Την περίοδο 6-9 Μαρτίου ε.έ. πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη η
Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ακολούθησε η
πανηγυρική θεία Λειτουργία κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας, κατά την
οποία διαβάσθηκε το μήνυμα της Συνάξεως αυτής που αναφέρεται και σε
σύγχρονα γεγονότα που δημιουργούν προβλήματα στις Χώρες και τους
ανθρώπους. Στην θεία Λειτουργία δεν παρευρέθηκαν οι εκπρόσωποι του
τρίτου κατά σειρά Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Δεν γνωρίζω επακριβώς τα όσα έγιναν και συζητήθηκαν κατά τις Συνεδριάσεις, αλλά ενημερώθηκα, όπως όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Ελπίζω δε ότι κάποια στιγμή θα γίνη ενημέρωση και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε ως υπεύθυνοι Αρχιερείς να έχουμε ασφαλή γνώση σε τέτοια σοβαρά ζητήματα που άπτονται της ζωής της Εκκλησίας μας.
Παρά την ελλιπή, προς το παρόν, γνώση θα καταγραφούν μερικές σκέψεις μου πάνω στα σοβαρά αυτά ζητήματα, από τα κείμενα που διάβασα.
1. Η θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
Η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποφάσισε την συγκρότηση Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, η οποία θα αποτελήται από έναν Επίσκοπο και έναν σύμβουλο από κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που θα έχη την ευθύνη να ετοιμάση τα θέματα που θα συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης, η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών διήρεσε καθ’ ομάδες τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από τα οποία άλλα έχουν ετοιμασθή από τις Προσυνοδικές Πανορθοδόξους Διασκέψεις και άλλα ετοιμάζονται ή θα ετοιμασθούν. Συγκεκριμένα:
Από την Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή θα αναθεωρηθούν τα κείμενα για τα θέματα:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Οικουμενική κίνηση», «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην προώθηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και την εξαφάνιση των φυλετικών και άλλων διακρίσεων».
Από την ίδια Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή θα γίνη επιμέλεια, εφ’ όσον χρειασθή, των κειμένων που ήδη έχουν υιοθετηθή: «Το ζήτημα του κοινού Ημερολογίου», «Τα κωλύματα του γάμου» και «Η σπουδαιότητα της νηστείας και η τήρησή της σήμερα».
Η Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που θα συγκληθή το 2015, θα μελετήση το κείμενο που υιοθετήθηκε από προηγούμενη Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, με θέμα: «Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεώς του».
Επίσης, διατυπώθηκε η ευχή, στο προπαρασκευαστικό στάδιο να συζητηθούν δύο θέματα, για τα οποία μέχρι τώρα δεν επήλθε συμφωνία, ήτοι: «Το Αυτοκέφαλον στην Ορθόδοξη Εκκλησία κι ο τρόπος ανακηρύξεώς του» και «Τα Δύπτυχα». Εάν υπάρξη ομοφωνία, θα παραπεμφθούν και αυτά στην Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη του 2015 και στην συνέχεια στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Παρατηρώντας τον αριθμό των θεμάτων βλέπουμε ότι είναι επτά (7), που ετοιμάσθηκαν και θα ετοιμασθούν και θα επεξεργασθούν από Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, και δύο (2) που διατυπώνεται η ευχή να προετοιμασθούν, δηλαδή συνολικά εννέα (9) θέματα. Επειδή λέγεται ότι τα θέματα είναι δέκα (10) τον αριθμό, υποτίθεται ότι ως δέκατο θα είναι το θέμα της Διασποράς, για την οποία επιτεύχθηκε μία συμφωνία με τις συσταθείσες Επισκοπικές Συνελεύσεις.
Τα κείμενα τα οποία ετοιμάσθηκαν από δεκαετίες, πριν τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις είναι άγνωστα στους περισσοτέρους Αρχιερείς, και σε μένα, παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους. Είναι ευνόητον ότι τα κείμενα αυτά πρέπει, οπωσδήποτε, να τεθούν υπ’ όψη τουλάχιστον των Μητροπολιτών, οι οποίοι έχουν ευθύνη για την ψηφοφορία. Ιδιαιτέρως, πρέπει να προσεχθή η θεολογική προοπτική τους.
Ελπίζω ότι κατά την επεξεργασία του θέματος της σχέσης Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό Χριστιανικό κόσμο θα γίνη λόγος για το analogia entis και το analogia fidei, που είναι από τις βασικές διαφορές στον τρόπο θεολογήσεως μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Χριστιανικών Ομολογιών, όπως επίσης θα τεθή το θέμα του actus purus, που είναι η πηγή όλων των δογματικών διαφορών μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού. Και αυτό γιατί, αν μια Σύνοδος δεν βασίζεται σε θεολογικά και δογματικά θέματα, τότε χάνει την βαρύτητά της.
2. Οι αποφάσεις με ομοφωνία
Οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποφάσισαν ότι όλες οι αποφάσεις τόσο κατά τα προπαρασκευαστικά στάδια, όσο και κατά τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου «θά λαμβάνωνται καθ’ ομοφωνίαν». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν κάποια από τις δεκατέσσερεις Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν συμφωνή με κάποιο κείμενο, τότε δεν θα υπάρξη καταληκτική απόφαση. Όμως, στην περίπτωση αυτή για να υπάρξη απόφαση, λόγω της ομοφωνίας, ενδεχομένως θα γίνουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Καί, βέβαια, εξαρτάται από τις ισχυρές απόψεις που θα διατυπωθούν, για το ποιά θα είναι η τελική απόφαση.
Πρέπει να σημειωθή ότι σήμερα, δυστυχώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία στον κόσμο εκφράζεται με τρεις κατευθύνσεις, ήτοι από ελληνόφωνους, σλαυόφωνους και αραβόφωνους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Βέβαια, η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία, αλλά το πρόβλημα είναι ο εθνικισμός, ο οποίος, αν και έχη καταδικασθή από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1872, εν τούτοις στην πράξη αποτελεί μια χαίνουσα πληγή στο σώμα της Εκκλησίας και συνδέεται με το μεγάλο πρόβλημα της Διασποράς.
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι, ενώ οι ιεροί Κανόνες για την συγκρότηση μιας Τοπικής Εκκλησίας θέτουν γεωγραφικά όρια, εν τούτοις σήμερα τίθενται εθνικιστικές αρχές (φυλές, κράτη, γλώσσα, νοοτροπία). Αυτό σημαίνει ότι, ενώ κατά το κανονικό Δίκαιο σε κάθε γεωγραφικό τόπο υφίσταται μία Εκκλησία, υπό μία εκκλησιαστική αρχή, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας, εθνικότητας κλπ., παρά ταύτα σήμερα σε έναν γεωγραφικό τόπο μπορεί να υπάρξουν πολλοί Επίσκοποι, που ανήκουν σε διάφορες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, μερικές φορές φέρουν και τον ίδιο τίτλο.
Αυτό φαίνεται έκδηλα στην Αμερική -αλλά και σε άλλες περιοχές- η οποία ενώ υπάγεται εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όλοι οι Κληρικοί, από όσες χώρες και αν προέρχωνται, πρέπει να μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εν τούτοις πολλές άλλες Εκκλησίες έχουν δικούς τους Επισκόπους που συγκροτούν εθνικές Εκκλησίες. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι επόμενο ότι αυτή η αταξία συνιστά εκκλησιολογικό πρόβλημα, το πρόβλημα της «συνεδαφικότητας», που πρέπει να απασχολήση την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί τροχοπέδη στις αποφάσεις της μέλλουσας Συνόδου, τόσο στο προπαρασκευαστικό στάδιο, όσο και στις εργασίες της, γιατί δημιουργούνται, δυστυχώς, και θα δημιουργηθούν άτυπες ομοσπονδίες Ορθοδόξων Εκκλησιών, με κοινό γνώρισμα την γλώσσα, τις φυλές, ίσως και τις εθνοφυλετικές και πολιτικές νοοτροπίες, πράγμα που διασπά την εκκλησιαστική ενότητα.
Αυτήν την κατάσταση αγωνίζεται να υπερβή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο κινείται σε αυστηρά κανονικά, εκκλησιολογικά πλαίσια, που καθορίσθηκαν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά, δυστυχώς, βρίσκει πολλά εμπόδια στο έργο του.
Όλα αυτά εγράφησαν, γιατί η ομοφωνία μπορεί λόγω υποχωρήσεων να εκφράση την ενότητα της Εκκλησίας, μπορεί να αποστασιοποιηθή από την θεολογία της Εκκλησίας, μπορεί, όμως, να αποτελέση και «τροχοπέδη» στις αποφάσεις. Εν πάση περιπτώσει ενδεχομένως η ομοφωνία θα συντηρήση την άτυπη καλλιεργούμενη ομοσπονδιοποίηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή μπορεί να δώση δικαιώματα σε παγκόσμιους πολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ Κρατικών μορφωμάτων, για να χρησιμοποιούν τον εκκλησιαστικό χώρο για δικά τους γεωπολιτικά σχέδια.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ειδικά ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τα γνωρίζει όλα αυτά με την πολυχρόνια εμπειρία που διαθέτει και τα χαρίσματα που τον διακρίνουν και έχουμε εμπιστοσύνη στους διακριτικούς και ευέλικτους χειρισμούς του.
Βρίσκω εδώ την ευκαιρία να τονίσω ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν προεδρεύει απλώς στις Πανορθόδοξες Συνόδους, αλλά αποτελεί το κέντρο και συγκροτεί την ενότητά τους. Το ορθόδοξο εκκλησιαστικό πολίτευμα διακρίνεται μεν για την συνοδικότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η ιεραρχικότητα, αφού το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικώς ιεραρχικό και ιεραρχικώς συνοδικό. Έτσι, αποφεύγεται τόσο η παπική «απολυταρχία», ως θεσμός, όσο και η προτεσταντική «αναρχία», ως πρακτική ζωή.
Επί πλέον πρέπει να σημειωθή ότι η Αυτοκεφαλία στο ορθόδοξο κανονικό Δίκαιο δεν λειτουργεί ούτε πρέπει να λειτουργή ως αυτόνομη «αυτοκεφαλαρχία», με την έννοια της πλήρους ανεξαρτησίας, αλλά εννοείται με την έννοια της αλληλεξάρτησης με την Εκκλησία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Το λουθηρανικό πρότυπο ευνοεί μια Χριστιανική Κοινότητα με την έννοια της πλήρους ανεξαρτησίας και όχι ως αλληλεξάρτησης με τις άλλες Εκκλησίες, και αυτό δεν πρέπει να βρίσκη έρεισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
3. Μία «φωνή» - ψήφος για κάθε Εκκλησία
Συμφωνήθηκε στην πρόσφατη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες θα αντιπροσωπευθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους Προκαθημένους τους που θα συνοδεύωνται από έναν αριθμό Επισκόπων μικρότερο των είκοσι τεσσάρων (24), και κάθε Εκκλησία θα έχη μία (1) ψήφο στις αποφάσεις.
Αυτό έχει σχέση με την ομοφωνία, γιατί στις συζητήσεις που έγιναν έως τώρα τέθηκε το θέμα: Εάν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας παραστούν όλοι οι Ιεράρχες όλων των Εκκλησιών, τότε οι αποφάσεις θα λαμβάνωνται με πλειοψηφία, αφού κάθε Επίσκοπος θα έχη την δική του ψήφο. Εάν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιπροσωπεύωνται από έναν συγκεκριμένο αριθμό Επισκόπων, τότε κάθε Εκκλησία θα έχη δικαίωμα μιας ψήφου, αλλ' οι αποφάσεις θα λαμβάνωνται «καθ’ ομοφωνίαν». Στην παρούσα περίπτωση επιλέχθηκε η δεύτερη δυνατότητα.
Αυτό το θέμα συνδέεται με πολύ λεπτά ζητήματα που πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοσθούν από κάθε Τοπική Εκκλησία. Κατά την γνώμη μου θα πρέπει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της να συντονίση την πορεία, ήτοι γνώση των ήδη κειμένων, επιλογή καταλλήλων προσώπων, αποφάσεις συγκεκριμένες, σύμφωνα με την παράγραφο (α), άρθρο 4 του Ν. 590/1977 «Περί του Κατάστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Αυτό είναι απαραίτητο να γίνη, γιατί η συμμετοχή των Εκκλησιών πρέπει να είναι ουσιαστική και να εκφράζη τις κατά το δυνατόν ολοκληρωμένες θεολογικές θέσεις κάθε Εκκλησίας, που θα συντονίζωνται στα δόγματα, το κανονικό Δίκαιο, τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων, όχι απλώς τις ανάγκες των Κληρικών. Το γράφω αυτό, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που συζητούνται θέματα που απασχολούν, ως μη ώφελε, τους Κληρικούς και όχι τους λαϊκούς.
Για το θέμα αυτό θα αναφερθώ στα Συνοδικά όργανα της Εκκλησίας, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραμένουμε αμέτοχοι σε τέτοια σοβαρά δογματικά και εκκλησιαστικά θέματα και να τα χειρίζωνται μόνον μερικοί Ιεράρχες, όσον κατηρτισμένοι και αν είναι. Όλοι έχουμε ευθύνη στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ιδίως μάλιστα όταν κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία θα καταθέση τις θέσεις της και θα ψηφίζη ενιαίως με μία ψήφο, για την οποία θα έχουμε όλοι μέρος της ευθύνης. Δεν είναι δυνατόν να χωρίζωνται οι Αρχιερείς σε δύο κατηγορίες, αυτούς που συμμετέχουν στην διαδικασία και στους άλλους που μένουν στο περιθώριο και έχουν άγνοια των πραγμάτων. Όσον εξαρτάται από μένα, δεν προτίθεμαι να αποποιηθώ αυτών των ιεραρχικών μου υποχρεώσεων.
4. Η θεολογική ορολογία
Είναι ευνόητον, επειδή γίνεται λόγος για Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι η ορολογία των αποφάσεων πρέπει να είναι αυστηρώς θεολογική και εκκλησιολογική. Οι αποφάσεις πρέπει να συντονίζωνται στην όλη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι συντηρητική, αλλά παραδοσιακή, δεν συνιστά μια αδράνεια, αλλά μια κίνηση, μέσα, όμως, από θεολογική και εκκλησιολογική σκέψη.
Έτσι, στην συγγραφή των κειμένων θα πρέπει να συμμετέχουν Αρχιερείς και θεολόγοι που θα επιμεληθούν την ορολογία που θα χρησιμοποιηθή, ώστε να μήν εκφράζη την νεοσχολαστική, υπαρξιστική και μεταπατερική θεολογία. Είναι δε γνωστόν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας στις Οικουμενικές Συνόδους αγωνίσθηκαν με σθένος καί, με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποίησαν την κατάλληλη ορολογία («τώ βραχύ ρήματι και πολλή συνέσει») που να εκφράζη την ορθόδοξη πίστη ασφαλώς και θεοπνεύστως. Επιλογή μιας εσφαλμένης ορολογίας δημιουργεί εκτροπή από την ορθόδοξη διδασκαλία. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό και απαιτούνται ικανοί Κληρικοί που θα γνωρίζουν επαρκώς την ιστορία και το περιεχόμενο των όρων και των φράσεων.
Επίσης, η αντιμετώπιση βιοηθικών θεμάτων, αν τελικά τεθή τέτοιο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου, πρέπει να γίνη με ιδιαίτερη προσοχή και με σοφή θεολογική επιμέλεια, ώστε να μήν αλλοιώνεται η ορθόδοξη ανθρωπολογία εν ονόματι της επιστήμης, όπως, δυστυχώς, έγινε μέχρι τώρα σε μερικά κείμενα, κατά την εύστοχη επισήμανση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου παλαιότερα σε Γράμμα του (5 Οκτωβρίου 2006) προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Προσωπικά, έχω εμπιστοσύνη στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, που διακρίνεται για την ευαισθησία του, την εκκλησιολογία του και την δημοκρατική του νοοτροπία, και πιστεύω ότι θα λάβη υπ’ όψη του όλες τις θεολογικές και εκκλησιολογικές παραμέτρους των θεμάτων αυτών, ώστε η Εκκλησία μας στην συγκληθησομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο να συμμετάσχη με άριστη προετοιμασία, διότι διαθέτει ικανότατο αριθμό πεπειραμένων Ιεραρχών και θεολόγων με άριστη θεολογική κατάρτιση.
Το θέμα δεν είναι να συγκληθή απλώς η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά να παραμείνη στην ιστορία ως όντως Αγία και Μεγάλη και να είναι διάδοχη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, της Συνόδου του 879-80 (Η' Οικουμενική, η οποία αναγνώρισε την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο), της Συνόδου του 1351 (Θ' Οικουμενική) και της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1848, στις οποίες πρέπει να αναφερθή, όπως γίνεται σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους, για να μήν παρουσιασθή ως αποκεκομμένη από τις προηγούμενες Συνόδους, αλλ' ως συνέχειά τους. Άν δεν γίνη αναφορά στις προηγούμενες Οικουμενικές και Μεγάλες Συνόδους ή αν αναφερθούν μόνον οι επτά (7) Οικουμενικές Σύνοδοι και παρα-λειφθούν οι επόμενες, τότε θα υπάρξη σοβαρό θεολογικό και εκκλησιολογικό πρόβλημα. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση όχι απλώς της ιστορίας, αλλά της πραγματικής εκκλησιαστικής ιεράς ιστορίας, η οποία προσδιορίζεται από μια θεολογική, εκκλησιολογική και κανονική προοπτική.
Πρέπει να γίνη καλή προετοιμασία για την μέλλουσα να συγκληθή Σύνοδος το έτος 2016, ώστε αυτή να συντελέση όντως στην ενότητα της Εκκλησίας και όχι να ενθαρρύνη ή να συντείνη σε δημιουργία σχισμάτων μέσα στην Εκκλησία, που θα διασπάσουν την ενότητά της. http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=5757&catid=14
Δεν γνωρίζω επακριβώς τα όσα έγιναν και συζητήθηκαν κατά τις Συνεδριάσεις, αλλά ενημερώθηκα, όπως όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, από τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Ελπίζω δε ότι κάποια στιγμή θα γίνη ενημέρωση και στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε ως υπεύθυνοι Αρχιερείς να έχουμε ασφαλή γνώση σε τέτοια σοβαρά ζητήματα που άπτονται της ζωής της Εκκλησίας μας.
Παρά την ελλιπή, προς το παρόν, γνώση θα καταγραφούν μερικές σκέψεις μου πάνω στα σοβαρά αυτά ζητήματα, από τα κείμενα που διάβασα.
1. Η θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου
Η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποφάσισε την συγκρότηση Ειδικής Διορθοδόξου Επιτροπής, η οποία θα αποτελήται από έναν Επίσκοπο και έναν σύμβουλο από κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, που θα έχη την ευθύνη να ετοιμάση τα θέματα που θα συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης, η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών διήρεσε καθ’ ομάδες τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από τα οποία άλλα έχουν ετοιμασθή από τις Προσυνοδικές Πανορθοδόξους Διασκέψεις και άλλα ετοιμάζονται ή θα ετοιμασθούν. Συγκεκριμένα:
Από την Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή θα αναθεωρηθούν τα κείμενα για τα θέματα:
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Οικουμενική κίνηση», «Οι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», «Η συμβολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην προώθηση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και την εξαφάνιση των φυλετικών και άλλων διακρίσεων».
Από την ίδια Ειδική Διορθόδοξη Επιτροπή θα γίνη επιμέλεια, εφ’ όσον χρειασθή, των κειμένων που ήδη έχουν υιοθετηθή: «Το ζήτημα του κοινού Ημερολογίου», «Τα κωλύματα του γάμου» και «Η σπουδαιότητα της νηστείας και η τήρησή της σήμερα».
Η Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που θα συγκληθή το 2015, θα μελετήση το κείμενο που υιοθετήθηκε από προηγούμενη Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, με θέμα: «Το Αυτόνομον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεώς του».
Επίσης, διατυπώθηκε η ευχή, στο προπαρασκευαστικό στάδιο να συζητηθούν δύο θέματα, για τα οποία μέχρι τώρα δεν επήλθε συμφωνία, ήτοι: «Το Αυτοκέφαλον στην Ορθόδοξη Εκκλησία κι ο τρόπος ανακηρύξεώς του» και «Τα Δύπτυχα». Εάν υπάρξη ομοφωνία, θα παραπεμφθούν και αυτά στην Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη του 2015 και στην συνέχεια στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Παρατηρώντας τον αριθμό των θεμάτων βλέπουμε ότι είναι επτά (7), που ετοιμάσθηκαν και θα ετοιμασθούν και θα επεξεργασθούν από Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, και δύο (2) που διατυπώνεται η ευχή να προετοιμασθούν, δηλαδή συνολικά εννέα (9) θέματα. Επειδή λέγεται ότι τα θέματα είναι δέκα (10) τον αριθμό, υποτίθεται ότι ως δέκατο θα είναι το θέμα της Διασποράς, για την οποία επιτεύχθηκε μία συμφωνία με τις συσταθείσες Επισκοπικές Συνελεύσεις.
Τα κείμενα τα οποία ετοιμάσθηκαν από δεκαετίες, πριν τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις είναι άγνωστα στους περισσοτέρους Αρχιερείς, και σε μένα, παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους. Είναι ευνόητον ότι τα κείμενα αυτά πρέπει, οπωσδήποτε, να τεθούν υπ’ όψη τουλάχιστον των Μητροπολιτών, οι οποίοι έχουν ευθύνη για την ψηφοφορία. Ιδιαιτέρως, πρέπει να προσεχθή η θεολογική προοπτική τους.
Ελπίζω ότι κατά την επεξεργασία του θέματος της σχέσης Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό Χριστιανικό κόσμο θα γίνη λόγος για το analogia entis και το analogia fidei, που είναι από τις βασικές διαφορές στον τρόπο θεολογήσεως μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων Χριστιανικών Ομολογιών, όπως επίσης θα τεθή το θέμα του actus purus, που είναι η πηγή όλων των δογματικών διαφορών μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού. Και αυτό γιατί, αν μια Σύνοδος δεν βασίζεται σε θεολογικά και δογματικά θέματα, τότε χάνει την βαρύτητά της.
2. Οι αποφάσεις με ομοφωνία
Οι Προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποφάσισαν ότι όλες οι αποφάσεις τόσο κατά τα προπαρασκευαστικά στάδια, όσο και κατά τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου «θά λαμβάνωνται καθ’ ομοφωνίαν». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν κάποια από τις δεκατέσσερεις Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν συμφωνή με κάποιο κείμενο, τότε δεν θα υπάρξη καταληκτική απόφαση. Όμως, στην περίπτωση αυτή για να υπάρξη απόφαση, λόγω της ομοφωνίας, ενδεχομένως θα γίνουν εκατέρωθεν υποχωρήσεις. Καί, βέβαια, εξαρτάται από τις ισχυρές απόψεις που θα διατυπωθούν, για το ποιά θα είναι η τελική απόφαση.
Πρέπει να σημειωθή ότι σήμερα, δυστυχώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία στον κόσμο εκφράζεται με τρεις κατευθύνσεις, ήτοι από ελληνόφωνους, σλαυόφωνους και αραβόφωνους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Βέβαια, η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία, αλλά το πρόβλημα είναι ο εθνικισμός, ο οποίος, αν και έχη καταδικασθή από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1872, εν τούτοις στην πράξη αποτελεί μια χαίνουσα πληγή στο σώμα της Εκκλησίας και συνδέεται με το μεγάλο πρόβλημα της Διασποράς.
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι, ενώ οι ιεροί Κανόνες για την συγκρότηση μιας Τοπικής Εκκλησίας θέτουν γεωγραφικά όρια, εν τούτοις σήμερα τίθενται εθνικιστικές αρχές (φυλές, κράτη, γλώσσα, νοοτροπία). Αυτό σημαίνει ότι, ενώ κατά το κανονικό Δίκαιο σε κάθε γεωγραφικό τόπο υφίσταται μία Εκκλησία, υπό μία εκκλησιαστική αρχή, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας, εθνικότητας κλπ., παρά ταύτα σήμερα σε έναν γεωγραφικό τόπο μπορεί να υπάρξουν πολλοί Επίσκοποι, που ανήκουν σε διάφορες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, μερικές φορές φέρουν και τον ίδιο τίτλο.
Αυτό φαίνεται έκδηλα στην Αμερική -αλλά και σε άλλες περιοχές- η οποία ενώ υπάγεται εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και όλοι οι Κληρικοί, από όσες χώρες και αν προέρχωνται, πρέπει να μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη, εν τούτοις πολλές άλλες Εκκλησίες έχουν δικούς τους Επισκόπους που συγκροτούν εθνικές Εκκλησίες. Αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Είναι επόμενο ότι αυτή η αταξία συνιστά εκκλησιολογικό πρόβλημα, το πρόβλημα της «συνεδαφικότητας», που πρέπει να απασχολήση την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί τροχοπέδη στις αποφάσεις της μέλλουσας Συνόδου, τόσο στο προπαρασκευαστικό στάδιο, όσο και στις εργασίες της, γιατί δημιουργούνται, δυστυχώς, και θα δημιουργηθούν άτυπες ομοσπονδίες Ορθοδόξων Εκκλησιών, με κοινό γνώρισμα την γλώσσα, τις φυλές, ίσως και τις εθνοφυλετικές και πολιτικές νοοτροπίες, πράγμα που διασπά την εκκλησιαστική ενότητα.
Αυτήν την κατάσταση αγωνίζεται να υπερβή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο κινείται σε αυστηρά κανονικά, εκκλησιολογικά πλαίσια, που καθορίσθηκαν από τους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά, δυστυχώς, βρίσκει πολλά εμπόδια στο έργο του.
Όλα αυτά εγράφησαν, γιατί η ομοφωνία μπορεί λόγω υποχωρήσεων να εκφράση την ενότητα της Εκκλησίας, μπορεί να αποστασιοποιηθή από την θεολογία της Εκκλησίας, μπορεί, όμως, να αποτελέση και «τροχοπέδη» στις αποφάσεις. Εν πάση περιπτώσει ενδεχομένως η ομοφωνία θα συντηρήση την άτυπη καλλιεργούμενη ομοσπονδιοποίηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή μπορεί να δώση δικαιώματα σε παγκόσμιους πολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ Κρατικών μορφωμάτων, για να χρησιμοποιούν τον εκκλησιαστικό χώρο για δικά τους γεωπολιτικά σχέδια.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ειδικά ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος τα γνωρίζει όλα αυτά με την πολυχρόνια εμπειρία που διαθέτει και τα χαρίσματα που τον διακρίνουν και έχουμε εμπιστοσύνη στους διακριτικούς και ευέλικτους χειρισμούς του.
Βρίσκω εδώ την ευκαιρία να τονίσω ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν προεδρεύει απλώς στις Πανορθόδοξες Συνόδους, αλλά αποτελεί το κέντρο και συγκροτεί την ενότητά τους. Το ορθόδοξο εκκλησιαστικό πολίτευμα διακρίνεται μεν για την συνοδικότητα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η ιεραρχικότητα, αφού το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι συνοδικώς ιεραρχικό και ιεραρχικώς συνοδικό. Έτσι, αποφεύγεται τόσο η παπική «απολυταρχία», ως θεσμός, όσο και η προτεσταντική «αναρχία», ως πρακτική ζωή.
Επί πλέον πρέπει να σημειωθή ότι η Αυτοκεφαλία στο ορθόδοξο κανονικό Δίκαιο δεν λειτουργεί ούτε πρέπει να λειτουργή ως αυτόνομη «αυτοκεφαλαρχία», με την έννοια της πλήρους ανεξαρτησίας, αλλά εννοείται με την έννοια της αλληλεξάρτησης με την Εκκλησία της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως. Το λουθηρανικό πρότυπο ευνοεί μια Χριστιανική Κοινότητα με την έννοια της πλήρους ανεξαρτησίας και όχι ως αλληλεξάρτησης με τις άλλες Εκκλησίες, και αυτό δεν πρέπει να βρίσκη έρεισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
3. Μία «φωνή» - ψήφος για κάθε Εκκλησία
Συμφωνήθηκε στην πρόσφατη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες θα αντιπροσωπευθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τους Προκαθημένους τους που θα συνοδεύωνται από έναν αριθμό Επισκόπων μικρότερο των είκοσι τεσσάρων (24), και κάθε Εκκλησία θα έχη μία (1) ψήφο στις αποφάσεις.
Αυτό έχει σχέση με την ομοφωνία, γιατί στις συζητήσεις που έγιναν έως τώρα τέθηκε το θέμα: Εάν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας παραστούν όλοι οι Ιεράρχες όλων των Εκκλησιών, τότε οι αποφάσεις θα λαμβάνωνται με πλειοψηφία, αφού κάθε Επίσκοπος θα έχη την δική του ψήφο. Εάν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αντιπροσωπεύωνται από έναν συγκεκριμένο αριθμό Επισκόπων, τότε κάθε Εκκλησία θα έχη δικαίωμα μιας ψήφου, αλλ' οι αποφάσεις θα λαμβάνωνται «καθ’ ομοφωνίαν». Στην παρούσα περίπτωση επιλέχθηκε η δεύτερη δυνατότητα.
Αυτό το θέμα συνδέεται με πολύ λεπτά ζητήματα που πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοσθούν από κάθε Τοπική Εκκλησία. Κατά την γνώμη μου θα πρέπει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της να συντονίση την πορεία, ήτοι γνώση των ήδη κειμένων, επιλογή καταλλήλων προσώπων, αποφάσεις συγκεκριμένες, σύμφωνα με την παράγραφο (α), άρθρο 4 του Ν. 590/1977 «Περί του Κατάστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος». Αυτό είναι απαραίτητο να γίνη, γιατί η συμμετοχή των Εκκλησιών πρέπει να είναι ουσιαστική και να εκφράζη τις κατά το δυνατόν ολοκληρωμένες θεολογικές θέσεις κάθε Εκκλησίας, που θα συντονίζωνται στα δόγματα, το κανονικό Δίκαιο, τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες των συγχρόνων ανθρώπων, όχι απλώς τις ανάγκες των Κληρικών. Το γράφω αυτό, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που συζητούνται θέματα που απασχολούν, ως μη ώφελε, τους Κληρικούς και όχι τους λαϊκούς.
Για το θέμα αυτό θα αναφερθώ στα Συνοδικά όργανα της Εκκλησίας, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραμένουμε αμέτοχοι σε τέτοια σοβαρά δογματικά και εκκλησιαστικά θέματα και να τα χειρίζωνται μόνον μερικοί Ιεράρχες, όσον κατηρτισμένοι και αν είναι. Όλοι έχουμε ευθύνη στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ιδίως μάλιστα όταν κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία θα καταθέση τις θέσεις της και θα ψηφίζη ενιαίως με μία ψήφο, για την οποία θα έχουμε όλοι μέρος της ευθύνης. Δεν είναι δυνατόν να χωρίζωνται οι Αρχιερείς σε δύο κατηγορίες, αυτούς που συμμετέχουν στην διαδικασία και στους άλλους που μένουν στο περιθώριο και έχουν άγνοια των πραγμάτων. Όσον εξαρτάται από μένα, δεν προτίθεμαι να αποποιηθώ αυτών των ιεραρχικών μου υποχρεώσεων.
4. Η θεολογική ορολογία
Είναι ευνόητον, επειδή γίνεται λόγος για Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι η ορολογία των αποφάσεων πρέπει να είναι αυστηρώς θεολογική και εκκλησιολογική. Οι αποφάσεις πρέπει να συντονίζωνται στην όλη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία δεν είναι συντηρητική, αλλά παραδοσιακή, δεν συνιστά μια αδράνεια, αλλά μια κίνηση, μέσα, όμως, από θεολογική και εκκλησιολογική σκέψη.
Έτσι, στην συγγραφή των κειμένων θα πρέπει να συμμετέχουν Αρχιερείς και θεολόγοι που θα επιμεληθούν την ορολογία που θα χρησιμοποιηθή, ώστε να μήν εκφράζη την νεοσχολαστική, υπαρξιστική και μεταπατερική θεολογία. Είναι δε γνωστόν ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας στις Οικουμενικές Συνόδους αγωνίσθηκαν με σθένος καί, με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποίησαν την κατάλληλη ορολογία («τώ βραχύ ρήματι και πολλή συνέσει») που να εκφράζη την ορθόδοξη πίστη ασφαλώς και θεοπνεύστως. Επιλογή μιας εσφαλμένης ορολογίας δημιουργεί εκτροπή από την ορθόδοξη διδασκαλία. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό και απαιτούνται ικανοί Κληρικοί που θα γνωρίζουν επαρκώς την ιστορία και το περιεχόμενο των όρων και των φράσεων.
Επίσης, η αντιμετώπιση βιοηθικών θεμάτων, αν τελικά τεθή τέτοιο θέμα στην Ημερήσια Διάταξη της Συνόδου, πρέπει να γίνη με ιδιαίτερη προσοχή και με σοφή θεολογική επιμέλεια, ώστε να μήν αλλοιώνεται η ορθόδοξη ανθρωπολογία εν ονόματι της επιστήμης, όπως, δυστυχώς, έγινε μέχρι τώρα σε μερικά κείμενα, κατά την εύστοχη επισήμανση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου παλαιότερα σε Γράμμα του (5 Οκτωβρίου 2006) προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Προσωπικά, έχω εμπιστοσύνη στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, που διακρίνεται για την ευαισθησία του, την εκκλησιολογία του και την δημοκρατική του νοοτροπία, και πιστεύω ότι θα λάβη υπ’ όψη του όλες τις θεολογικές και εκκλησιολογικές παραμέτρους των θεμάτων αυτών, ώστε η Εκκλησία μας στην συγκληθησομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο να συμμετάσχη με άριστη προετοιμασία, διότι διαθέτει ικανότατο αριθμό πεπειραμένων Ιεραρχών και θεολόγων με άριστη θεολογική κατάρτιση.
Το θέμα δεν είναι να συγκληθή απλώς η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά να παραμείνη στην ιστορία ως όντως Αγία και Μεγάλη και να είναι διάδοχη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, της Συνόδου του 879-80 (Η' Οικουμενική, η οποία αναγνώρισε την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο), της Συνόδου του 1351 (Θ' Οικουμενική) και της Πανορθοδόξου Συνόδου του 1848, στις οποίες πρέπει να αναφερθή, όπως γίνεται σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους, για να μήν παρουσιασθή ως αποκεκομμένη από τις προηγούμενες Συνόδους, αλλ' ως συνέχειά τους. Άν δεν γίνη αναφορά στις προηγούμενες Οικουμενικές και Μεγάλες Συνόδους ή αν αναφερθούν μόνον οι επτά (7) Οικουμενικές Σύνοδοι και παρα-λειφθούν οι επόμενες, τότε θα υπάρξη σοβαρό θεολογικό και εκκλησιολογικό πρόβλημα. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση όχι απλώς της ιστορίας, αλλά της πραγματικής εκκλησιαστικής ιεράς ιστορίας, η οποία προσδιορίζεται από μια θεολογική, εκκλησιολογική και κανονική προοπτική.
Πρέπει να γίνη καλή προετοιμασία για την μέλλουσα να συγκληθή Σύνοδος το έτος 2016, ώστε αυτή να συντελέση όντως στην ενότητα της Εκκλησίας και όχι να ενθαρρύνη ή να συντείνη σε δημιουργία σχισμάτων μέσα στην Εκκλησία, που θα διασπάσουν την ενότητά της. http://www.dogma.gr/default.php?pname=Article&art_id=5757&catid=14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου