Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Αποκάλυψη Προσωπικού Θεού» (Αρχ. Σωφρονίου)



Ο δρόμος που χάραξαν οι Πατέρες ζητά σταθερή πίστη και μακρά υπομονή, ενώ οι σύγχρονοί μας θέλουν να αρπάξουν κάθε πνευματικό δώρο, ακόμα και αυτή την απ’ ευθείας θεωρία του απόλυτου Θεού με βία και γρήγορα· ακόμα παραλληλίζουν την προσευχή στο όνομα του Ιησού με την γιόγκα ή τον υπερβατικό λογισμό και τα παρόμοια. Πρέπει να τονίσω τον κίνδυνο τέτοιων σφαλμάτων, τον κίνδυνο του υπολογισμού της ευχής σαν ένα από τα απλούστερα και ευκολότερα «τεχνικά» μέσα που οδηγούν στην άμεση ένωση με το Θεό. Είναι μεγάλη ανάγκη να σύρουμε μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσευχή του Ιησού και κάθε άλλη ασκητική θεωρία. Γελιέται εκείνος που προσπαθεί να γυμναστεί πνευματικά σε όλα όσα είναι πρόσκαιρα και συγγενή, με σκοπό να περάσει κάποιο αόρατο κατώφλι, να καταλάβει την αιώνια καταγωγή του, την ταυτότητά του με την πηγή από την οποία προέρχονται τα πάντα, με σκοπό να επιστρέψει και να βυθιστεί σ’ αυτόν, δηλαδή στο ανώνυμο και υπερπροσωπικο Απόλυτο. Τέτοιες ασκήσεις έδωσαν την ικανότητα σε πολλούς να ανυψώνονται στην υπερφυσική θεωρία του όντος, να λάβουν πείρα ενός συγκεκριμένου μυστικού φόβου, να γνωρίσουν την κατάσταση της σιωπής του νου, όταν ο νους φεύγει πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.
Σε τέτοιες καταστάσεις ο άνθρωπος μπορεί μεν να αισθάνεται τη γαλήνη παρασυρμένος από τα συνεχώς εναλλασσόμενα φαινόμενα του ορατού κόσμου, μπορεί ακόμα να έχει μια συγκεκριμένη πείρα της αιωνιότητας. Αλλά ο Θεός της αλήθειας, ο ζωντανός Θεός, δεν είναι καθόλου αυτό. Είναι η ωραιότητα του ανθρώπου αυτού καθ’ εαυτού, που δημιουργήθηκε για να μοιάσει στο Θεό. Αυτή θεωρείται και διακρίνεται σαν θείο, ενώ ο άνθρωπος ο ίδιος συνεχίζει να βρίσκεται μέσα στα όρια της δημιουργημένης φύσεώς του. Πρόκειται για μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση.   Η τραγωδία της υποθέσεως βρίσκεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος παθαίνει μια οφθαλμαπάτη που τον εξαπατά, στη λαχτάρα του για την αιώνια ζωή, παίρνοντάς την σαν γνήσια δράση. Αυτός ο απρόσωπος ασκητικός τύπος οδηγεί τελικά σε μια διεκδίκηση θείας αρχής σ’ αύτη καθ’ εαυτή τη φύση του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος οδηγείται στην ιδέα της αυτοθεώσεώς του, δηλαδή στην αιτία της αρχικής πτώσεως. Ο άνθρωπος που τυφλώθηκε από το φανταστικό μεγαλείο αυτού  που βλέπει, έχει στην πραγματικότητα ακολουθήσει το μονοπάτι της αυτοκαταστρο­φής. Έχει απορρίψει την αποκάλυψη ενός προσωπικού Θεού. Βρίσκει την αρχή «Πρόσωπον-Υπόσταση» σαν περιοριστική, ανάξια του Απόλυτου. Προσπαθεί ν’ απογυμνωθεί από τέτοιους περιορισμούς και να επιστρέψει στην κατάσταση που φαντάζεται ότι του ανήκει πριν ακόμα έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτή η κίνηση προς τα βάθη της υπάρξεώς μας δεν είναι τίποτα άλλο παρά πορεία προς την ανυπαρξία, απ’ όπου κληθήκαμε με τη θέληση του Δημιουργού. Ο αληθινός Δημιουργός μας αποκάλυψε τον εαυτό του σαν ένα προσωπικό Απόλυτο. Το σύνολο της χριστιανικής μας ζωής βασίζεται στη γνώση του Θεού, του πρώτου και του τελευταίου, του οποίου το όνομα είναι ΕΓΩ ΕΙΜΙ (Ο ΩΝ). Η προσευχή μας πρέπει να είναι πάντοτε προσωπική, πρόσωπο προς Πρόσωπο. Μας δημιούργησε για να ενωθούμε στη θεία του Ύπαρξη, χωρίς να καταστραφεί ο προσωπικός μας χαρακτήρας. Είναι ο τύπος της αθανασίας που μας υποσχέθηκε ο Χριστός.

[...] Στον άνθρωπο Ιησού Χριστό «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9). Σ’ αυτόν δεν υπάρχει μόνον ο Θεός αλλά και όλη η ανθρώπινη φύση. Όταν αναφέρουμε το όνομα του Ιησού Χριστού, τοποθετούμαστε μπροστά στο πλήρωμα τόσο του Θείου Όντος όσο και του κτίσματος. Επιθυμούμε να κάνουμε τη ζωή του ζωή μας και να λάβουμε το Χριστό να κατοικήσει μέσα μας. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η έννοια της θεώσεως. Αλλά ο “Αδάμ επιθυμώντας φυσικά τη θέωση, στο κρίσιμο σημείο, έκανε μια εσφαλμένη στροφή, που οδήγησε στην πλάνη. Η πνευματική του όραση στράφηκε με ανεπάρκεια προς την Αλήθεια.
Η ζωή μας μπορεί να γίνει αγία απ’ όλες τις απόψεις μόνον όταν η αληθινή γνώση, σε μεταφυσική βάση, συνοδεύεται με την τέλεια αγάπη για το Θεό και τον συνάνθρωπο. Όταν πιστέψουμε σταθερά ότι είμαστε δημιουργήματα του Θεού, του ανάρχου Όντος, θα γίνει φανερό ότι δεν υπάρχει δυνατότητα θεώσεως για μας έξω από την Τριάδα. Εάν αναγνωρίσουμε ότι οντολογικά όλη η ανθρώπινη φύση είναι ένα, τότε, χάρη σ’ αυτή την ενότητα της φύσεως, θα στραφούμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας σαν τμήμα της υπάρξεώς μας.
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Η ζωή Του ζωή μου», εκδ.Πουρναρά, Θεσ/νίκη.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου