Στους νέους , και ειδικά στους διανοούμενους
, προτείνω στη συνέχεια, κατά την εξομολόγηση, ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει
πέντε σημεία:
α ) παρακολούθηση των ιερών
ακολουθιών,
β) προσευχή πρωί και βράδυ,
γ) ανάγνωση δύο κεφαλαίων της
Καινής διαθήκης καθημερινά,
δ ) επανάληψη όλο και πιο συχνά
και πιο έντονα της προσευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησόν με τον
αμαρτωλόν» και
ε) τήρηση νηστειών.
Θα ήθελα να αναλύσουμε
ξεχωριστά κάθε σημείο αυτού του προγράμματος:
α ) Φυσικό θα ήταν όσοι εξομολογούνται
να παρουσιάζουν μόνοι τους τον εαυτό τους με την αμαρτωλότητά του και να
εξομολογούνται τα αμαρτήματά τους. Όμως κάτι τέτοιο συμβαίνει σπάνια. Οι
περισσότεροι από αυτούς που έρχονται στην εξομολόγηση περιμένουν να ερωτηθούν
και αυτό το κάνουν και μερικοί που εξομολογήθηκαν ήδη αρκετές φορές. Μάλιστα
πριν αρχίσουν να εξομολογούνται κάποιο αμάρτημα , συνηθίζω να ρωτώ στην αρχή
ποιο είναι το βαπτιστικό όνομα αυτού που προσέρχεται. Έπειτα ρωτώ ποια είναι η
ηλικία, η κοινωνική, οικογενειακή και επαγγελματική του κατάσταση. Ακολούθως
πότε εξομολογήθηκαν για τελευταία φορά , αν είχαν κάποιο επιτίμιο και αν το
εκπλήρωσαν. Μετά από αυτά η πρώτη πιο ειδική ερώτηση είναι: «Πηγαίνεις στην
εκκλησία;». Από την απάντηση που θα λάβω εξαρτάται η συνέχεια της εξομολόγησης.
Στην περίπτωση κατά την οποία ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν πάτησε το πόδι του
στην εκκλησία για μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει εύλογη αιτία
(αρρώστια, εργασιακός περιορισμός ) τότε του λέω με αποφασιστικό τόνο: «Αν
θέλεις να πεις τίποτε άλλο, εγώ θα σε ακούσω. Όμως να ξέρεις ότι εγώ δε δίνω άφεση
αμαρτιών σ’ αυτούς που δεν συμμετέχουν στις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας και
ιδιαίτερα στη θεία λειτουργία». Μπροστά σε αυτή τη στάση οι άνθρωποι συνειδητοποιούν
ότι χωρίς να πηγαίνεις στην Εκκλησία δεν μπορείς να φτάσεις στη συγχώρηση των
αμαρτημάτων και βέβαια αυτό θα το εφαρμόσουν, όχι μονάχα για μερικούς μήνες
αλλά για ολόκληρη τη ζωή τους, όσο ο κάθε χριστιανός είναι υγιής και έχει
δυνάμεις.
Αποδίδω μεγάλη σημασία στο να
πηγαίνουν οι άνθρωποι στην εκκλησία, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εκκλησία
ιερών ακολουθιών , είναι εκκλησία της θείας λειτουργίας, εκκλησία που δοξολογεί
το Θεό με τους ιερείς και τη μεσολάβηση της ιεροσύνης.
Θεωρώ ότι δεν μπορεί κάποιος να
είναι ορθόδοξος, ν’ ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία , χωρίς να συμμετέχει στις
ιερές ακολουθίες, στη θεία λειτουργία , χωρίς να έχει σχέση με το Θεό δια της
μεσιτείας των ιερέων. Όλα αυτά είναι ουσιώδη χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας και
απαρτίζουν αυτό το ιδιαίτερο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ορθόδοξος χριστιανός
μέσα στη θεία λειτουργία εικονίζει τα χερουβείμ∙ «προσάδει» τον τρισάγιο ύμνο
στην Παναγία Τριάδα∙ ψάλλει «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ» μαζί με τους
αγγέλους∙ ακούει το θείο λόγο δια του Ιερού Ευαγγελίου (το Ευαγγέλιο είναι «ο
Χριστός εν τω μέσω ημών»)∙ κοινωνεί ουράνιων ευλογιών∙ ζει στη γη στιγμές της βασιλείας
του Θεού∙ διακονεί τον Θεό στον ουρανό ή από δω από τη γη (αυτό είναι η
εκκλησία, τόπος προσκύνησης αγιασμένος ειδικά για τα πράγματα του Θεού, σύμφωνα
με τα λόγια: «Ἐν τῷ Ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν,
Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε, …» ). Οι χριστιανοί μας πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους
ότι στις ιερές ακολουθίες όλοι «ιερουργούμε», ο καθένας κατά το μέτρο της διακονίας
που βρίσκεται. Με άλλα λόγια, στις ιερές ακολουθίες – επομένως και στη θεία
λειτουργία- δεν ιερουργεί μόνος του ο ιερέας, αλλά ο ιερέας ιερουργεί μαζί με
όλους τους παρόντες και ακόμη μαζί και με τις μακάριες ουράνιες δυνάμεις. Και
τούτο, γιατί δεν μπορεί να γίνει θεία λειτουργία χωρίς την παρουσία των
χριστιανών, αφού και αυτοί έχουν αγιαστική αποστολή. Αυτό φαίνεται από το ότι ο
καθιερωμένος ιερουργός τους καλεί να επιτελέσουν αυτό το έργο τους με τα λόγια:
«Ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων Δώρων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», «Ὑπέρ τῶν προσκομισθέντων
καὶ ἁγιασθέντων τιμίων δώρων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Έτσι έχουν τα πράγματα. Οι
χριστιανοί που έχουν ασθενική πίστη, δε συμμετέχουν στη θεία λειτουργία και δεν
εκπληρώνουν κάποιες βασικές και ουσιαστικές πνευματικές υποχρεώσεις δεν μπορούν
ν’ αξιωθούν των δωρεών του Θεού. Εξαιρούνται μόνο όσοι είναι ασθενείς και
ανήμποροί των οποίων η ελευθερία είναι περιορισμένη και δεν μπορούν να
ενεργήσουν από μόνοι τους. Γι’ αυτό λοιπόν ζητώ επίμονα και αμετάκλητα τη συμμετοχή
των χριστιανών στις ιερές ακολουθίες. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση δε δίνω άφεση
των αμαρτημάτων.
Δε διαβάζω συγχωρητική ευχή
επίσης και στην περίπτωση που η απόφαση είναι αβαθής, τυπική. Αλλά επιμένω να
είναι πραγματική, αληθινή, συνεχής για όλο το διάστημα που ορίστηκε για την
κάθε περίπτωση, γνωρίζοντας καλά ότι ο άνθρωπος δεν είναι μια στατική ύπαρξη,
ώστε να μπορεί κανείς να χειρίζεται τον καθένα με χειρισμούς καλουπωμένους.
β) Τον κανόνα της πρωινής και βραδινής
προσευχής τον θεωρώ απόλυτα αναγκαίο, καθόσον η πίστη στο Θεό πρέπει να
υλοποιηθεί με κάτι συγκεκριμένο. Από την άλλη πλευρά είναι δυνατόν να λεχθεί
ότι αυτός που δεν προσεύχεται στο Θεό, το κατά δύναμιν, μπορεί να λεχθεί ότι
είναι χωρίς Θεό. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει καμία ιδέα τόσο ποικίλη μέσα στο
ανθρώπινο μυαλό , όσο η ιδέα του Θεού. Αλλά επίσης είναι αλήθεια ότι υπάρχει
πολύ μεγάλη έλλειψη αφοσίωσης προς τον Θεό. Πέρασαν από μπροστά μου αρκετοί
άνθρωποι σαν αυτούς που δηλώνουν ότι είναι πιστοί μόνο και μόνο γιατί τυπικά
δεν αρνήθηκαν τον Θεό. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητη μία έμπρακτη και
εσωτερική προσήλωση με πρωινή και βραδινή προσευχή καθώς και προσευχή πριν και
μετά το φαγητό.
γ) Καθημερινή ανάγνωση της
Καινής Διαθήκης
Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν
να βρίσκεσαι σε σχέση με το Θεό, χωρίς να γνωρίζεις κάτι συγκεκριμένο για το
Θεό, πιστεύω ότι έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζεις την Καινή Διαθήκη. Γι’ αυτό,
σ’ αυτούς που εμπιστεύονται την καθοδήγησή τους σ’ εμένα- όσο αυτό είναι
δυνατόν- τους ορίζω ως κανόνα να διαβάζουν δυο κεφάλαια από την Καινή Διαθήκη,
αρχίζοντας από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, συνεχίζοντας με το κατά Μάρκον και
στη συνέχεια τα άλλα δύο, επιμένοντας γι’ αρχή να διαβάσουν από τρεις φορές το
καθένα. Μετά από αυτό να περάσουν στην
ανάγνωση και των υπόλοιπων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, με την υποχρέωση
να διαβαστεί κάθε βιβλίο τρεις φορές και μετά να περάσουν στο επόμενο. Μετά την
ανάγνωση ολόκληρης της Καινής Διαθήκης, ο πιστός μπορεί να διαβάσει δύο
κεφάλαια στη σειρά χωρίς πλέον να υπολογίζει πόσες φορές ή ποια φορά είναι που
διαβάζει την Καινή Διαθήκη.
Αυτό το έργο δε γίνεται για το
θεαθήναι ή για κάποια ανταμοιβή , αλλά για πνευματική ωφέλεια, για να
μπορέσουμε να κοσμήσουμε το νου και να θρέψουμε την καρδιά με τα αιώνια λόγια
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και των εκλεκτών Του, γνωρίζοντας καλά ότι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ
λόγοι μου οὐ παρελεύσονται». Συμφωνώ να αναγνωστούν και κομμάτια της
Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαίτερα οι Προφήτες και τα βιβλία της σοφιολογικής
γραμματείας, αλλά βέβαια κατ’ επιλογήν και με καθοδήγηση, όχι τυχαία και κατά
σειράν, όπως στην Καινή Διαθήκη. Και όχι βέβαια σε αντικατάστασή της, γιατί η
Καινή Διαθήκη παραμένει σε πρώτη θέση για τη σωτηρία του κόσμου…
(συνεχίζεται)
Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος
Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος
Καραϊσαρίδης
Εκδόσεις ΑΘΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου