«Ποτέ δεν άκουσα από γραμματισμένο λόγια τόσο βαθιά όσο από χωριάτες κι από γέρους που τέλεψαν πια το πάλεμα, καταστάλαξαν μέσα τους τα πάθη και τώρα στέκουν ομπρός από το κατώφλι του θανάτου και ρίχνουν πίσω τους στερνή γαληνεμένη ματιά, με τρυφεράδα.
Σ'ένα
βουνό ένα μεσημέρι συνάντησα ένα γέρο, στεγνό, λιγνό, με κάτασπρα
μαλλιά, με μπαλωμένη βράκα, με τρυπημένα στιβάνια κι είχε περασμένη,
καθώς το συνηθούν οι Κρητικοί τσοπάνηδες, τη βέργα ανάμεσα στους δρόμους ·
ανηφόριζε αργά, πέτρα την πέτρα, και κάθε τόσο στέκουνταν και κοίταζε
ώρα πολλή τα βουνά γύρα, και κάτω χαμηλά τον κάμπο, και πέρα, ανάμεσα
από μια χαράδρα, μια λουρίδα θάλασσα.
-Ώρα καλή, παππού! του φώναξα από μακριά · τι γυρεύεις εδώ ολομόναχος;
-Αποχαιρετώ, παιδί μου, αποχαιρετώ...
-Ποιόν αποχαιρετας στην ερημιά; Δε βλέπω κανένα.
Ο γέρος θύμωσε · τίναξε το κεφάλι:
-Ποιά
ερημιά; και δε θωράς τα βουνά, δε θωράς τη θάλασσα; Γιατί μας έδωκε ο
Θεός τα μάτια; Δεν ακούς τα πουλιά από πάνω σου; Γιατί μας έδωκε ο Θεός
τ'αυτιά; Ερημιά το λες αυτό; Αυτοί'ναι εμένα οι φίλοι μου · τους μιλώ και μου μιλούνε, ρίχνω φωνή και μου αποκρίνουνται · δυο γενεές γύριζα με τη συντροφιά τους, βοσκός · κι ήρθε η ώρα να χωρίσουμε...Βράδιασε πια...
Θάρρεψα πως είχαν θαμπώσει τα μάτια του από τα γεράματα:
-Μα ακόμα είναι μεσημέρι, παππού · δε βράδιασε.
Κούνησε το κεφάλι του:
-Kατέχω εγω τι λέω · βράδιασε, σου λέω, βράδιασε...Έχε γειά!
-Εσυ θα βάλεις και το Χάρο κάτω, παππού, έκαμα για να τον γκαρδιώσω.
Γέλασε.
-Μωρέ, τον έβαλα κιόλα κάτω κι έγνοια σου, αποκρίθηκε, τον έβαλα κάτω, τον άτιμο, γιατί δεν τον φοβούμαι. Έχε γειά · να τον βάλεις κι εσυ κάτω, παλικαράκι μου, να'χεις την ευκή μου.
Δε μου κάνε καρδιά να τον αφήσω να φύγει.
-Χάρισε μου τ'όνομα σου, παππού, να σε θυμούμαι.
-Να, σκύψε, πιάσε μια πέτρα, ρώτηξε τη και θα σου πει:
Είναι ο γέρο-Μανούσος από το Καβροχώρι, θα σου πει. Ε, φτάνει πια. Συμπάθα με. Βιάζουμε, μαθές· εα στην ευκή του Θεού! είπε και πήρε πάλι τον ανήφορο σκουντουφλώντας γιατί δεν καλόβλεπε.
Αλήθεια, το θάνατο δεν μπορούμε να τον νικήσουμε · το φόβο όμως του θανάτου μπορούμε · ο βουνίσιος ετούτος αντίκριζε το θάνατο με γαλήνη ·
τα βουνά του'χαν τρανέψει τη ψυχή , δεν καταδέχουνταν να γονατίσει στο
Χάρο, προθεσμία μονάχα του ζητούσε, λίγες μέρες, να προφτάσει
ν'αποχαιρετήσει τους παλιούς συντρόφους- τον καθαρό αέρα, το θυμάρι, τις
πέτρες».
Αναφορά στον Γκρέκο
Νίκος Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου