Πρόλογος
«Ὁ Νόμος ἠσθένησεν, ἀργεῖ τὸ Εὐαγγέλιον,
Γραφὴ δὲ πᾶσα, ἐν σοὶ παρημέληται,
Προφῆται ἠτόνησαν, καὶ πᾶς δικαίου λόγος».
(Μέγας Κανών)
Τὰ ἀνωτέρω ἔγραφεν εἰς τὸν Μεγάλον Κανόνα ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἅτινα ἐπαληθεύουν εἰς τὰς ἡμέρας μας ὅπου τὰ μέσα ἐνημερώσεως (Ἐφημερίδες, Περιοδικά, Τηλεόρασις, Ραδιόφωνο) ἀπομακρύνουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐκ τούτου ὁ Οἰκουμενισμὸς ὀργιάζει διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς πανθρησκείας τοῦ ἀντιχρίστου, ἡ Κοινωνία παραπαίει, ἡ οἰκογένεια ταράσσεται καὶ συγκλονίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς τρομακτικοὺς κινδύνους ἀντιμετωπίζει ἀπαρηγορήτους θλίψεις.
Οἱ Ζηλωταὶ Ἁγιορεῖται Πατέρες ἐκδίδουν τὸ μικρὸν φυλλάδιον αὐτὸ διὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφοὺς νὰ αὐτοεξετάσουν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμον καὶ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ τῶν Θείων Μυστηρίων νὰ ἐξαγνίσουν τὴν ψυχήν τους καὶ θὰ τοὺς χαρίσῃ ὁ Κύριος τὴν αἰώνιον Ζωήν.
--------------------------------------------
Πρὸς πάντα ἄνθρωπον, Κληρικὸν καὶ λαϊκόν, μικρόν τε καὶ μεγάλον, παῖδας καὶ παιδίσκας.
Διὰ νὰ γνωρίσῃς, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὸν ἑαυτόν σου, πρέπει νὰ ἐξετάσῃς ὅσον τὸ δυνατὸν ἀκριβέστερον τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα διέπραξες καθ᾿ ὅλον τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἔζησες ἐν ἀμελείᾳ καὶ ἀδιαφορίᾳ εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁμαρτίας· ἀκόμη δὲ νὰ ἐξετάσῃς καὶ τὰ πάθη, τὰς κακίας, τὰς κλίσεις, καὶ τὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἡ ἁμαρτία ἔχει μορφώσει εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει δέσει τὸν νοῦν σου καὶ τὴν καρδίαν σου καὶ τὸ σῶμά σου. Ἐπίσης νὰ ἐξετάσῃς καὶ ὅλους τοὺς λογισμοὺς καὶ σκέψεις σου, αἱ ὁποῖαι ἐσωτερικῶς σὲ παρακινοῦν εἰς τὸ κακὸν μέχρι καὶ τῶν ἐλαχιστοτάτων.
Διὰ νὰ εὐκολυνθῇς δέ, ἀγαπητέ μου ἀναγνώστα, εἰς τὴν αὐτοεξέτασιν ταύτην, σοὶ γράφω, ὅσα καὶ ἐγὼ παρὰ τοῦ πνευματικοῦ ἐδιδάχθην καὶ παρακαλῶ ἀναγίνωσκε συνεχῶς καὶ μετὰ προσοχῆς ταῦτα μελέτα, καὶ τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος θὰ γνωρίσῃς ἀκριβῶς τὸν ἑαυτόν σου, θὰ διορθώσῃς εὐκόλως τὰ ἐλαττώματά σου καὶ θὰ βαδίσῃς ἀνδρείως καὶ εὐσταλῶς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς.
Ἐξέτασον ἀγαπητέ, τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου. Ἐπειδὴ εἰς τὰς μεγάλας καὶ δυσκόλους πράξεις, πρέπει νὰ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος καὶ μίαν μεγάλην ἐπιθυμίαν καὶ οὕτως ἀποβαίνει εὐτυχὲς τὸ τέλος τῶν πράξεών του· διότι ἄλλως δὲν νικᾷ ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐμπόδια, τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται εἰς αὐτὸν εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὸν σκοπόν, τὸν ὁποῖον ἐπιθυμεῖ.
Ἐξέτασον λοιπὸν τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἔχεις διὰ τὴν σωτηρίαν σου, πρῶτον ἐὰν εἶναι τόσον ἰσχυρὰ ὥστε νὰ σὲ παρακινῇ εἰς τὰ καλὰ ἔργα· δεύτερον ἐὰν εἶναι θερμὴ καὶ ὑπερβολική· διότι ἀληθῶς εἶναι ἐντροπὴ μεγάλη, νὰ ἐπιθυμῇς μὲν μὲ τόσην ἀδιαφορίαν καὶ ψυχρότητα τὸ αἰώνιον ἔργον τῆς σωτηρίας σου, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀναγκαιότερον ὅλων τῶν ἄλλων· νὰ ἐπιθυμῇς δὲ ἀπ᾿ ἐναντίας μὲ τόσην θερμότητα τὰ προσωρινὰ καλά, τὰ ὁποῖα δὲν σοῦ χρησιμεύουν οὐδόλως· τρίτον ἐξέτασον ἐὰν ἡ ἑπιθυμία σου αὕτη εἶναι μόνη, δηλαδὴ ἐὰν ἐπιθυμῇς μόνην καὶ μόνην τὴν σωτηρίαν σου, ὅλα δὲ τὰ ἄλλα πράγματα, τόσον μόνον τὰ ἐπιθυμῇς, ὅσον συμβάλλουν εἰς τὴν σωτηρίαν σου· ὅσα δὲ εἶναι ἐναντία εἰς αὐτήν, τὰ μισῇς καὶ τὰ ἀποστρέφεσαι.
Ἐξέτασον ποῖα μέσα μεταχειρίζεσαι διὰ νὰ σωθῇς· ποῖα ἔργα προκοπῆς προσθέτεις, διὰ νὰ βάλῃς εἰς περισσοτέραν ἀσφάλειαν τὴν σωτηρίαν σου, καὶ ἐὰν φυλάττῃς ὅλα αὐτὰ εἰς τὸ μέλλον καὶ μάλιστα ὅταν εὑρίσκῃς δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ κάμνῃς τὸ καλόν, διὰ τὴν συνήθειαν, τὴν ὁποίαν ἔλαβες εἰς τὸ κακὸν ἢ ἐὰν συμπεραίνῃς τὸν καιρὸν διὰ νὰ κάμῃς τὰ καλά, περιμένων νὰ τὰ κάμῃς εἰς τὴν ὥραν τοῦ θανάτου σου, ἡ ὁποία εἶναι τόσον ἀβέβαιος καὶ ἔχει τόσα ἐμπόδια.
Ἐξέτασον εἰς ποίους κινδύνους εὑρίσκεσαι νὰ ἀπολέσῃς τὴν ψυχήν σου, ἐὰν καὶ πηγαίνῃς γυρεύοντας μόνος σου τὰς ἀφορμὰς τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐὰν σοὶ φαίνεται ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς ἀσφάλειαν, ὅταν εὑρίσκεσαι πολὺν καιρὸν εἰς καμμίαν θανάσιμον ἀμαρτίαν ἀνεξομολόγητος, ἐν ᾧ πρέπει νὰ τρέμῃς ὅλος, πηγαίνων καὶ μίαν μόνην φορὰν νὰ κοιμηθῇς ἀνεξομολόγητος μὲ αὐτὴν τὴν ἀθλίαν κατάστασιν.
Ἐξέτασον ἐὰν ἔχῃς καμμίαν γνώμην καὶ ἰδέαν ὅλως ἐναντίαν εἰς τὴν σωτηρίαν σου, καθὼς εἶναι, τὸ νὰ νομίζῃς ὅτι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθός, ἠμπορεῖς ὲσὺ νὰ ἁμαρτάνῃς χωρὶς φόβον καὶ ὅτι ἡ ἀγαθότης καὶ ὴ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἀφίνουν νὰ σὲ κολάσῃ. Ἢ καὶ ὅτι δύνασαι νὰ ζῇς κατὰ τὴν ὀρεξίν σου καὶ ἀρκεῖ μόνον, ἐὰν μετὰ ταῦτα έξομολογηθῇς. Καὶ ὅτι ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπον νὰ εἶναι ἁμαρτωλός, νὰ εἶναι ὅμως ταπεινός. Καὶ ὅτι πρέπει νὰ διασκεδάζῃς καὶ χαίρεις τώρα ὅτε εἶσαι νέος, καὶ ὕστερον μετανοεῖς καὶ σώζεσαι. Καὶ ἄλλας ἀκόμη παρομοίας γνώμας καὶ ἰδέας ἐναντίας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἑπομένως ἀπατηλὰς καὶ πεπλανημένας, τὰς ὁποίας σπείρει ὁ διάβολος, εἰς τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ τοὺς φέρῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν· ἐσὺ ὅμως πρέπει νὰ τὰς φοβῆσαι, καθὼς φοβεῖσαι καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον· διότι ἐὰν ἡ θέλησις μόνον διαφθαρῇ, δύναται ὁ νοῦς ὡς ἀνώτερος νὰ τὴν διορθώσῃ μὲ τὸν ὀρθὸν λογισμόν· ἀλλ᾿ ἐὰν διαφθαρῇ ὁ νοῦς, καὶ ἔχῃ τοιαύτας προλήψεις καὶ πλάνας, ποῖος πλέον θὰ εὑρεθῇ νὰ τὸν διορθώσῃ; ἢ ποία δύναται νὰ εἷναι ἡ θεραπεία του; «Εἰ τὸ φως τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον»; (Μτθ. γ´ 23).
Ἐξέτασον τὴν κατάστασιν τῶν παθῶν σου δηλαδὴ τὰς ἀτάκτους κινήσεις της αἰσθητικῆς σου ὀρέξεως, αἱ ὁποῖαι προξενοῦν κάθε κακὸν εἰς τὴν ψυχήν. Καὶ πρῶτον μὲν ἰδὲ ποῖα πάθη εὑρίσκονται εἰς σὲ καὶ ποίαν δύναμιν ἔχουν· δεύτερον δὲ ἐξέτασον ἐὰν εἶναι κανὲν πάθος ἐξ αὐτῶν, τὸ ὁποῖον νὰ σὲ κυριεύῃ καὶ ἕως πόσο σὲ κυριεύει· τρίτον δὲ ἐξέτασον εἰς ποίας ἁμαρτίας σὲ φέρει τόσον ἐκεῖνο τὸ πάθος, ὅσον καὶ τὰ ἄλλα· καὶ τέταρτον ἐρεύνησον ὁποίαν ἀντίστασιν καὶ πόλεμον κάμνεις εἰς αὐτὰ καὶ ποίαν γνώμην καὶ ἀπόφασιν ἔχεις διὰ νὰ νικήσῃς. Ὅθεν καὶ βάλλε ὅλην σου τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ἀγῶνα διὰ νὰ τὰ πολεμήσῃς καὶ νὰ τὰ νικήσῃς συνεργούσης τῆς θείας χάριτος, καὶ μάλιστα ἐκεῖνα τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα περισσότερον σὲ πολεμοῦν καὶ σὲ κυριεύουν.
Ἐξέτασον τὸν ἑαυτόν σου διὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα ἔχεις, μερικῶς. Ἐξέτασον ἐὰν λέγῃς ψεύματα εἴτε εἰς τὰς συζητήσεις καὶ συνομιλίας σου μὲ ἄλλους, εἴτε εἰς τὴν ἐξάσκησιν τοῦ ἔργου σου καὶ ἐπαγγέλματός σου· καὶ ἐὰν ἐπὶ πολὺν χρόνον ψεύδεσαι καὶ ἔγινε τοῦτο συνήθεια καὶ πάθος. Πρέπει νὰ γνωρίζῃς ὅτι τὸ ψεῦδος εἶναι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ἁμαρτημάτων, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας ἀποστρέφεται καὶ τιμωρεῖ ὡς γέννημα καὶ προϊὸν τοῦ διαβόλου (Ἰωάν. η´ 44). «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος (ψαλμ. ε´ 6).
Εἶναι ἀνάγκη νὰ προσέξῃς, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, εἰς τὸ ἁμάρτημα τοῦτο, διότι εἰς τὴν σημερινὴν κοινωνίαν ἔχει τόσον διαδοθῇ, ὥστε οἱ πολλοὶ δὲν τὸ θεωροῦν σοβαρόν, πολλάκις δὲ νομίζουν ὅτι εἶναι καὶ ὑποχρεωμένοι νὰ ψεύδωνται, διότι ἄλλως δὲν ἠμποροῦν νὰ ζήσουν! εἶναι ἐσφαλμένη καὶ ἀστήρικτος αὐτὴ ἡ ἰδέα.
Ἐπίσης ἐξέτασον ἐὰν τὸ πάθος τοῦ ψεύδους σὲ παρέσυρεν ὥστε νὰ φθάσῃς μέχρι διαβολῆς καὶ συκοφαντίας, ὁπότε ἡ ἐνοχή σου εἶναι πολὺ μεγαλυτέρα, διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει δὲν ἔβλαψες ἁπλῶς τὸ ὑλικὸν συμφέρον τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ὑπόληψίν του, τὸν ἐπλήγωσες ἢ καὶ τὸν ἐθανάτωσες ἠθικῶς.
Ἀκόμη δὲ βαρύτερον τοῦ ψεύδους ἁμάρτημα, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ προσέξῃς μήπως ὑπέπεσες, εἶναι ἡ ἐπιορκία καὶ ἡ ψευδορκία, δηλαδή, ἐὰν ἔδωκες ὑπόσχεσιν καὶ ὡρκίσθης ὅτι θὰ τηρήσῃς καὶ θὰ ἐκτελέσῃς αὐτήν· ἢ ἐὰν ὡρκίσθῃς διὰ νὰ βεβαιώσῃς τὴν ἀλήθειαν, εἴτε ἐνώπιον δικαστηρίου, εἴτε καὶ εἰς ἰδιωτικὴν συνομιλίαν καὶ ἐψεύσθης, ἐπικαλεσθεὶς ὡς μάρτυρα καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ὅτι θὰ εἴπῃς τὴν ἀλήθειαν. Φοβερόν, ἀδελφέ μου, τὸ ἁμάρτημα τοῦτο καὶ ἄξιον αἰωνίου καταδίκης· διότι τολμᾷ ἀναιδῶς καὶ ἀναισχύντως ὸ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον νὰ ψευσθῇ ἀλλὰ νὰ μεταχειρίζηται καὶ αὐτὸν τὸν Θεὸν εἰς βεβαίωσιν του ψεύδους του!
Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν κακῆς συνηθείας εἰς τὰς καθημερινὰς συζητήσεις σου κάμνῃς ὅρκους τυχαίους, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὅρκοι σου εἶναι ἀληθεῖς. Οἱ ὅρκοι αὐτοὶ ἀποδεικνύουν ἔλλειψιν σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀπαγορεύονται ὡρισμένως ὑπὸ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· «Οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἔξοδ.) «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως» (Ματθ. ε´ 34).
Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἐσυνήθισες νὰ λέγῃς λέξεις ἀπρεπεῖς, αἰσχράς, ὑβριστικάς, εἴτε χάριν ἀστειότητος, εἴτε διὰ νὰ ὑβρίσῃς καὶ ἐξευτελίσῃς ἄλλον διότι «αἰσχρότης καὶ μωρολογία ἢ εὐτραπελία» καὶ «πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. δ´ 29, ε´ 4). Ἐὰν ἐσυνήθισες νὰ κατακρίνῃς καὶ νὰ κατηγορῇς καὶ νὰ δυσφημῇς ἄλλους ἀπόντας, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀληθεῖς αἱ κατηγορίαι· εἶναι καὶ τοῦτο ἁμάρτημα· τόσον σοβαρὸν ὥστε ὁ Χριστὸς ἀπειλεῖ ὅτι θὰ κατακρίνῃ καὶ θὰ καταδικάσῃ τοὺς κρίνοντας μὲ τὴν αὐτὴν αὐστηρότητα, μὲ τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ κατέκρινον, καὶ κατεδίκαζον τοὺς ἄλλους. «Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνεται, κριθήσεσθαι· καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ζ´ 1).
Ἐξέτασον ἀκόμη ἐὰν ἔφθασες εἰς τὸ θλιβερὸν ἐκεῖνο σημεῖον νὰ ὑβρίσῃς καὶ νὰ βλασφημήσῃς ἔστω καὶ μίαν φοράν, τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἢ τὰ ἱερὰ καὶ θεῖα γενικῶς, ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἐκφράσῃς δυσαρέσκειαν καὶ ἀγανάκτησιν κατὰ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ!
Τὸ ἁμάρτημα τοῦτο, ἀδελφέ μου, εἶναι ἀπὸ τὰ ἀπαισιώτερα καὶ φρικτότερα· εἶναι ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον μολύνει καὶ δηλητηριάζει καὶ γλῶσσαν καὶ ψυχὴν διότι τολμᾷ ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑβρίσῃ τὸν δημιουργόν του, τὸν εὐεργέτην του, τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου παρίστανται μὲ φόβον καὶ τρόμον οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι καὶ πᾶσαι αἱ οὺράνιαι δυνάμεις.
Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἔχῃς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ὀργῆς, ἐὰν εἷσαι εὐερέθιστος καὶ παράφορος καὶ ἕτοιμος εἰς φιλονεικίας καὶ ταραχὰς καὶ μάχας· ἐρεύνησον ἐὰν καὶ μὲ μικρὰς αἰτίας ὀργίζεσαι καὶ ταράσσεσαι ἐσωτερικῶς, καὶ ἕως πόσον, ἐὰν διαφυλάττῃς πολὺν καιρὸν αὐτὸν τὸν θυμόν, καὶ ἐὰν κρατῇς πολὺν καιρὸν τὴν ἐνθύμησιν τῶν ἀδικιῶν, τὰς ὁποίας νομίζεις ὅτι σοὶ ἔκαμαν. Ἐὰν ἐκτύπησες καὶ ἐπλήγωσες ἢ ὁπωσδήποτε ἔβλαψες ἄλλον, εἴτε ἐκ θυμοῦ σφοδροῦ, εἴτε ἐξ ἐκδικήσεως· ἐὰν μετέδωκες εἰς ἄλλους εἴτε ἀπὸ ἀμέλειαν εἴτε ἀπὸ κακὴν πρόθεσιν ἢ ἀσθένειαν κολλητικήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔπασχες· πολὺ δὲ περισσότερον ἐὰν διέπραξες τὸ ἔγκλημα τοῦ φόνου· δηλαδὴ ἐὰν ἐθανάτωσες ἄνθρωπον εἴτε μὲ ὅπλον φονικόν, εἴτε μὲ δηλητήριον, εἴτε μὲ οἰονδήποτε ἄλλο μέσον ἀφήρεσες ζωὴν ἀνθρώπου. Εἰς τοὺς τοιούτους φονεῖς καὶ ἐγκληματίας ὑπάγονται καὶ αἱ μητέρες, αἱ ὁποῖαι κάμνουν ἐκτρώσεις, δηλαδὴ φονεύουν καὶ ἀποβάλλουν βιαίως τὸ ἔμβρυον, τὸ ὁποῖον ἔχουν εἰς τὴν κοιλίαν των· ἐπίσης καὶ οἱ γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκθέτουν εἰς τοὺς δρόμους ἢ ὁπωσδήποτε ἐγκαταλείπουν τὰ νήπια, τέκνα των. Ὡσαύτως ἐγκληματοῦν οἱ γονεῖς ἐκεῖνοι, οἱ όποῖοι ἀποφεύγουν τὴν γέννησιν τέκνων, μεταχειριζόμενοι φάρμακα ἢ μέσα στειρωτικὰ καὶ ἐμποδίζοντα τὴν τεκνογονίαν.
Ἐξέτασον ἐπίσης τὸν ἑαυτόν σου, ἐὰν ἐσκανδάλισες ἄλλον εἴτε μὲ λόγια ἀπρεπῆ καὶ ἀσεβῆ, ἢ παρεκίνησες διὰ τοῦ παραδείγματός σου, διὰ τοῦ ἀσέμνου καὶ ἁμαρτωλοῦ τρόπου σου καὶ τῆς σκανδαλώδους ἐνδυμασίας καὶ συμπεριφορᾶς σου εἰς ἁμαρτίαν καὶ οὕτω συνετέλεσες εἰς τὴν καταστροφὴν καὶ τὴν ψυχικὴν ἀπώλειαν τοῦ ἄλλου.
Ἐξέτασον ἐὰν καταλύῃς τὰς νηστείας χωρὶς ἀσθένειαν καὶ ἀνάγκην σοβαράν, ἀλλ᾿ ἐξ ἀδιαφορίας καὶ περιφρονήσεως πρὸς αὐτὰς καὶ ἐκ λαιμαργίας καὶ κοιλιοδουλείας.
Ἁμαρτήματα δὲ ἐπίσης σοβαρά, εἰς τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐξετάσῃς τὸν ἑαυτόν σου διὰ νὰ ἵδῃς μήπως εὑρέθης ἔνοχος, εἶναι ἡ μέθη, αἱ ἁμαρτωλαὶ διασκεδάσεις, ἡ χαρτοπαιξία, ἡ ἀπασχόλησις εἰς ἀναγνώσματα καὶ θεάματα αἰσχρὰ καὶ ἀνήθικα, εἰς χοροὺς ἀσέμνους καὶ ἀνηθίκους καὶ γενικῶς εἰς πράξεις της ἀσωτείας· «Τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί; οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις; οὐχὶ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι γίνονται;» (Παροιμ. κγ´ 30).
Ἐρεύνησον ἀκόμη, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, ἐὰν ὑπέπεσες εἰς τὰ ἁμαρτήματα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, τῆς πορνείας, καὶ τὰς ἄλλας ποικίλας καὶ ἀκατονομάστους πράξεις. Ἤξευρε ὅμως ὅτι τὰ αἰσχρὰ ἔργα τῆς σαρκὸς δὲν χρειάζονται ἔρευναν, ἀλλὰ μετάνοιαν· διότι εἶναι πολὺ φανερὰ ἀφ᾿ ἑαυτῶν μὲ τὴν δυσωδίαν των, καὶ διότι καὶ μόνη ἡ ἐνθύμησίς των βλάπτει τὴν ψυχήν.
Πρέπει νὰ ἐξετάσῃς, ἀδελφέ, καὶ καθήκοντα ὡρισμένα, τὰ ὁποῖα ὅταν παραβαίνῃ καὶ δὲν τηρῇ ὁ χριστιανός, διαπράττει ἁμαρτίαν καὶ γίνεται ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ ἐὰν δὲν πηγαίνῃς τακτικὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς· ἐὰν παραλείπῃς τὸ καθῆκον τῆς προσευχῆς τῆς καθημερινῆς· ἐὰν δὲν ἀργῇς τὴν Κυριακήν, ἀλλὰ καταγίνεσαι εἰς ἐργασίας περιφρονῶν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει νὰ παύωμεν πᾶσαν ἐργασίαν βιοποριστικήν, καὶ νὰ ἀφιερώνωμεν τὴν Κυριακὴν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὰ ἔργα της πρὸς τὸν πλησίον βοηθείας καὶ ἀγάπης.
Ἐπίσης ἐξέτασον ἐὰν παρέβης τὸ καθῆκον τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ ἠσέβησες πρὸς αὐτοὺς μὲ ὕβρεις ἢ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπον τοὺς ἐλύπησες καὶ τοὺς ἐπίκρανες· ἀκόμη δὲ ἐὰν δὲν τιμᾷς τοὺς πνευματικούς σου πατέρας, τοὺς διδασκάλους σου, τοὺς προϊσταμένους σου καὶ τοὺς εὐεργέτας σου.
Ἐξέτασον ἐπίσης ἐὰν ἀπεμακρύνθης ἀπὸ τὴν πίστιν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἠκολούθησες διδασκαλίας καὶ πλάνας αἱρετικῶν (καὶ σχισματικῶν)· ἐὰν ἐξώκειλες εἰς ἀπιστίαν· ἐὰν κατέφυγες εἰς μαντείας (δηλαδὴ κλήδονας, χειρομαντείαν, χαρτομαντείαν (ρίξιμον τῶν χαρτιῶν), ὀνειροσκοπείαν τῶν ὀνειροκριτῶν, οἰωνοσκοπείαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πλάτην τοῦ ἀρνιοῦ ἢ τὴν καρέναν τῆς κότας, ἀπὸ τὴν λαλιὰν πουλιῶν ἢ ἀπὸ ἄλλα σημεῖα) καὶ εἰς γοητείας, ἐπίσης ἐὰν κατέφυγες εἰς τὸν πνευματισμὸν καὶ ὑπνωτισμὸν καὶ πιστεύῃς καὶ ἀσχολῆσαι εἰς τὰ ἔργα ταῦτα. Πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ἀγαπητέ, ὅτι εἰς ὅλα τὰ ἔργα ταῦτα ἐνεργοῦν αἱ πονηραὶ δυνάμεις, ἐνεργεῖ ὁ σατανᾶς. Διὰ τὰ ἔργα ταῦτα τῆς μαντείας καὶ τῆς μαγείας ἡ στ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (κανὼν ξα´) ἐπιβάλλει βαρύτιμα ἐπιτίμια, καθὼς καὶ πάντες οἱ κατὰ μέρος Πατέρες διότι ὅσοι ἐνεργοῦν ἢ συμβουλεύονται αὐτά, προσκυνοῦν αὐτὸν τὸν σατανᾶν.
Ἐξέτασον μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ ἕνεκα τούτου ἀνησυχεῖς διὰ τὴν συντήρησίν σου καὶ διὰ τὸ μέλλον σου γενικῶς, καὶ δὲν ἐμπιστεύεσαι εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπόσχεται διὰ πολλῶν βεβαιώσεων, ὅτι προνοεῖ πατρικῶς καὶ ἐνδιαφέρεται δι᾿ ἕκαστον ἄνθρωπον, ἰδιαιτέρως δὲ δι᾿ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καταφεύγουν εἰς αὐτὸν μὲ μετάνοιαν καὶ πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν.
Ἐπίσης ἐξέτασον μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὴν ἀνυπομονησίαν, ἕνεκα τῆς ὁποίας ταράσσεσαι καὶ ἀγανακτεῖς καὶ γογγύζεις κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁσάκις θλίψεις καὶ δοκιμασίαι σὲ συναντοῦν εἰς τὴν ζωήν σου. Μήπως ἀπελπίζεσαι καὶ ἔρχεσαι εἰς ἀπόγνωσιν διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς σου. Γνώριζε, ἀδελφέ μου, ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν μας ὁ Θεὸς παρέδωκεν εἰς θάνατον καὶ αὐτὸν τὸν Υἱόν του καὶ διὰ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ σώζονται πάντες οἱ μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί.
Ἐξέτασον ἐπίσης μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀσυμπαθείας καὶ ἀδιαφορίας καὶ ἀσπλαγχνίας πρὸς τὰς ἀνάγκας καὶ τὴν δυστυχίαν τοῦ πλησίον. Μήπως κρατεῖς μνησικακίαν καὶ μῖσος εἰς τὴν ψυχήν σου κατὰ παντός, ὅστις σὲ ἔβλαψε καὶ δὲν θέλεις νὰ τὸν συγχωρήσῃς.
Ἐξέτασον ὡσαύτως ἐὰν ἔχῃς τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ πλεονεξίας, ἕνεκα τῶν ὁποίων ἔχεις προσκεκολλημένην τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν σου εἰς τὸν μαμμωνᾶν, δηλαδὴ εἰς τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ὑλικὰ πράγματα· ἢ ἐὰν φροντίζῃς μὲ κάθε μέσον, δηλαδὴ λέγῃς ψεύματα, κάμνῃς ὅρκους, καταφρονῇς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δυναστεύῃς τοὺς πτωχούς, μάχεσαι καὶ φιλονεικῇς νὰ κερδίζῃς ἀχόρταστα καὶ νὰ πολλαπλασιάζῃς τὴν περιουσίαν σου. «Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. στ´ 10) «... τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία» (Κολοσ. γ´ 5). Ἐὰν λυπῆσαι ὑπερβολικά, ὅταν χάσῃς κάτι ἰδικόν σου ἢ ὅταν ζημιωθῇς, ἐὰν ἀναβάλλῃς τὸν καιρὸν εἰς τὸ νὰ δώσῃς τὸ ξένον πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχεις εἰς χεῖράς σου ἢ τὸ χρέος σου ἢ τὸν μισθὸν τῶν μισθωτῶν σου· ἐὰν δὲν δίδῃς ἐλεημοσύνην καθὼς πρέπει καὶ πλουσιοπαρόχως (δυνατοῦ σου ὄντος νὰ δίδῃς), ἀλλὰ φειδομένως.
Τέλος ἐξέτασον ἀκριβῶς μήπως κατέχεσαι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ ὑπερηφανίας καὶ διὰ τοῦτο σκέπτεσαι καὶ φροντίζεις νὰ ἐπιδεικνύεσαι πάντοτε, εἴτε μὲ λόγια, εἴτε μὲ τὴν θέσιν σου καὶ τὸ ἀξίωμά σου, εἴτε μὲ τὰ ἐνδύματά σου τὰ πολυτελῆ καὶ τὰ κοσμήματά σου, εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπον προσπαθεῖς νὰ ἑλκύῃς τὸν ἔπαινον καὶ τὸν θαυμασμὸν τῶν ἄλλων· ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ ἀρέσῃς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ νὰ ἐπαινῆσαι ὑπ᾿ αὐτῶν, ἢ νὰ ἐξουσιάζῃς ἄλλους καὶ ἐὰν ὅλα σου τὰ ἔργα τὰ κάμνῃς διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν· ἐὰν σκέπτεσαι διὰ τὸν ἑαυτόν σου μεγάλα πράγματα ἢ ὅτι εἶσαι ἐνάρετος καὶ καλός· ἐὰν εἶσαι αὐθάδης εἰς τὴν γνώμην σου καὶ δὲν θέλῃς νὰ ὑπακούσῃς εἰς τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα εἰς τοὺς προεστῶτας· ἐὰν καταφρονῇς τοὺς ἄλλους ἢ μικροτέρους ἢ ἴσους ἢ καὶ μεγαλυτέρους σου.
Τὰ πάθη αὐτά, ἀγαπητέ, εἷναι ἱκανὰ νὰ έξαναγκάσουν τὸν ἄνθρωπον ὥστε νὰ συμμορφώνεται καὶ νὰ ἀκολουθῇ πᾶσαν ματαίαν καὶ ἁμαρτωλὴν ἀπαίτησιν τοῦ κόσμου, ἔτι δὲ καὶ νὰ τὸν σπρώξουν εἰς τὰ μεγαλύτερα ἐγκλήματα.
Ἐξέτασον ἀκόμη μήπως κυριεύεσαι ἀπὸ τὸν ἐγωισμόν, καὶ θέλεις πάντοτε καὶ πανταχοῦ ὅλοι καὶ ὅλα νὰ ὑποτάσσωνται καὶ νὰ δουλεύουν εἰς τὸ ἰδικόν σου ἐγώ.
Τὸ πάθος τοῦτο, ἀδελφέ μου, ἡ ρίζα, ἀπὸ τὴν ὁποίαν φυτρώνουν ὅλοι οἱ κλάδοι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πηγάζουν ὅλα τὰ δηλητήρια της ἁμαρτίας, τὰ ὁποῖα καταστρέφουν σῶμα καὶ ψυχὴν καὶ ἑτοιμάζουν τὴν αἰωνίαν καταδίκην.
Λοιπόν, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, γνῶθι σαὐτὸν ἐκ τῆς ἐξετάσεως ταύτης· γνώρισον ὅλα τὰ πάθη, εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκεσαι· διὰ τῆς ἐρεύνης ταύτης ἀνακάλυψον τὰ ἐλαττώματά σου καὶ βδελύξου αὐτὰ ὰπὸ καρδίας καὶ μίσησον αὐτὰ καὶ ὅσον δύνασαι ἀγωνίζου διὰ νὰ τὰ πολεμῇς καὶ νὰ τὰ νεκρώνῃς, καθὼς ὁ θεῖος Παῦλος λέγει· «οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ, τὴν σάρκα ἐσταύρωσον σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. ε´ 24). Ξερίζωσον τὰς ρίζας τῆς ἁμαρτίας καὶ φύτευσον τὰ φυτὰ καὶ τὰ ἄνθη τῶν ἀρετῶν· «Νοῦς πνευματικὴν γνῶσιν πεπωκώς, τελείως καθαίρεται. Ἀγάπη δέ, τὰ φλεγμαίνοντα μόρια τοῦ θυμοῦ θεραπεύει, ἐπιθυμίας δ᾽ ἐπιῤῥεούσας ἵστησιν ἐγκράτεια» (ὅσιος Σεραπίων).
Ἐπειδὴ ὅμως νικητὴς καὶ νεκρωτὴς τοῦ κόσμου παθῶν ἐστάθη μόνος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου του· «ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. ις´ 33)· πρόστρεχε, ἀδελφέ, καθημερινῶς εἰς τὸν γλυκύτατόν μας Ἰησοῦν καὶ εἰς τὸν σταυρόν του καὶ φώναζε τὸ παμπόθητον ὄνομά του, λέγων μέσα εἰς τὸν νοῦν σου μὲ ὅλην τὴν ἀγάπην καὶ θερμότητα· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Παρακάλει αὐτὸν νὰ ἰατρεύσῃ τὰ πάθη σου διὰ τῶν Παθῶν του· καὶ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ του νὰ σταυρώσῃ τὴν σάρκα καὶ τὰς ἐπιθυμίας σου, διὰ νὰ δύνασαι νὰ λέγῃς καὶ σὺ μετὰ παῤῥησίας ἐκεῖνο τὸ τοῦ Παύλου· «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· δι᾿ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται, κἀγὼ τῷ κόσμῳ...» (Γαλ. στ´ 14).
ΤΕΛΟΣ καὶ τῷ Θεῷ δόξα.
----------------------------
Τὸ φυλλάδιον αὐτὸ εἶναι εἰλημένον ἀπὸ χειρογράφους Κώδικας τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔχει δημοσιευθῆ εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», ἐπανεξεδόθη ἐν Ἀθήναις τὸ ἔτος 1948 ὑπὸ τοῦ Μοναχοῦ Θεοδοσίου, καὶ νῦν ἐν ψηφιακῇ μορφῇ.
ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου