλαγωγῶ…μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. Θ΄ 27) δηλ. «ὑποβάλλω σέ ἄσκηση καί δοκιμασία τό σῶμα μου, τό ταλαιπωρῶ καί τό ὑποδουλώνω, ἀπό φόβο μήπως, ἐνῷ θά ἔχω κηρύξει στούς ἄλλους, ἐγώ ὁ ἴδιος θά κριθῶ ἀσυνεπής». Οὐσιαστικά χαλιναγωγῶ τό σῶμα μου, γιά νά μήν γίνεται ὄργανο τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ψυχῆς.

Μία ἀπόδειξη ὅτι ὁ Θεός χαριτώνει καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ ἰαματική χάρη τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων μας. Ἐκεῖ φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ χάρη πού ἔχουν οἴ ψυχές τῶν ἁγίων, περνάει καί στό σῶμα τους καί ἐκδηλώνεται μέ ποικίλους τρόπους (εὐωδία, μυρόβληση, ἀφθαρσία, θαυματουργία, κ.λ.π).



Νά προφυλάξουμε τό σῶμα μας ἀπό τήν πολύμορφη καί εὐπερίστατη ἁμαρτία.

Ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει χαρακτηριστικά γιά τό σῶμα καί τήν ἁμαρτία: «Τό δέ σῶμα οὐ τή πορνεία, ἀλλά τῷ Κυρίῳ» (Α’ Κορ. στ΄13) ἤ « Φεύγετε (δηλ. ἀποφεύγετε) τήν πορνείαν. Πᾶν ἁμάρτημα ὅ ἐάν ποιήσει ἄνθρωπος ἐκτός του σώματος ἐστιν. Ὁ δέ πορνεύων εἰς τό ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει» (Α Κορ. στ΄ 18).

Ἡ ποικιλόμορφη πορνεία καταστρέφει ὅλο τόν ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα τό σῶμα του. Μπορεῖ σήμερα πολλοί νά δικαιολογοῦν πολλές σαρκικές πράξεις, ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφής, πώς αὐτοί πού ἔχουν τέτοιες ἀντιλήψεις καί δουλεύουν ἀμετανόητα στήν σάρκα «Βασιλείαν Θεοῦ οὗ κληρονομήσουσιν» (Α Κορ στ΄ 10).

Σέ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀντιτάσσει τήν σωφροσύνη, τήν ἐγκράτεια καί τήν νηστεία. Τήν νηστεία ὄχι μόνον σάν στέρηση τροφῆς (καί αὐτή βεβαίως εἶναι χρήσιμη), ἀλλά κυρίως τήν πνευματική νηστεία, σάν ἀλλαγή τρόπου ζωῆς (πρβλ. «Νηστεία ἀληθής, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις (ἀποξένωση), ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια (φτώχεια) νηστεία ἀληθής καί εὐάρεστος ἐστίν τῷ Θεῷ»( Τροπάριο τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς).

Τά ἴδια μπορεῖ νά πεῖ κανείς καί γιά τά ἁμαρτήματα πού διαπράττει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν γλῶσσα του, πού συνδέονται μέ τήν κατάκριση καί τήν καταλαλιά. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἁμαρτάνει μέ τήν γλῶσσα ἔχει πλησιάσει τήν τελειότητα. Μέ αὐτές τίς σκέψεις, ἄς ἐφαρμόσουμε τήν παραγγελία τοῦ Ἄπ. Παύλου: «ἀδελφοί, καθαρίσομεν ἐαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιοσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ζ΄ 1).



Ἀπόλυτος Σεβασμός στό σῶμα τοῦ Ἀνθρώπου

Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ἱερό», διότι βγῆκε ἀπό τά «χέρια τοῦ Δημιουργοῦ» καί εἶναι κατά τήν Πάλ. Διαθήκη «καλόν λίαν». Δία τοῦτο, κατά τήν Χριστιανική διδασκαλία τό σῶμα κάθε ἀνθρώπου ζωντανό ἤ νεκρό, εἶναι ἄξιο παντός σεβασμοῦ. ΄Ἔτσι λοιπόν :

Ἀπαγορεύεται ὁποιαδήποτε βλάβη ἤ φθορά τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἐσκεμμένη ἤ ἐξ ἀμελείας, πού μπορεῖ νά ὀφείλεται σέ πολυφαγία, πολυποσία, κάπνισμα, βλαβερές συνήθειες, ναρκωτικά, αὐθαίρετη λήψη φαρμάκων (μέ πᾶρε-νέργειες), ἔκθεση σέ κινδύνους, δυσμενεῖς καιρικές συνθῆκες, κ.λ.π.

Ἀπαγορεύεται ἡ παραμέληση τῆς φροντίδας τοῦ σώματος (ἀσιτία ἤ κακή διατροφή, ὑπερβολική νηστεία, εὐθανασία, αὐτοκτονία ἄμεση ἤ ἔμμεση, κακή ὑγειινή, ἔκθεση σέ ἀκτινοβολίες, κ.λ.π.)

Ἀπαγορεύεται ἡ κακή χρήση τοῦ σώματος (πορνεία, ἀρσενοκοιτία, ὑπερβολική ἐργασία, διάφορες ἄλλες διαστροφές, κ.λ.π).

Τό σῶμα πρέπει νά τυγχάνει ἀπόλυτου σεβασμοῦ, εἴτε ἐν ζωῇ εἴτε μετά θάνατον. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶναι ἐκτός Χριστιανικῆς παραδόσεως, διότι συνιστᾶ βίαιη καί ἀφύσικη διάλυση τοῦ σώματος.


———————————————————
(*) Στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Β΄ Βασιλέων ἤ Βασιλειῶν Δ΄ κεφ. ιγ΄. 21) ἀναφέρεται περιστατικό πού δείχνει πολύ εὔγλωττα τήν ἀξία καί τοῦ νεκροῦ σώματος: Κάποιοι Ἰσραηλῖτες ἑτοιμάζονταν νά θάψουν ἕναν νεκρό συμπατριώτη τους δίπλα στόν τάφο τοῦ Προφήτη Ἐλισαίου, ὅταν τούς ἐπιτέθηκαν Μωαβίτες. Ὄντας ἄοπλοι καί γιά νά γλυτώσουν τήν ζωή τους, πέταξαν βιαστικά τόν νεκρό πάνω στόν τάφο τοῦ Προφήτη Ἐλισαίου καί τράπηκαν σέ φυγή. Μόλις ὁ νεκρός ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τά ὀστᾶ τοῦ Προφήτη, ζωντάνεψε (δηλ. ἀναστήθηκε) καί στάθηκε στά πόδια του!





Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η οργή και η θεραπεία της Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση

Επιμέλεια αφιερώματος: Σοφία Ντρέκου

«Μία ερώτηση ακόμα, πάτερ Μάξιμε», είπε ο Γιάννης. «Όταν η ψυχή διαχωρίζεται από το σώμα, αυτή που θα βρίσκεται μέχρι την τελική Ανάσταση; Τι θα κάνει; Εξελίσσεται, ή παραμένει, ας πούμε, σε μια κατάσταση βαθέος ύπνου;»

«Άλλη μία λογική ερώτηση! Δυστυχώς, δεν μπορεί να απαντηθεί με τη λογική. Η έννοια του χώρου ανήκει στον υλικό κόσμο.

Έτσι το ερώτημα “πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση” μπορεί να απαντηθεί μόνο με αυτό τον τρόπο: “Θα είναι στον κόσμο των πνευμάτων όπως και οι άγγελοι”. Είναι ένας κόσμος πέρα από το χώρο και το χρόνο. Εδώ μιλάμε για έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο, μία ριζικά διαφορετική διάσταση, που είναι πέρα από την ικανότητα μας να τη γνωρίσουμε -να μη γνωρίσουμε με τη λογική, δηλαδή. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με Λόγια αυτό τον κόσμο που βρίσκεται πέρα από το χώρο και το χρόνο. Ταυτόχρονα, σ’ αυτή την περίοδο της αναμονής, υπάρχει, θα Λέγαμε, μία εξελικτική πορεία της ψυχής προς τον Θεό. Πρόκειται για μία δυναμική πορεία, καθώς η ψυχή προχωρεί προς το μεγαλείο του Θεού».

«Έτσι, η ψυχή συνεχίζει να αναπτύσσεται», είπα. «Δεν βρίσκεται εν υπνώσει, σε κάποια κατάσταση “συντήρησης” περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία».

«Σωστά. Αυτό λένε οι άγιοι πατέρες. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν η ψυχή βρισκόταν σε κατάσταση αδράνειας ή στάσης, τότε σε κάποια φάση θα αισθανόταν κόπωση και ανία στην ενατένιση του Θεού, ανεξάρτητα από το πόσο καλός και ωραίος είναι ο Θεός. Όταν είμαστε συνεχώς συγκεντρωμένοι σε κάτι χωρίς αλλαγή, αναπόφευκτα δημιουργείται κόπωση και έλλειψη ενδιαφέροντος. Ο άνθρωπος όμως προχωρεί σε μία δυναμική πορεία προς έναν Θεό που είναι άπειρος. 

Η ζωή του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό τον άπειρο “χώρο” του Θεού είναι μία συνεχής και αδιάλειπτη κίνηση που οδηγεί, για να το πούμε έτσι, από τη μία έκπληξη στην άλλη, καθώς της αποκαλύπτεται το μεγαλείο του Θεού. Γι' αυτό οι άγιοι, όπως και οι άγγελοι, δοξάζουν ακατάπαυστα τον Θεό, γιατί παρακολουθούν συνεχώς το μεγαλείο της αγάπης Του καθώς ξετυλίγεται μέσα στην καρδιά τους. Έτσι, και πάλι έχουμε να κάνουμε με μία εξελικτική κίνηση μέσα στο άπειρο μεγαλείο του Θεού. Δεν είναι μία στατική κατάσταση που προκαλεί ανία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μία στάση».

«Τι σημαίνει αυτό το παράδοξο;» ρώτησα.

«Είναι εξέλιξη και στάση ταυτόχρονα, Κυριάκο», απάντησε ο πατήρ Μάξιμος. «Ενώ στέκεσαι ενώπιον του Θεού κινείσαι προς τον Θεό• και αντίστροφα». «Δεν μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή είναι τοποθετημένη σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μία προκαθορισμένη και σταθερή τρόπον τινά θέση, γιατί, όπως ήδη ανέφερα, αυτό θα σήμαινε κορεσμό και ανία. Ταυτόχρονα, η ψυχή βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση διαρκούς πορείας».

«Αν ισχύει αυτό για τον κόσμο, φανταστείτε σε ποσό μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την επιδίωξη της γνώσης του Θεού», πρόσθεσε ο πατήρ Μάξιμος. 

«Γι’ αυτό, ο Απόστολος Παύλος μας έδωσε αυτά τα λόγια, ότι ο δρόμος μας προς τον Θεό προχωρεί από δόξα σε δόξα και από έκπληξη σε έκπληξη, σε μία διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ. Επομένως, ο άνθρωπος μετά το θάνατο συνεχίζει να διατηρεί τις δυνάμεις της συνειδητότητάς του, και μπορεί να συνεχίσει να επικοινωνεί με τον Θεό. Δεν εννοώ ότι η ψυχή θα προσεύχεται στον Θεό ζητώντας αυτό ή εκείνο το αντικείμενο, ή αυτή ή εκείνη τη χάρη. 

Όταν λέω προσευχή, εννοώ την ενέργεια που ενώνει τους ανθρώπους με τον Θεό. Με αυτό το είδος προσευχής, οι νεκροί μπορούν να επικοινωνούν με ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή, με τον ίδιο τρόπο που επικοινωνούμε και προσευχόμαστε για τις ψυχές των νεκρών. Γι’ αυτό έχουμε τα μνημόσυνα. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με εκείνους που έχουν φύγει ήδη για το μεγάλο ταξίδι».

Απόσπασμα από το βιβλίο Δώρα της Ερήμου, Gifts of the Desert, 
Κυριάκου Μαρκίδη, καθηγητή Κοινωνιολογίας του Μέιν, εκδόσεις Διόπτρα

Ο στάρετς Στέργιος για τους κεκοιμημένους

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

Παράλληλα, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο πατήρ Σέργιος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα προκείμενου να βοηθήσει το ποίμνιο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε. Διέσχιζε ασταμάτητα το Παρίσι και τα προάστια με σκοπό να επισκεφθεί αρρώστους και ηλικιωμένους, να βοηθήσει απόκληρους, να παρηγορήσει θλιμμένους, να προπέμψει ετοιμοθάνατους.

Ανταποκρινόταν πάντοτε σε εκείνους που, σε οποιαδήποτε περίσταση, επιζητούσαν την παρουσία του, ας συμβουλές του και την προσευχή του. Έκανε τα πάντα για όλους και ήταν εξ ολοκλήρου διαθέσιμος, αφιερώνοντας στους άλλους τον χρόνο του χωρίς ποτέ να τον υπολογίζει. Έμενε στο σπίτι του μόνο όταν έπρεπε να απαντήσει στα πολυάριθμα γράμματα που του έστελναν ή για να συνομιλήσει στο τηλέφωνο επί ώρες με όλους εκείνους που, απ’ τη Γαλλία και το εξωτερικό, ζητούσαν τη βοήθεια του.

Αυτή την αγάπη προς τον πλησίον ο πατήρ Σέργιος την εκδήλωνε και προς εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τον παρόντα κόσμο: η προσευχή για τους κεκοιμημένους κατείχε ιδιαίτερη θέση τόσο μέσα στη ζωή του ως μοναχοί), όσο και στη δραστηριότητα του ως ιερωμένου. 0 μεγάλος αριθμός των κεκοιμημένων που ήθελε να μνημονεύει κατά τη Λειτουργία της Κυριακής, είχε ως αποτέλεσμα η Προσκομιδή να ξεκινά γύρω στις οκτώ και μισή, και η Λειτουργία μετά τις έντεκα. 

Επιπλέον, κατά τις ημέρες που η Εκκλησία ιδιαίτερα μνημονεύει τους κεκοιμημένους, οι ακολουθίες διαρκούσαν πάντοτε περισσότερο στον ναό της Vanves, καθώς ο πατήρ Σέργιος συνήθιζε να διαβάζει από διάφορα φύλλα χαρτιού -κιτρινισμένα τα περισσότερα από την πολυκαιρία, και σχεδόν κατεστραμμένα από την πολυχρησία -ολόκληρες λίστες με ονόματα όχι μόνο οικείων του ή προσφάτως τεθνεώτων, αλλά και όλων των αποθανόντων ενοριτών από την αρχή ακόμη της συστάσεως της ενορίας, καθώς και ανθρώπων που γνώριζε από αλλού και οι οποίοι είχαν αποβιώσει. Έτσι, χιλιάδες ήταν αυτοί που μνημόνευε ο πατήρ Σέργιος και για τους οποίους επικαλούνταν τη λυτρωτική Χάρη του ελεήμονος Θεού.

Πράγματι, για τον πατέρα Σέργιο οι νεκροί ήταν πάντοτε παρόντες, και δεν υπήρχε καμιά ασυνέχεια ανάμεσα στον κόσμο των ζώντων και τον κόσμο των κεκοιμημένων. Όλοι, ζώντες και τεθνεώτες, βρίσκονται ταυτόχρονα μέσα στην Εκκλησία, που υπερβαίνει τον χρόνο, γιατί αποτελούν ζωντανά μέλη του Σώματος Εκείνου που είναι η Αιώνια Ζωή. Όλοι τους αξίζουν την ίδια προσοχή και την ίδια αγάπη…

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο στάρετς Στέργιος»
του Jean- Claude Larchet, Εκδόσεις Ακρίτας

Η μνημόνευση των νεκρών, 
οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου


Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

…Ρωτάτε, γιατί μνημονεύουμε τους «κεκοιμημένους». Γιατί έτσι διδαχθήκαμε από την αγία Εκκλησία μας. Γιατί έτσι παραλάβαμε από τους θεοφώτιστους και πνευματοφόρους πατέρες μας. Γιατί έτσι γινόταν και γίνεται σε όλους τους χριστιανικούς αιώνες, από την αποστολική εποχή μέχρι σήμερα.…

Όσο για κείνον τον φιλοτάραχο, που όλο τέτοια θέματα σκαλίζει, πέστε του θαρρετά: Άκου, ανόητε! Οι νεκροί ζουν! Και η επικοινωνίας μας μαζί τους δεν έχει διακοπεί! Δεν προσευχόμαστε αδιάκριτα για όλους τους ζωντανούς αδελφούς μας χριστιανούς, ανεξάρτητα από την αρετή ή την κακία τους; Ε, λοιπόν, έτσι προσευχόμαστε και για όλους τους «κεκοιμημένους», ανεξάρτητα από το αν συναριθμήθηκαν – ΚΑΤΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΕΜΑΣ -με τους δίκαιους ή τους άδικους. 


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Πριν την τελική κρίση, όσο ακόμα δεν έχουν χωριστεί τα <πρόβατα> από τα <ερίφια> (Ματθ, 25:33), όλοι οι πιστοί, ζωντανοί και <κεκοιμημένοι> αποτελούμε ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Και όλοι, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, επικοινωνούμε αγαπητικά. Ο θάνατος δεν μας χωρίζει!

Σε τι τους ωφελούν οι προσευχές μας, αφού έχει «ήδη αποφασιστεί» η κατάταξή τους είτε στον παράδεισο είτε στην κόλαση; αναρωτιέστε. Αλλά μέχρι τη γενική κρίση, ο κολασμός μιας ψυχής δεν είναι οριστικά αποφασισμένος. Ώσπου να αποφανθεί τότε ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΑ ο μόνος Κριτής, κανέναν δεν μπορούμε να θεωρούμε τελειωτικά καταδικασμένο. Γι' αυτό, ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΙΡΗ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΕΛΕΗΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΣΕΒΕΙΑ.


Ρωτάτε: επιτρέπεται η μνημόνευση (στη Θεία Λειτουργία ή σε παρακλήσεις ή με τρισάγια και μνημόσυνα) των αλλοπίστων και των αιρετικών; Η απάντηση είναι: ΟΧΙ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τους γνωρίζει, αφού δεν έγιναν ποτέ μέλη της (ή αρνήθηκαν την Ορθόδοξη πίστη και ξεβαπτίστηκαν, με το ενταχθούν ή να συμμετάσχουν σε αιρετικές ή παραθρησκευτικές ομάδες), και γι’αυτό δεν τους μνημονεύει.
Βέβαια, προσεύχεται γενικά για την επιστροφή εκείνων που είναι ακόμα ζωντανοί.


Μπορούμε, όμως, στην ατομική μας προσευχή, να παρακαλάμε το Θεό για τη σωτηρία επωνύμων, συγγενών και γνωστών, αλλοπίστων, ετεροδόξων, αθέων κλπ.

Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, του Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2006, έκδοση έβδομη (7η) Η μνημόνευση των νεκρών, οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, σελ 78-79

Ο θάνατος είναι αποχωρισμός για λίγα χρόνια
Γέροντος Παΐσίου

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση

«Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση».

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη. Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα, Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο, οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο, ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων, έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους πρόσωπα με τον θάνατο. 

Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν: «Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε». Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου, αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. 

Τι λέει ο Απόστολος Παύλος: «Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»[51]. Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα; Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια. Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε. Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.

Η μετά θάνατον ζωή - Οι υπόδικοι νεκροί

- Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;

- Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλά «φαϊντά γιοκ», δηλαδή δεν ωφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.

- Γέροντα, πως είναι τώρα οι κολασμένοι;

- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα Κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.

- Και οι Άγιοι και ο ληστής;

- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, αλλά δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, αλλά δεν έχουν λάβει την τελική καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών», παρατείνει – παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.

Πού θα βρίσκεται η ψυχή μέχρι την κοινή Ανάσταση. -Αέναη επΑνάσταση


Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους

- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;

- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τι να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; 

Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.

Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πη: «Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή

Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς. Και βλέπεις, εκεί στο Άγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο και για τους κεκοιμημένους και για τον Άγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.

- Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

- Εμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός – θέλω να πω, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. «Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσης· με ξέχασες και υποφέρω». Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθή με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν».

- Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

- Άμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

Η κατανόηση της ανάστασης του Ιησού Χριστού ως συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος Γεώργιος Π. Πατρώνος ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Γεώργιος Π. Πατρώνος 
ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας 
του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η βιβλική πίστη στην ανάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την ελληνιστική ιδέα περί αθανασίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση, όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς κήρυκες και ερμηνευτές, θεολόγους στην προσπάθειά τους να γίνουν κατανοητοί από ένα ευρύτερο κοσμικό κοινό. 

Σύμφωνα με την ελληνική φιλοσοφία και θεολογία, η ψυχή του ανθρώπου επειδή είναι άφθαρτη από τη φύση της, μετά από την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του σώματος με το θάνατο, πιστεύεται, ότι εισέρχεται στην κατάσταση της αθανασίας.

Για την Αγία Γραφή, όμως, η όλη ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου ή αποθνήσκει ή ανίσταται. Έτσι, η ιδέα και η πίστη στην ανάσταση για τον ιουδαϊκό κόσμο ήταν από τις βασικότερες θεολογικές ιδέες. Όλοι οι Ιουδαίοι αποδέχονταν ανάσταση δικαίων και αδίκων για να κριθούν κατά τους έσχατους χρόνους. Μόνο κάποια αιρετική ομάδα, εκείνη των Σαδδουκαίων, «λέγουσι μη είναι ανάστασιν» (Πράξ. 23,8). Και αυτή η ασήμαντη εξαίρεση φανερώνει ακριβώς το βασικό και καθολικό χαρακτήρα της πίστης αυτής σε όλο τον ιουδαϊκό κόσμο.

Δεν υπήρχε, επομένως, καμιά δυσκολία στην αποδοχή της ιδέας και της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών. Η δυσκολία βρισκόταν στην αποδοχή της ανάστασης ενός συγκεκριμένου προσώπου και μάλιστα της σύγχρονης προς αυτούς ιστορίας. 

Όταν οι Απόστολοι παρουσιάσθηκαν ευθύς αμέσως μετά τη σταύρωση να κηρύσσουν, όχι μια γενική ιδέα για κάποια γενική ανάσταση, αλλά την πίστη στην ανάσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ, ενός δηλαδή προσώπου σύγχρονου και γνωστού σε όλους, που το είχαν μάλιστα απορρίψει και καταδικάσει σε θάνατο για αποστασία και βλασφημία, το κήρυγμα αυτό θεωρήθηκε πρόκληση και μωρία. 

Η πίστη στην ανάσταση ενός «βλάσφημου αποστάτη», «ψευδοπροφήτη» και «αιρετικού», κατά τη δική τους γνώμη και εκτίμηση, που οι θρησκευτικοί ηγέτες τους, οι πρεσβύτεροι και οι αρχιερείς είχαν καταδικάσει στον πιο ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, ήταν πέτρα ενός άνευ προηγουμένου θρησκευτικού σκανδάλου.

Το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες σοφούς και λογίους, όταν αργότερα ο Απόστολος Παύλος πήγε και μίλησε στην Αθήνα για την πίστη στην ανάσταση. Στην αρχή όλοι νόμισαν, ότι επρόκειτο για κάποια καινούργια «ιδέα», που φέρνει ο «σπερμολόγος» αυτός διδάσκαλος της Ανατολής, διάφορη από εκείνη της αθανασίας που κήρυτταν αυτοί, και έδειξαν ανάλογο φιλοσοφικό ενδιαφέρον να επαναλάβει τη «θεωρία» του ενώπιον του βήματος του Αρείου Πάγου· «ακουσόμεθά σου περί τούτου και πάλιν» (Πράξ. 17,32). 

Αλλ’ όταν επεσήμανε ότι δεν ομιλεί για κάποια νέα «ιδέα» και κάποια νέα «διδαχή», μα για συγκεκριμένο γεγονός, ενός σύγχρονου ιστορικού προσώπου που ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, τότε οι επικούρειοι και στωικοί φιλόσοφοι των Αθηνών αντέδρασαν βίαια και τον ονόμασαν φορέα «ξένων δαιμονίων», διότι «τον Ιησούν και την ανάστασιν ευηγγελίζετο» (Πραξ. 17,18).

Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι η φιλελεύθερη σύγχρονη δυτική θεολογία έστρεψε τα πυρά της ιδιαίτερα προς την πίστη της ανάστασης του Χριστού και επιχείρησε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η όλη υπόθεση της ανάστασης ήταν αποτέλεσμα κυρίως ενθουσιαστικών τάσεων των μαθητών και οπαδών του Ιησού της εποχής εκείνης, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη θεωρία της «απομύθευσης», που αναφέραμε πιο πάνω. 

Εάν, όμως, δεν είχε συμβεί «κάτι» το συγκλονιστικό σχετικά με τον σταυρωθέντα και ταφέντα Ιησού, θα ήταν αδιανόητο, νομίζουμε, να συλλάβουν μια τέτοια θεωρητική «ιδέα», να την συσχετίσουν με συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο της δικής τους γενιάς και να υποστηρίξουν μετά αυτή την «παραδοξολογία» τους ενώπιον αρχόντων και δικαστηρίων με κίνδυνο της ζωής τους. Όχι μόνο από ενθουσιαστικές τάσεις δεν κατέχονταν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά από πλήρη δειλία και μεγάλο φόβο. Είναι γνωστό, ότι ο θάνατος του Ιησού τους οδήγησε σε πανικό, και τρομοκρατημένοι όπως ήσαν μετά τη σταύρωση διασκορπίστηκαν και εξαφανίστηκαν «διά τον φόβον των Ιουδαίων».

Από την άλλη πλευρά, ένας ικανότατος άνθρωπος και με πλήρη θεωρητική και θεολογική κατάρτιση, όπως ο Απόστολος Παύλος, εάν δεν ήταν πεπεισμένος για την ανάσταση του Ιησού και τη δική του προσωπική εμπειρία στην πύλη της Δαμασκού, ουδέποτε θα τόνιζε, και μάλιστα με τόση έμφαση, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις ημών» (Α’ Κορ. 15,17)

Αυτή η βεβαιότητα και η προσωπική εμπειρία όλων οδήγησε τους Αποστόλους να γίνουν πραγματικοί «μάρτυρες» και θερμοί υποστηρικτές της ανάστασης και του Αναστάντος και να επισφραγίσουν τη μαρτυρία τους αυτή με τον προσωπικό τους θάνατο. Για τους Αποστόλους και την πρώτη Εκκλησία δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την αλήθεια της ανάστασης και ασφαλώς δεν επρόκειτο για κάποια συλλογική θρησκευτική παράκρουση!

Στα ιερά κείμενα των Ευαγγελίων, παράλληλα με τις επιβεβαιώσεις για τις εμφανίσεις του Αναστάντος, έχουμε συνεχώς και αντίστοιχες αμφισβητήσεις και λογικές αντιδράσεις, που φανερώνουν μια πλήρη έλλειψη ενθουσιαστικών τάσεων και εσχατολογικών εξάρσεων. Ούτε μπορούμε να πούμε, πως η ανάσταση ξεπήδησε ως θεολογική «ιδέα» από κάποια θρησκευτική πίστη. Συνέβη μάλλον το εντελώς αντίθετο. 

Η πίστη ξεπήδησε από το γεγονός της ανάστασης. Και στο χώρο των θεολογικών εκτιμήσεων, η ανάσταση δεν ήταν η απαρχή ή η γενεσιουργός αιτία, αλλά η επιβεβαίωση της μεσσιανικότητας του Ιησού. 

Η ανάσταση, ασφαλώς, είναι ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της Χριστολογίας της Καινής Διαθήκης, αλλά όχι το μοναδικό. Η ανάσταση του Χριστού για τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και για τους Αποστόλους και πρώτους κήρυκες της χριστιανικής πίστεως ήταν ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.

Στο σημείο αυτό του τονισμού της ιστορικότητας της ανάστασης του Ιησού, πρέπει να γίνει και μια σαφής διευκρίνιση με την ιστορική μορφή των αναστάσεων που πραγματοποίησε ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, όπως εκείνες της κόρης του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και του φίλου του Λαζάρου. Στις περιπτώσεις εκείνες έχουμε ουσιαστικά επάνοδο του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο του παρόντος και επανάληψη επομένως της «αναγκαιότητας» και πάλι του θανάτου. Στην περίπτωση του Ιησού έχουμε μια πλήρη διαφοροποίηση. 

Η ανάσταση του Ιησού είναι μοναδική, έχουμε την ανάσταση στην καθολική και τελική της φάση. Μια ανάσταση ιστορική μεν, αλλά με σαφώς εσχατολογικές προεκτάσεις. Στην ανάσταση του Λαζάρου, ως παράδειγμα, έχουμε με το θάνατό του και «σωματικές» φυσικές καταστάσεις. Ο ίδιος είναι «τεταρταίος» και ήδη «όζει» (Ιωάν. 11,39), ενώ στην περίπτωση του Ιησού δεν έχουμε ούτε «πτώμα», ούτε «αποσύνθεση» πτωματική, αλλά «μορφή» σώματος («εν ετέρα μορφή») που ανίσταται εκ του τάφου.

Σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτάσεις της ανάστασης του Χριστού

Έτσι, πέρα από τον ιστορικό χαρακτήρα της ανάστασης του Ιησού Χριστού, που αποδεικνύεται από τα ίδια τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των μαθητών Αποστόλων, και πέρα από τη γενικότερη θεολογική θεώρηση, χρειάζεται και μια συγκεκριμένη προσέγγιση της σωτηριολογικής σημασίας του γεγονότος αυτού. Γιατί, η ανάσταση του Ιησού είναι βασική προϋπόθεση, καθώς και εγγύηση της δικής μας ανάστασης. 

Προς την κατεύθυνση αυτή στρέφει την προσοχή μας ιδιαίτερα το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, σχετικά με την ανάσταση, που είναι ουσιαστικά ένα κήρυγμα ελπίδας και αισιοδοξίας για τον άνθρωπο και την ιστορία. Εάν δεν υπήρχε η ανάσταση του Ιησού και η ελπίδα της δικής μας ανάστασης, τότε θα είμασταν «οι ελεεινότεροι πάντων των ανθρώπων» (Α’ Κορ. 15,19), αφού θα οικοδομούσαμε την πίστη μας και τη ζωή μας σε μια ανέφικτη πραγματικότητα.

Η πίστη σ’ ένα ζώντα Θεό και η πίστη στην ανάσταση του Χριστού και του ανθρώπου είναι μέγιστο γεγονός για την ιστορία. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους αθανασία των ψυχών, ελληνιστικού τύπου, αλλά για μια πραγματική και καθολική ανάσταση όλων και μάλιστα σώματος και ψυχής, φυσικής και πνευματικής δημιουργίας. Γι’ αυτό και η πρώτη Εκκλησία δεν αναφερόταν καθόλου σε κάποια έννοια ανάστασης θεωρητικού και θεολογικού χαρακτήρα, αλλά στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός της ανάστασης του Ιησού Χριστού, χαρακτήρα καθαρά σωτηριολογικό με προεκτάσεις προς την τελική ανάσταση όλων των ανθρώπων.

Επισημάναμε ως τώρα την ιστορική σπουδαιότητα και τη θεολογική σημασία του γεγονότος της ανάστασης του Χριστού, σε άμεση σχέση και αναφορά προς τις σωτηριολογικές και εσχατολογικές προεκτά-σεις που έχει για τη ζωή και την ιστορία του ανθρώπου. Όλα αυτά θα πρέπει να κατανοούνται παράλληλα προς τα εκκλησιολογικά και ευχαριστιακά πλαίσια της παρουσίας του Κυρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. 

Ο Αναστάς είναι σήμερα παρών στην πίστη και στη ζωή της Εκκλησίας, όχι μόνο διά μέσου του ιστορικού εκείνου γεγονότος και διά μέσου της μαρτυρίας των πρώτων αυτοπτών μαρτύρων, αλλά κυρίως τώρα διά μέσου των μυστηρίων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, όπου εκεί, και συγκεκριμένα «εν τη κλάσει του άρτου», «αναγνωρίζεται» και πάλι ο Ιησούς από τους πιστούς του ως ο ζων Κύριος της ζωής και της ιστορίας (Λουκ. 24,35).

Πιστεύουμε δε, ότι μόνο μέσα στην εκκλησιολογική και μυστηριακή αυτή πραγματικότητα είναι δυνατόν σήμερα ο άνθρωπος ν’ αποδεχθεί και να κατανοήσει σωστά το γεγονός της ανάστασης και της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία και στην ιστορία. Διότι, πράγματι, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να κατανοηθεί ορθά η ανάσταση από το σύγχρονο άνθρωπο και να βιωθεί σωστά από το σύγχρονο πιστό, αν η θεολογία και το κήρυγμα προσπαθούν να εξηγήσουν το γεγονός αυτό μόνο ιστορικά και θεολογικά, έξω από το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας. 

Το κήρυγμα και το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού και κατ’ επέκταση και της ανάστασης του ανθρώπου αποκτά πραγματικό και ουσιαστικό νόημα κυρίως αν ενταχθεί και κατανοηθεί στο όλο σωτηριολογικά μυστήριο της θείας Οικονομίας. Διαφορετικά δεν έχει νόημα και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η χριστιανική πίστη και θεολο-γία ουσιαστικά γίνονται αναστάσιμες και αυτή η ειδοποιός διαφορά μας οδηγεί στην ιδιαιτερότητα της ’Ορθόδοξης θεολογίας και της Ορθόδοξης πνευματικότητας, που οικοδομούνται κυρίως στο πνεύμα της ανάστασης. Η ανάσταση είναι η αποκορύφωση της ιστορίας του Ιησού Χριστού αλλά και της ιστορίας της χριστιανικής πίστεως και ’Εκκλησίας. Κάθε μετακίνηση από το κέντρο αυτό είναι δυνατό ουσιαστικά να εκκοσμικεύσει και την πίστη και την πνευματικότητα. 

Και πάλι στο βιβλίο μας για το «Αποστολικό κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία», γράφαμε σχετικά: «Για τους πρώτους πιστούς και Αποστόλους, η ανάσταση ήταν αναμφισβήτητα πρωταρχικής σημασίας γεγονός. Ήταν το θεμέλιο της πίστεως αλλά και η βάση για κάθε μελλοντική θεολογική ανάπτυξη και επεξεργασία. Ήταν η πηγή εμπνεύσεως για τη διαμόρφωση της χριστιανικής ζωής. Και αργότερα έγινε και πηγή εμπνεύσεως για κάθε μορφή της χριστιανικής τέχνης και της χριστιανικής λατρείας. Η ανάσταση ήταν ανέκαθεν καί τό περιεχόμενο της χριστιανικής μαρτυρίας προς τον κόσμο. Η αμφισβήτηση του περί αναστάσεως κηρύγματος της πρώτης Εκκλησίας και ιδιαίτερα η άρνηση της πραγματικότητας της αναστάσεως του Χριστού, σημαίνει όχι μόνο ότι το κήρυγμα των Αποστόλων αλλά και αυτή η ίδια η πίστη των χριστιανών είναι ένας κενός λόγος» (σελ. 129). 

Ο χριστιανικός λόγος γίνεται ουσιαστικός και το χριστιανικό βίωμα ενεργό και πραγματικό μόνο μέσα σε μια αναστάσιμη πίστη και μόνο σε μια πασχάλια στάση ζωής μέσα στην ιστορία.

(pemptousia.gr) (Ομότιμου καθηγητή στο τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Π. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, εκδ. Δόμος, σ. 525-530)

῎Οψεις ἀποκρυφισμοῦ: ῾Η ᾿Αριθμολογία (Πρωτ. Βασίλειος Α. Γεωργόπουλος, Λέκτωρ Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)


Η Αριθμολογία είναι ένα ακόμα σύστημα μαγείας και μαντικής, που παρουσιάζεται, πολλές φορές, και μ’ ένα ψευδο-επιστημονικό προσωπείο1. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του χώρου, εξετάζει τις σχέσεις των αριθμών προς τα φαινόμενα και παρουσιάζεται ως μέσο πρόγνωσης του μέλλοντος των ανθρώπων,
ανάλυσης του χαρακτήρα τους, καθορισμού των διαφόρων γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από την ερμηνεία των αριθμών ως μία μορφή πεπρωμένου.

Σύμφωνα με θεωρητικούς εκπροσώπους του εν λόγω αποκρυφιστικού συστήματος οι διάφορες λέξεις, το όνομα, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης εκάστου, συγκροτούν ένα απόκρυφο σύνολο-οδηγό, που καθορίζει και προσδιορίζει την προσωπικότητα, τα γεγονότα της ζωής και το μέλλον του κάθε ανθρώπου.
Στο χώρο της μαντείας η Αριθμολογία αυτοπροβάλλεται ως όργανο καθορισμού των ευνοϊκών ημερών για τις ανθρώπινες δραστηριότητες, των επαγγελματικών πρωτοβουλιών, της επιλογής συζύγων, φίλων, κ.λ.π.
Οι θεωρητικοί του χώρου, αρέσκονται να θεωρούν πατέρα της Αριθμολογίας τον Πυθαγόρα. Στα αρχαία χρόνια, χρήση της Αριθμολογίας συναντάμε στους αιρετικούς Γνωστικούς2, ενώ αργότερα συναντάται στον ιουδαϊκό αποκρυφισμό με τη λεγόμενη Γεμάρτια (Gematria)3, που είναι ένα από τα τρία Καββαλιστικά συστήματα του χώρου. Πρόκειται για σύστημα αριθμητικού εσωτερισμού4 και θεωρείται μέθοδος αποκάλυψης της μυστικής γνώσης και της σοφίας των λέξεων μέσω αριθμών και γραμμάτων του αλφαβήτου5.
Στα νεώτερα χρόνια διατηρήθηκε η χρήση της Αριθμολογίας ως μέσο μαντικής πρόγνωσης, όμως στα πλαίσια του άκρως αντιχριστιανικού κινήματος της «Νέας Εποχής» η πρακτική θα συνδυαστεί με τη σχετική, κατά  περίπτωση, αποκρυφιστική νεοποχίτικη ορολογία. Έτσι οι αριθμοί θεωρούνται ότι αντιστοιχούν σε δονήσεις, αποτελούν ενεργειακά μοντέλα, περιγραφή καρμικών γεγονότων κ.ά.
Ιδιαιτέρως, πρέπει να επισημανθεί και το γεγονός, ότι οπαδοί του εν λόγω αποκρυφιστικού χώρου δε διστάζουν να επικαλούνται χωρία (π.χ. Αποκ. 13, 18) και γεγονότα της Αγίας Γραφής, όπως και τη χρήση διαφόρων αριθμών6, λ.χ. 3, 7, 12, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω μαντική μέθοδος είναι παρούσα στην Αγία Γραφή και αυτό αποτελεί μία ακόμη μαρτυρία για την αξιοπιστία της.

Paul Evdokimov Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη Παράδοση



Aπό: Ευδοκίμωφ, Το Άγιο Πνεύμα στην Ορθόδοξη παράδοση, μτφρ. Στέλλα Κ. Πλευράκη, εκδ. Ίδρυμα ο Ευαγγελιστής Μάρκος, Θεσσαλονίκη 1991.


Η Θεολογία των Πατέρων στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας


[...]

4. Το Άγιο Πνεύμα.

Η Simone Weil βρήκε μια, πέρα για πέρα, αληθινή εικόνα: «Καλέστε το Πνεύμα καθαρά και απλά. Κάθε επίκληση και μια κραυγή. Όταν είμαστε άρρωστοι από δίψα, όταν πεθαίνωμε από δίψα, δεν έχομε πια στο νου μας το πώς θα πιούμε, ούτε γενικά το πώς πίνει κανείς νερό, αλλά μόνο το ίδιο το νερό αυτό. Αυτή όμως η εικόνα του νερού είναι η ίδια μια κραυγή όλου του είναι μας»(19).

Οι Πατέρες εκφράζουν την αλήθεια αυτή με θεολογικούς όρους• όταν όμως πρόκειται για το Άγιο Πνεύμα, αρνούνται τις συνηθισμένες εκφράσεις, μιλούν μια διαφορετική γλώσσα, γεμάτη από έναν απεριόριστο θαυμασμό, από ένα είδος μέθης. Το Πνεύμα κατέρχεται στον κόσμο, αλλά το Πρόσωπό του κρύβεται σ' αυτήν ακόμη την επιφάνειά Του. Δε φανερώνεται παρά μόνο στις δωρεές και τα χαρίσματά Του. Το μεγάλο μυστήριο Το καλύπτει. Οι εικόνες Του στην Αγία Γραφή είναι ακαθόριστες και φευγαλέες: πνοή, πυρ, μύρο, χρίσμα, περιστερά, φλεγόμενη βάτος. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει: «Ελθέ το περιπόθητον Όνομα και θρυλούμενον, λαληθήναι δε παρ' ημών, όπερ ης, ή γνωσθήναι, οποίος ή ποταπός, όλως ημίν ανεπίδεκτον»(20). Τότε στα Θεοφάνεια κατέρχεται από τον ουρανό εν είδει Περιστεράς και αναπαύεται πάνω στον Ιησού. Στις φανερώσεις Του, είναι μία κίνηση «προς τον Ιησού» με σκοπό να τον κάνη ορατό και φανερό. Η παρουσία Του κρύβεται εν τω Υιώ, όπως και η πνοή και η φωνή που σβύνουν μπροστά στο λόγο που κάνουν ν' ακουστή. Αν ο Υιός είναι η εικόνα του Πατρός και το Άγιο Πνεύμα η εικόνα του Υιού, το Πνεύμα, λένε οι Πατέρες, είναι το μόνο που δεν έχει την εικόνα Του σ' ένα άλλο Πρόσωπο, είναι ουσιαστικά μυστηριώδες.


5. Ή Τριαδική οικονομία του μυστηρίου της σωτηρίας.

Η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη ταυτόχρονα πάνω στη θεία Ευχαριστία και στην Πεντηκοστή. Ο Λόγος και το Πνεύμα, «αι δύο χείρες του Πατρός», κατά την έκφραση του Αγίου Ειρηναίου, είναι αδιαίρετοι στην ενέργειά Τους, που αποκαλύπτει τον Πατέρα, και εν τούτοις άρρητα διακρινόμενοι. Το Πνεύμα δεν είναι υποταγμένο στον Υιό, δεν είναι έργο του Λόγου, είναι ο άλλος Παράκλητος, όπως το λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός: «Είναι ο άλλος Παράκλητος, σα νάταν ένας άλλος Θεός». Στις δύο οικονομίες, του Υιού και του Πνεύματος, βλέπομε την αμοιβαιότητα και την αλληλοσυμπλήρωση, αλλ' η Πεντηκοστή δεν είναι μια απλή συνέπεια ούτε μια συνέχεια της Ενσαρκώσεως. Η Πεντηκοστή έχει όλη την αξία της καθεαυτή, είναι η δεύτερη πράξη του Πατρός ο Πατήρ αποστέλλει τον Υιό και τώρα αποστέλλει το Άγιο Πνεύμα. Όταν τελειώνη την αποστολή Του, ο Χριστός επανέρχεται προς τον Πατέρα, για να κατεβή προσωπικά το Άγιο Πνεύμα. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος υπογραμμίζει τον προσωπικό χαρακτήρα της αποστολής του Αγίου Πνεύματος: «Το Πνεύμα το Άγιον, ... ουχ ως μη θέλον πεμπόμενον ή διανεμόμενον, αλλ' ως δι' ενός της Τριάδος, αυτού του Υιού, τα τω Πατρί δοκούντα ως οικεία θελήματα εκπληρούν»(21). Ταυτόχρονα μας παρηγορεί για την ορατή απουσία του Χριστού. Η λέξη Παράκλητος σημαίνει «αυτόν που καλείται κοντά μας», αυτόν που βρίσκεται «στο πλευρό μας» ως υπερασπιστής μας, συνήγορος και μάρτυρας της σωτηρίας που μας έδωσε ο Χριστός.

Η Πεντηκοστή εμφανίζεται ως το έσχατο τέλος της τριαδικής οικονομίας του μυστηρίου της σωτηρίας. Ακολουθώντας τους Πατέρες μπορούμε να πούμε επίσης ότι ο Χριστός είναι ο Μέγας Πρόδρομος του Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Αθανάσιος γράφει: «Διά τούτο ο Λόγος και Υιός του Πατρός ενωθείς σαρκί, γέγονε σαρξ, άνθρωπος τέλειος, ίνα οι άνθρωποι ενωθέντες Πνεύματι, γένωνται εν Πνεύμα. Αυτός ούν εστι Θεός σαρκοφόρος, και ημείς άνθρωποι πνευματοφόροι»(22). Για τον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο «αυτό ήταν ο σκοπός και το τέλος όλης της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δια να λάβουν Πνεύμα Άγιον εις τας ψυχάς τους, εκείνοι όπου πιστεύουν εις αυτόν»(23). Επίσης ο Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «Τι γαρ το έργον και αποτέλεσμα των του Χριστού παθών και έργων και λόγων; Ει τις προς αυτά θεωρεί, ουδέν έτερον ή η του Αγίου Πνεύματος εις την Εκκλησίαν επιδημία»(24). Ο ίδιος ο Κύριος λέει: «συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω ... και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν» (Ιωάν. 14,16). Έτσι η Ανάληψη του Χριστού είναι η κατ' εξοχήν επίκληση, γιατί είναι θεία• ο Υιός παρακαλεί τον Πατέρα να στείλη το Άγιο Πνεύμα και, εις απάντηση αυτής της παρακλήσεως, ο Πατήρ στέλνει το Πνεύμα και πραγματοποιεί την Πεντηκοστή. Η ολοκληρωμένη αυτή θεώρηση των οικονομιών δεν ελαττώνει καθόλου τον κεντρικό χαρακτήρα του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, της θυσίας του Αμνού, αλλά προσδιορίζει την προοδευτική τάξη των γεγονότων και δείχνει τον Υιό και το Πνεύμα, καθένα ιδιαίτερα στην προσωπική Του μεγαλοπρέπεια και διάσταση, καθένα στην υπηρεσία του άλλου σε μια αμοιβαία λειτουργία που συμπίπτει με τη Βασιλεία του Πατρός.

Κατά την εγκόσμια αποστολή του Χριστού η σχέση των ανθρώπων προς το Άγιο Πνεύμα πραγματοποιείται μόνο δια του Χριστού και εν τω Χριστώ. Αντίθετα, μετά την Πεντηκοστή η σχέση προς το Χριστό επιτυγχάνεται μόνο δια του Αγίου Πνεύματος.

Πραγματικά, στην εποχή του Ευαγγελίου o Χριστός ήταν ιστορικά ορατός, ήταν ενώπιον των μαθητών Του. Η Ανάληψη καταργεί την ιστορική ορατότητα - «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί» (Ιωάν. 14,19) - και κατά τούτο η αναχώρηση του Κυρίου είναι πραγματική. Αλλ' η Πεντηκοστή αποδίδει στον κόσμο τη μυστική παρουσία του Χριστού και Τον φανερώνει τώρα -όχι ενώπιον των μαθητών αλλά-εντός των μαθητών, στις καρδιές τους. «Έρχομαι προς υμάς ... » (Ιωάν. 14, 18) «και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20)• η παρουσία του Κυρίου είναι τόσο πραγματική όσο και η αναχώρηση Του. «Εν εκείνη τη ημέρα (της Πεντηκοστής) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω Πατρί μου και ημείς εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιωάν. 14, 20). Αυτή η εσωτερική προσέγγιση ενεργείται ακριβώς διά του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου» (Ρωμ. 5,5). Διά του Αγίου Πνεύματος κράζομε «Αββά, ο Πατήρ» και προφέρομε το Όνομα του Ιησού.

Στην έκφραση «άλλος Παράκλητος» φαίνεται σχεδόν η εξομοίωση που κάνει ο Χριστός της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος με τη δική Του επάνοδο. Αυτός ο άλλος Παράκλητος είναι ακριβώς άλλος και όχι έτερος, άλλος, αλλ' όχι νέος• σχεδόν ο ίδιος, αλλ' ωστόσο με άλλο τρόπο φανερούμενος. Τώρα είναι περισσότερο μοναδικός, γιατί σ' αυτόν ταιριάζει ο λόγος που αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα, «ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα», καθώς επίσης ο λόγος που αναφέρεται στο Χριστό, «και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος». Ο Παράκλητος είναι ταυτόχρονα ο Χριστός πάνω στον οποίο αναπαύεται το Πνεύμα και είναι το Πνεύμα εκείνο που μαρτυρεί και φανερώνει το Χριστό μέσα στην αδιαίρετη αμοιβαιότητα και αλληλοσυμπλήρωσή Τους.

Έτσι η Πεντηκοστή αρχίζει την ιστορία της Εκκλησίας, εγκαινιάζει την Παρουσία και πραγματοποιεί πριν από την ωρισμένη ώρα τη Βασιλεία. Το Άγιο Πνεύμα μας ενσωματώνει στο σώμα ως «συγκληρονόμους» του Χριστού, μας καθιστά «υιούς εν τω Υιώ» και εν τω Υιώ μας φανερώνει τον Πατέρα. Το Πνεύμα της υιοθεσίας ενεργεί τη θεία υιοθεσία, και ο Άγιος Ειρηναίος δίδει στην Εκκλησία το όνομα «υιός του Θεού», παιδί δηλ. υιοθετημένο από τον Πατέρα.

Σύμφωνα με το Β' Κορ. 3,17 - 18 -«ο δε Κύριος το Πνεύμά εστιν ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. Ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» - κοντά στην κυριότητα του Χριστού τοποθετείται η κυριότητα του Πνεύματος. Η ταύτιση της Βασιλείας με το Πνεύμα, συχνή στους Πατέρες(25), αναφέρεται σε μια διαφορετική γραφή της Κυριακής προσευχής• στη θέση του «ελθέτω η Βασιλεία σου» υπάρχει, «ελθέτω το Πνεύμα σου το Άγιον». Αυτή η επίκληση φανερώνει την τελευταία πράξη του μυστηρίου της σωτηρίας, την επιστροφή προς τον Πατέρα και την υπέρτατη κυριότητά Του: «Όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο Υιός υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α' Κορινθ. 15,28), «όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεώ και Πατρί» (Α' Κορινθ. 15,24). Η ιδέα της Εκκλησίας-Σώματος περνά στην ιδέα της Εκκλησίας-Οικογενείας, Εκκλησίας - Οίκου του Πατρός, κατά την εικόνα της Αγίας Τριάδος.


6. Το Άγιο Πνεύμα Υποστατοποίηση της Αγιότητας, Δοτήρας και Βασιλεία.

Το Πνεύμα είναι Πανάγιο όχι από οικειοποίηση της αγιότητος αλλά από την ίδια τη φύση Του. Εάν κάθε θείο Πρόσωπο είναι άγιο, προσδιορίζει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, το Πνεύμα είναι αυτή ακριβώς η Αγιότητα του Θεού(2). Το ίδιο για τον Άγιο Βασίλειο «η Αγιότητα είναι ουσιαστικό στοιχείο της φύσεως του». Έτσι κατά τους Πατέρες το Πνεύμα είναι η υποστατοποίηση της Αγιότητας.Η εγκόσμια αποστολή του Αγίου Πνεύματος ως ανεξάρτητης Πηγής δωρεών και χαρισμάτων, εξαγνισμού και αγιότητας, κάνει τους Πατέρες να διακρίνουν μέσα στο χάρισμα τη χάρη και το Δοτήρα της χάριτος, το Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, και για το λόγο αυτό, για την Ανατολή, το Άγιο Πνεύμα δεν υποβιβάζεται σε σύνδεσμο μεταξύ του Πατρός και του Υιού.

Πραγματικά η αγάπη είναι έμφυτη σ' όλα τα Πρόσωπα, «η τε γαρ ζωή της άνω φύσεως αγάπη εστίν»(27). Σχετικά με την αγάπη το Πνεύμα προσδιορίζεται ως Δοτήρας της αγάπης. Το ζωοποιό Πνεύμα, η ίδια Του ενέργεια, ενεργοποιεί τη ζωή της αγάπης, την αιώνια κίνησή της στο εσωτερικό της Τριάδος. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, το Πνεύμα είναι «η Πατρός τε και Υιού προαιώνιος χαρά»(28) που οι Τρεις μαζί αναπαύονται, η ενότητα της αγάπης είναι η ενότητα των Τριών Μονάδων. Το Πνεύμα μαζί με τον Πατέρα συναγαπά και μαζί με τον Υιό συναγαπάται, δεν είναι η Αγάπη αλλά το Πνεύμα της Αγάπης πού πνέει και κάνει με κάθε θείο Πρόσωπο τη δωρεά στο άλλο κατά την εικόνα του Δοτήρα.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποκαθαίρει τις υψηλές περί Θεού θεωρίες του μεσαιωνικού αυγουστινιανισμού από κάθε ολίσθημα προς τις «δυάδες» στον κόλπο της Αγίας Τριάδος. Το Άγιο Πνεύμα είναι το Πνεύμα της Αγάπης, χωρίς να ελλαττώνεται ωστόσο η δική Του υποστατική πραγματικότητα και χωρίς να αμβλύνεται η τριαδική αντινομία. Ο Νικόλαος Καβάσιλας συνεχίζει με την ίδια ορμή τη θεολογική του σκέψη και επιμένει στην ανατολική έννοια της «συνεργίας», η οποία ξεπερνά το πρόβλημα του προορισμού από μέρους του Θεού των εκλεκτών στην αιώνια δόξα και μακαριότητα και κάθε τραγική αντίθεση της ελευθερίας και της χάριτος. «Η ελευθερία και η χάρη είναι δύο φτερά που ανυψώνουν τον άνθρωπο στη Βασιλεία των Ουρανών», λέει ο Άγιος Μάξιμος. Αυτή, η βασιλική ελευθερία, δωρεά του Αγίου Πνεύματος, δε σημαίνει καθόλου ότι ο άνθρωπος θα γίνη η αιτία της σωτηρίας του• μαρτυρεί μόνο την αλήθεια του πατερικού γνωμικού: «Ο Θεός μπορεί να κάνη τα πάντα εκτός από το να αναγκάση τον άνθρωπο να τον αγαπήση». Εάν ο δυτικός αυγουστινιανισμός τονίζη τη σωτηρία δια πίστεως, ο ανατολικός αυγουστινιανισμός περνά στη σωτηρία με την αγάπη.

Για το λόγο αυτό, στη ζωή της Εκκλησίας το Άγιο Πνεύμα είναι ο Δοτήρας της αγάπης μέσα μας, «έκκαυσις άπαυστος και κόλλησις της ψυχής προς τον Θεόν»(29). Αυτή την ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος• εδραιώνει η προσευχή της Εκκλησίας, που είναι η κραυγή που το καλεί, η επίκληση. Και αυτή η δέηση - επίκληση εισακούεται πάντοτε, γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι Δοτήρας και Δωρεά. Οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός ακούει όλες τις προσευχές χωρίς να περιμένη αιτήσεις, εκτός από την αίτηση του Αγίου Πνεύματος. Ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Ει ουν υμείς, υπάρχοντες πονηροί, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο Πατήρ ο εξ ουρανού δώσει Πνεύμα αγαθόν τοις αιτούσιν αυτόν;» (Λουκ. 11,13). Η άρνηση θάταν αντίθετη προς αυτή την ίδια τη φύση του Δοτήρα.

Ο Άγιος Βασίλειος ανακεφαλαιώνει κατά ένα θαυμάσιο τρόπο την ενέργεια του Πνεύματος προς το ανθρώπινο γένος: «Χριστού επιδημία και το Πνεύμα προτρέχει.
Ένσαρκος παρουσία και το Πνεύμα αχώριστον. Ενεργήματα δυνάμεων, χαρίσματα ιαμάτων, δια του Πνεύματος του Αγίου. Δαίμονες απηλαύνοντο εν τω Πνεύματι του Θεού. Διάβολος κατηργείτο συμπαρόντος του Πνεύματος. Αμαρτιών απολύτρωσις εν τη χάριτι του Πνεύματος ... η εκ νεκρών εξανάστασις, τη ενεργεία του Πνεύματος»(30). Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας επιμένει στην προσωπική παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην ψυχή που αγιάσθηκε απ' Αυτό: «Εν δε τοις πιστεύουσιν εις Χριστόν ου δαδουχίαν απλώς, την από του Πνεύματος, αλλ' αυτό κατοικείν το Πνεύμα και εναυλίζεσθαι τεθαρρήκαμεν»(31). Η προσευχή που απευθύνεται προς το Άγιο Πνεύμα, «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε», του ζητά: «Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν».

Η διαφορετική γραφή της Κυριακής προσευχής κάνει τον Ευάγριο να λέη, «ελθέτω η βασιλεία σου, τουτέστι το άγιο Πνεύμα»(32). Με την έννοια αυτή «αναζήτηση της Βασιλείας του Θεού» σημαίνει «αναζήτηση του Αγίου Πνεύματος», του «ενός ού εστιν χρεία», και για το λόγο αυτό, κατά τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος(33), και κατά τον Άγιο Ειρηναίο, «όπου το Άγιον Πνεύμα, εκεί η Εκκλησία»(34). Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, λέει το Ευαγγέλιο, δε θα συγχωρηθή, γιατί αντιτίθεται προς αυτό το ίδιο το μυστήριο της θείας οικονομίας αφού το Άγιο Πνεύμα είναι η Πηγή, ο Δοτήρας των τριαδικών θεουργικών ενεργειών, οι οποίες ακριβώς πραγματοποιούν το μυστήριο της σωτηρίας.


7. Το Άγιο Πνεύμα «μυστική πραγματικότητα» της καινής κτίσεως.

Ένεκα της πτώσεως η ενέργεια του Θεού αποξενώθηκε από την ανθρώπινη φύση. Κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, το Πνεύμα άγγιζε τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης στο σύντομο χρόνο της προφητείας, ύστερα τους εγκατέλιπε(35). Στο επόμενο στάδιο, κατά την αποστολή Του στον κόσμο, ο Χριστός απονέμει την ιερατική εξουσία στο Σύλλογο των Αποστόλων και τους δίνει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος: «Ενεφύσησε και λέγει αυτοίς• λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. 20,22). Δεν Το δίδει προσωπικά στον καθένα, αλλά στην Εκκλησία ως Σώμα, που τη στιγμή εκείνη το εκπροσωπούσε ο Σύλλογος. Είναι μια παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσω των δωρεών και των χαρισμάτων Του, η φανέρωσή Του δεν είναι ακόμη υποστατική αλλά περισσότερο ενεργητική.

Στα Θεοφάνεια το Άγιο Πνεύμα, ορατό απ' όλους, κατέρχεται πάνω στην ανθρώπινη φύση του Ιησού και αναπαύεται εκεί. Την ημέρα της Πεντηκοστής κατέρχεται στον κόσμο υποστατικά ως Πρόσωπο και ενεργεί μυστικά στην ανθρώπινη φύση, γίνεται μυστική πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεως. Συνεπώς ενεργεί μέσα μας, μας κινεί, μας δυναμώνει και, καθώς μας αγιάζει, μας μεταδίδει κάτι από την προσωπική Του φύση. Χωρίς να συγχέεται, το Άγιο Πνεύμα ταυτίζεται με μας, γίνεται η άλλη ύπαρξη της ζωής μας εν Χριστώ, πιο στενή σε μας (πιο πολύ κοντά μας) από μας τους ίδιους. Πραγματικά, η Περιστερά που αναπαύεται πάνω στον Υιό, τώρα αναπαύεται πάνω σε καθένα από τους «υιούς εν τω Υιώ», «σαν να ήταν η χάρη ομοούσια με τον άνθρωπο», σημειώνει ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος. Αυτή είναι η επάνοδος στην κανονική κατάσταση της φύσεως: «Αγίω Πνεύματι, πάσα η κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον»*.Μ' αύτή τη μυστική πραγματικότητα, που η Εκκλησία ζη μέσα στο ιερατικό και λειτουργικό της μυστήριο, έρχεται σε αντίθεση προς κάθε στατική κατεστημένη οντολογία• οι ζωοποιές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος την καθιστούν πραγματικά, ουσιαστικά δυναμική.